Σελίδες

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Το «εγώ» και το «εμείς»: ένα μάθημα «πολιτικής γραμματικής» από τον Μακρυγιάννη





Ο Μακρυγιάννης υπήρξε ο γενναίος του ξίφους και της πέννας. Έγραψε και με τα δύο ιστορία. Με το ξίφος αγωνίστηκε για την απόκτηση μιας ελεύθερης πατρίδας· με την «απελέκητη γραφή» του, όπως τη λέει ο ίδιος, μό­χθησε για την εδραίωση της ελεύθερης πατρίδας πάνω σε κάποιες υγιείς κοινωνικές και πολιτικές αρχές.

Οι αρχές αυτές κρυσταλλώνονται στον Επίλογο των Απομνημο­νευμάτων του, που θα έπρεπε, ίσως να έχει θέση προ­λόγου .

Γράφει ο λαϊκός αγωνιστής: «Τούτη την πατρίδα την έχουν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρω­ποι». Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει τη φράση αυτή απλή κοινολεξία. Πως ο Μακρυγιάννης διαπιστώ­νει κάτι αυτονόητο. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η τραγικότητα της Ελλάδας έγκειται στο ότι «ανή­κει στους Έλληνες» -πράγμα που έγινε και πολιτικό σύνθημα. Αλλά το δύσκολο είναι να προσδιορίσει κανείς σε ποιους Έλληνες ανήκει, μια και όλοι σχεδόν λογα­ριάζουμε τον εαυτό μας σαν περισσότερο Έλληνα από τους άλλους.

Δικαιολογημένα λίγα χρόνια μετά τον Μακρυγιάννη ο Εμμανουήλ Ροΐδης σαρκάζοντας γράφει πως η μεγαλύ­τερη πληγή του τόπου μας είναι… ο πατριωτισμός. Όλοι θέλουμε η πατρίδα ν’ ανήκει σ’ εμάς· όχι εμείς σ’ αυτή.Και λογικό είναι ν’ ανήκει σ’ εμάς. Αλλά το πρόβλημα αρχίζει από τη στιγμή που θ’ ανακύψει το ερώτημα: ποιος είναι ο τιμητής της «πολιτικής» μας ιθαγένειας; Κι αυτό είναι το δυστύχημα. Από την απελευθέρωση κι εδώθε η Ελλάδα ανήκει στα κόμματα. Ξέφυγε από τον Τούρκο τοπάρχη κι έγινε φέουδο του κομματάρχη. Ο Μακρυγιάννης απαντά νηφάλια: η Ελλάδα ανήκει στο λαό της. Πέρα από κάθε κοινωνικό, πνευματικό, οικονο­μικό διαχωρισμό, πέρα από την ισχύ και τη δύναμή τους όλοι είναι μέτοχοι στην Ιδέα της Πατρίδας.

Η Ελλάδα, αλλά και κάθε τόπος, είναι για τους πολί­τες της σημείο αναφοράς, συνδετικός κρίκος. Όταν ενεργούν γι’ αυτήν είναι όλοι ίσοι, έστω κι αν η προσ­φορά δεν είναι ίση· η γνώμη τους έχει το ίδιο βάρος, έστω αν δεν έχει την ίδια βαρύτητα. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος απέναντι στον άλλο κι όλοι μαζί απέναντι στην πατρίδα. Η σύγκλιση των επιμέρους επιδιώξεων σ’ έναν κοινό στόχο, την πρόοδο της πατρίδας, ανεβάζει όλους σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Η ενασχόληση με τα θέματα που αφορούν στο γενικότερο συμφέρον της πα­τρίδας προϋποθέτει τον παραμερισμό του προσωπικού συμφέροντος. Πατρίδα, όμως, σημαίνει ολότητα και μέσα στην ολότητα ανήκουμε όλοι μας.

Δυστυχώς οι Έλληνες έχουν ένα χαρακτηριστικό που συχνά αποβαίνει ολέθριο: εναγκαλίζονται σφικτά και ασφυκτικά την πατρίδα τους. Αυτό βέβαια μπορεί να διοχετεύει σ’ αυτή τη δύναμη και την ορμή που διαθέτει ο καθένας, από την άλλη όμως της στερεί τη δυνατότητα μιας αυτοδύναμης, ομόρροπης και ισόρροπης ανάπτυ­ξης. Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση, αντί οι στόχοι μας να προσαρμόζονται στους δικούς της, αντίθετα θέλουμε οι εθνικοί στόχοι να προσαρμόζονται στους δικούς μας, είτε αυτοί είναι ατομικές είτε ταξικές είτε κομματικές επιδιώξεις.

