Σελίδες

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Η Πόλις Εάλω! - Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία ζουν!




Πέρασαν 565 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαΐου 1453. Την ημέρα που ακούστηκε το "Εάλω η Πόλις" και η Βασιλεύουσα, η «Πόλη των Αγίων», η «Θεοσκέπαστη», η «Πόλη του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης» έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.



Από τότε αναφερόμαστε σε αυτήν την ημερομηνία με θρήνο και οδυρμό. Η άλωση της Πόλης κατέλαβε στη συνείδηση όλως των Ελλήνων την πιο κεντρική θέση σαν η μεγαλύτερη εθνική απώλεια.

Η Τρίτη της 29ης Μαΐου 1453 είναι αποφράς ημέρα και όταν σήμερα επισκεπτόμαστε την Κωνσταντινούπολη, την Πόλη όπως την αποκαλούμε εμείς οι Έλληνες, με αβάσταχτη μελαγχολία θυμόμαστε ότι «κάποτε ήταν δικά μας».

Όταν ο Μωάμεθ ο Β’ με ισχυρό στράτευμα (πεζούς, ιππικό, πυροβολικό και ναυτικό) άρχισε, στις 6 Απριλίου 1453, να πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη, το βυζαντινό κράτος ήταν σκιά του εαυτού του, μικρότερο και ασθενέστερο παρά ποτέ. Ουσιαστικά ολόκληρο το κράτος ήταν η πόλη και ο πληθυσμός της, αλλά και αυτός αποδεκατισμένος από τις επιδρομές και τις επιδημίες.

Αλλά επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ και γενικότερα την εποχή των Παλαιολόγων το κράτος της Κωνσταντινούπολης ήταν ελληνικό, πιο ελληνικό από ποτέ!

Το χρονικό της Άλωσης

Στις 28 Μαΐου 1453, μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα... Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας…

«Σώσον Κύριε τον λαόν σου…» έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων…

Η Βασιλεύουσα θρηνούσε βλέποντας το τέλος να έρχεται.

«Συγχώρεσέ με Κύριε», ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. «Συγχώρεσέ με …και δώσε μου ανδρείο τέλος».

Πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, μεταλάμβανε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χρηστού, ζητώντας συγχώρεση.

«Σαν να μην ήθελε να ξημερώσει η μέρα»

Εκείνο το πρωί, σαν να μην ήθελε ο ήλιος να φανεί, σαν να φοβόταν ακόμα και η μέρα.

Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι άπιστοι ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε.

Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι γενίτσαροι, τα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία οι Τούρκοι…

Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών…

Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει την πρώτη επίθεση με επιτυχία!

«Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν", φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς. Οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα της Πόλης πλατάγισαν προς στιγμήν! Η χαρά όμως δεν κράτησε πολύ…

Οι εχθροί ήταν ασταμάτητοι. Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων, χτυπώντας στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου!

"Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω"!

Η Πόλη είχε πέσει πια στα χέρια των Οθωμανών.

Ο Κωνσταντίνος γύρισε το κεφάλι του. Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες!

«Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε έναν ακόμη Γενίτσαρο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων!

Πεντακόσια εξήντα χρόνια μετά, το Γένος είναι ακόμα ζωντανό, αλλά η Κωνσταντινούπολη και η Αγιά Σοφιά παραμένουν σε ξένα χέρια.

Σήμερα τιμούμε τους πεσόντες κατά την πολιορκία και κατά την Άλωση, διαβάζουμε τους θρήνους και τους θρύλους και διδασκόμαστε. Αυτή είναι άλλωστε η αξία της ιστορικής μνήμης.

Απάντηση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ Β’ λίγο πριν από την πτώση της Βασιλεύουσας

Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι…

Πρωτότυπο κείμενο (ακολουθεί η απόδοση στη Ν. Ελληνική):

Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι· καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ’ ἡμῖν νῦν· τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ’ ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤ

ἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;»

Ὁ βασιλεὺς δ’ ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ· «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα· καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ’ ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Απόδοση:

(Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ’ όλη τη γη;» Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της· γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».