Από το σημείο αυτό περνάμε σ’ ένα δεύτερο σημείο, τον υπερτονισμό του «εγώ». Γράφει σχετικά ο Μακρυ­γιάννης: «Ξέρετε πότε να λέγει καθείς «εγώ»; Όταν αγω­νιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ»» Ό­μως, όπως απέδειξε η μικρή πολιτική ιστορία της νεότε­ρης Ελλάδας, το ατομικό «εγώ» πάντα έχει μια προτε­ραιότητα έναντι του συλλογικού «εμείς». Το άτομο απαι­τεί την προβολή του μέσα από τις κοινωνικές διαδικα­σίες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Και με υπερηφά­νεια υπερτονίζει το «εγώ», πιστεύοντας αφελώς ότι έτσι επιτυγχάνει την ανάδειξη του. Έμμεσα ο Μακρυγιάννης θεωρεί ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι ο αγώ­νας του. Άρα, το «εγώ» μπορεί να το χρησιμοποιήσει όταν εκτελέσει κάτι μόνος· καλό ή κακό. Η προϋπόθεση αυτή, που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, αναιρεί σχεδόν τη δυνατότητα του ατόμου να μιλά χρησιμοποιώ­ντας το πρώτο ενικό πρόσωπο.

Παρ’ όλα αυτά από τα πρώτα μετεπεναστατικά χρό­νια όλοι επιθυμούν να εκφραστούν εντελώς προσωπικά, ξέχωρα από τους άλλους. Αυτό, σύμφωνα με τον Μακρυ­γιάννη, δεν είναι δικαίωμα αλλ’ αυθαιρεσία. Το προνό­μιο να λέει κανείς «εγώ» το έχει όποιος αγωνιστεί μόνος του. Ένας «αχρείος» ή «άτιμος» (με τη σημασία που έδι­ναν στις λέξεις οι Αρχαίοι), δεν έχει δικαίωμα να εκφρα­στεί έτσι. Κι όμως είναι διαπιστωμένο ότι όσο πιο ασή­μαντος είναι ή νιώθει πως είναι κάποιος, τόσο συχνότερα επικαλείται το «εγώ», για να ισχυροποιήσει τη θέση του. Το πρώτο ενικό πρόσωπο προσδίδει με την επιτακτικότητά του ένα ηγεμονικό κύρος στο άτομο. Παράλληλα όμως γελοιοποιείται, καθώς σπάνια η αξία συνοδεύει την προβολή τού «εγώ». Η συνετή συμμετοχή στους κοινούς αγώνες επιτρέπει μια συνετή και περιορισμένη προβολή του εαυτού μας. Ειδάλλως, είναι καλύτερα το άτομο να παραμένει αθέατο στα πλαίσια της απροσωπίας, που του επιβάλλει η ασήμαντη ή μηδαμινή προσφορά του στο σύ­νολο.

Δυστυχώς, η έλλειψη κοινωνικής αγωγής δε μας επι­τρέπει να «δούμε πόσο επικίνδυνη είναι η διόγκωση του «εγώ» και για το «εγώ» και για το «εμείς». Οι Έλληνες διογκώνοντας το «εγώ» τους λειτουργούν σαν τον καρκί­νο. Προκαλούν το θάνατο. Όμως αυτό που δεν έχει γί­νει συνείδηση είναι ότι μαζί με τον άνθρωπο πεθαίνει κι ο καρκίνος. Είναι φρεναπάτη, λοιπόν, να υποστηρίζεται το «εγώ να ‘μαι καλά». Εφόσον η τακτική αυτή θα εφαρ­μόζεται απ’ όλους, δεν μπορεί κανένας να είναι καλά.Γιατί η εγωλατρία γεννά την αδιαφορία, κι όποιος αδια­φορεί για τους άλλους είναι αφελής αν περιμένει οι άλλοι να ενδιαφερθούν γι’ αυτόν.

Το πόσο ακριβά πληρώνουμε αυτό τον ατομισμό φαί­νεται από το «γεγονός ότι η πολιτική μας εξέλιξη έχει υπο­βαθμιστεί στο επίπεδο της διαφημιστικής κουλτούρας, ενώ οι καθημερινές θλιβερές καταστάσεις (σκάνδαλα, συναλλαγές, εγκλήματα κ.λπ.) αντιμετωπίζονται σαν κάποιο είδος «soft» κι όχι σαν εξευτελισμός της εθνικής μας ύπαρξης. Η βουλή των Ελλήνων έχει καταντήσει απλή ονομασία κτηρίου κι όχι συλλογική έκφραση της πολιτικής βούλησης των Νεοελλήνων. Οι Έλληνες ξέ­ρουν να χρησιμοποιούν τα δάκτυλα για να μουτζώνουν· όχι να τα ενώνουν. Όμως, ένα δάκτυλο μόνο του δεν εί­ναι τίποτε· πέντε δάκτυλα ενωμένα σχηματίζουν μια γροθιά.

Τα παραπάνω δεν έχουν τη σημασία πως η χρησιμο­ποίηση του «εγώ» είναι κατακριτέα. Η έννοια, όμως, του «εγώ» ολοκληρώνεται με τη σύζευξη του «εσύ». Μέσα από αυτή την «κοινωνία» προσώπων αναδεικνύεται το «εμείς», η έκφραση της συνολικής τελείωσης. Με το να περάσουμε από το «εγώ» στο «εμείς» αποκλείεται πρώ­τα—πρώτα η μονοπώληση του πατριωτισμού από μια κα­τηγορία πολιτών, που θεωρούν λάφυρο προσωπικό τους αγώνες του συνόλου. Από την άλλη με τη συνένωση δυ­νάμεων επιτυγχάνεται ευκολότερα η κοινωνική πρόοδος. Το άτομο μπορεί να «φκιάσει» ή να «χαλάσει». Αυτοί όμως που ξέρουν να λειτουργούν στο επίπεδο του «εμείς» ξέρουν να «φκιάνουν»· ασφαλώς και να «χαλούν»· δε ζη­τούν όμως εξιλαστήρια θύματα ή αποδιοπομπαίους τρά­γους. Αναλαμβάνουν οι ίδιοι συνολικά την ευθύνη.

Σήμερα, δυστυχώς, είναι δύσκολο να πεισθεί ο λαός να ξεπεράσει το «εγώ» και να σταθεί στο «εμείς». Δεν έχει πρότυπα. Του προσφέρεται μια ανάπηρη πολιτική παιδεία και αποκτά μια τραυματική εμπειρία από την επαφή που έχει με την πολιτεία. Ο απλός πολίτης καθη­μερινά πείθεται ότι ο πλούτος δεν αποκτιέται με μόχθο και τιμιότητα αλλά με την ποταπότητα. Όταν στελέχη κρατικών οργανισμών ή άνθρωποι της εξουσίας, πολύ ψηλά ιστάμενοι —όχι όμως απαραιτήτως ηθικά ιστάμενοι υψηλά- είναι ένοχοι στη συνείδηση του λαού για απά­τες, γιατί, άραγε, αυτή η συνείδηση δε θα μολυνθεί και δε θ’ αναισθητοποιηθεί; Εφόσον άνθρωποι, που λόγω αξιωμάτων θα’ πρεπε να «πονοκεφαλιάζουν» για το συμ­φέρον του κοινωνικού συνόλου, «πονοκεφαλιάζουν» για να βρουν φόρμουλες να κατακλέψουν το δημόσιο ή για να βρουν τρόπους για να ξεφύγουν από την αρπάγη του νόμου, δε θα ‘πρεπε να υπάρχει —αν όχι απαίτηση— του­λάχιστον η αυταπάτη πως ο λαός δε θα διαβρωθεί.

Κι ακόμη όταν διαπιστώνεται πως οι ανώτεροι υπό­σχονται στους κατώτερους το «εμείς» και πράττουν το «εγώ», τότε δύο τινά συμβαίνουν: ή εξεγείρονται οι εξα­πατημένοι, αναζητώντας το δίκιο τους ή συνηθίζουν στην ιδέα της διαφθοράς και η συνείδηση τους μαλθακοποιείται. Το τελευταίο είναι μια γνωστή τακτική των διε­φθαρμένων συστημάτων εξουσίας. Βέβαια κρατούνται κάποια προσχήματα: πρώτα αποκαλύπτονται ή ανακα­λύπτονται κάποιες ατασθαλίες κι αν υπάρξει αντίδραση «ξεσκεπάζεται» έως ένα σημείο ασφαλείας «όλη» η δια­φθορά. Έτσι το αίσθημα δικαιοσύνης «ικανοποιείται», αλλ’ ο λαός αηδιασμένος διαφοροποιείται και ένα τμήμα του αδιαφορεί για τα κοινά κι ένα άλλο -ευτυχώς όχι πάντοτε μεγάλο— σπεύδει να συμμετάσχει στη διαφθορά για να «μη μείνει πίσω».

Λείπει, σίγουρα, από το λαό μας το αίσθημα της κοι­νωνικής ευθύνης. Γιατί ακούει κηρύγματα περί αλληλεγ­γύης και κοινωνικής προσφοράς αλλά δε βλέπει όλα αυτά να τα μετουσιώνουν σε πράξεις οι κήρυκες τους.Δεν εμπνέεται από πουθενά να περιορίσει τις εγωιστικές ορμές του, να συνδεθεί με τους άλλους. Έχει —δικαιολο­γημένα— καταληφθεί από την έμμονη ιδέα πως σε βάρος του παίζεται ένα βρώμικο παιχνίδι και ότι αυτός τελικά θα πληρώσει τα «σπασμένα». Έτσι προσπαθεί κι αυτός να ξεγελάσει, για να μην τον ξεγελάσουν. Δεν ικανοποι­είται με την ιδέα ότι «όλα εδώ πληρώνονται». Ξέρει πως πολλοί πληρώνουν και λίγοι καρπώνονται. Έχει χάσει την εμπιστοσύνη του ακόμη και στη Δικαιοσύνη.

Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το κύμα του ατομικιστι­κού ωφελισμού θα σαρώσει αξίες, πρότυπα, ιδανικά; θα ήταν βέβαια εφιαλτικό. Όμως το να κοιτάμε κατάματα την αλήθεια κάπου ωφελεί. Ίσως η πιο ευγενική και εν­διαφέρουσα επιδίωξη θα ήταν να μην παλέψει κανείς μόνος αλλά στην πάλη του να ζητήσει συμπαραστάτες. Ένα «εγώ» δεν αρκεί για να φέρει μια πνοή ηθικής· χρειάζεται το «εμείς» που εκφράζει ένα ευρύτερο όλο. Και σε κάθε περίπτωση το όλο αποτελεί κάτι περισσό­τερο από το άθροισμα των μερών του.

Η χρησιμοποίηση του α’ πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας είναι φόρος τιμής στην κοινωνική συμβίωση. Παράλληλα, είναι και δυναμική απάντηση στο αίτημα της εποχής μας για συσπείρωση μπροστά στις δυνάμεις που αλλοιώνουν, λιώνουν και αλλοτριώνουν τις ψυχές μας. Η αποβολή του στενού εγωιστικού πνεύματος θα συντελέσει στη δημιουργία πυρήνων αντίστασης, στην ανάσχεση του καλλιεργούμενου μίσους ανάμεσα στους πολίτες, στη συνεχώς εξαπλούμενη απάθεια για τα κοι­νά. Η φυγή από τη μοναξιά του «εγώ» προς την κατεύ­θυνση του «εμείς» είναι επιτακτική ειδικά για το λαό μας, που η οξειδωμένη ιστορική του μνήμη δεν τον βοη­θάει να θυμηθεί ότι μπορεί το έργο της συνένωσης να εί­ναι δύσκολο, τα αποτελέσματά της όμως είναι διαρκέ­στερα και θαυμαστότερα.

Ο Μακρυγιάννης συνεχίζοντας την «πολιτική γραμ­ματική» του λέει παρακάτω: «Και εις το εξής να μάθωμεν γνώσιν, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωρίον, να ζήσωμεν όλοι μαζί». Κάπως διαφορετικά ο Τσώρτσιλ είχε πει: ή θα σωθούμε όλοι μαζί ή θα χαθούμε όλοι μαζί. Για τους Έλληνες περιθώρια άλλων επιλογών δεν υπάρχουν: για να επιβιώσουν πρέπει να συμβιώσουν. Να κάνουν «χω­ριό» που θα τους ενώνει κι όχι να τους χωρίζει. Προϋ­πόθεση γι’ αυτό είναι να «μάθωμεν γνώσιν». Η λέξη «γνώση» εδώ λειτουργεί συντακτικά σαν εσωτερικό αντι­κείμενο. Κι εμείς σαν «εξωτερικό» υποκείμενο, μέσω αυ­τής της γνώσης, να ενεργούμε προς την κατεύθυνση μιας ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Ο Έλληνας μπορεί να μαθαίνει αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως αποκτά γνώση· μπο­ρεί να κατέχει γνώσεις αλλ’ όχι και γνώση. Ίσως σε κά­ποια τάξη να έμαθε την απειροστική λογική μα του λεί­πει η απλή λογική. Η σύγχρονη παιδεία δεν τον βοηθά να σχηματίσει προσωπικότητα.

Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει το «impersonalyou» (=το απρόσωπο εσύ). Ίσως —όχι βέβαια στην ελληνική γραμματική— όμως στην κοινωνιολογική γλώσσα πρέπει, ειδικά για τον Νεοέλληνα, να χρησιμοποιηθεί ένα «α­πρόσωπο εγώ». Μπορεί η προκατασκευασμένη γνώση να προσφέρεται σε τεράστιες ποσότητες αλλά αυτή συμβάλ­λει στη δημιουργία προκατασκευασμένων προσωπικοτή­των. Δεν είναι προσωπικότητες που προκύπτουν από το «γνώθι σαυτόν». Όταν δεν γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του δημιουργεί ένα ανάπηρο «εγώ». Και λόγω αναπηρίας τα «εγώ» δεν μπορούν ν’ απαρτίσουν ένα εύ­ρωστο «εμείς». Χρειαζόμαστε, λοιπόν, το «ένδον σκά­πτε», για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε κάτι κα­λύτερο μέσα από μια κοινωνία προσώπων κι όχι «προσω­πικοτήτων»..

πηγή: http://www.sarantoskargakos.gr/