ΟΙ ΚΡΥΦΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ του Ιωάννη Δαμβέργη
Την 9ην ώραν της πρωίας τουρκιστί, δηλαδή περί την τρίτην μετά το μεσονύκτιον, σπάνιοί τινες διαβάται, οι τελευταίοι απομείναντες εις την εκκλησίαν του Αγίου Μηνά κατά την λειτουργίαν της πρώτης Αναστάσεως, επέστρεφαν σπεύδοντες εις τας οικίας των. Μετ' ολίγον ούτε εν βήμα αντήχει εις τον δρόμον, σιγή δε νεκρική εβασίλευε καθ' όλην την τουρκικήν συνοικίαν. Έξαφνα η θύρα της αυλής μεγάλης τινός οικίας ηνοίχθη χωρίς κρότον και εφάνη προκύψασα κεφαλή ανθρώπου.
Η κεφαλή εστράφη δεξιά και αριστερά, ως να εξήταζε μετά προσοχής εις το μέσον του σκότους, έπειτα άπεσύρθη και άνεφάνη πάλιν δια να επαναλάβη την εξέτασιν.
- Ελάτε, δεν είναι κανείς, ηκούσθη χαμηλή φωνή.
Ψιθυρισμός ελαφρός ηκολούθησε, και τρία σώματα, σκιαί μάλλον, η μία μεγάλη, αι άλλαι μικρότεραι, εξήλθον εις τον δρόμον. Αλλά παρευθύς βήματα αντήχησαν, κατ' αρχάς μόλις ακουόμενα, έπειτα δε βαρέα και πλησιάζοντα. Αι τρεις σκιαί απεσύρθησαν αμέσως εντός της αυλής, και η θύρα επανεκλείσθη. Ότε ο διαβάτης επέρασε και έσβησεν ο κρότος των βημάτων του, προέκυψεν εκ νέου η κεφαλή εκ της ημιανοιχθείσης θύρας, εστράφη, εξήτασε, και τα τρία πρόσωπα εξήλθον πάλιν.
- Πάμε γρήγορα, εψιθύρισεν ο υψηλός ανήρ‡ πάμε γρήγορα. Αργήσαμε πολύ, και θα μας περιμένη... Βάλε καλύτερα το γιασμάκι σου, Ελιφέτ-Ρεσσίτ, δώσε μου το χέρι σου !
Και οι τρεις εβυθίσθησαν εις το σκότος του μικρού δρόμου και επροχώρουν σιωπηλοί, αλλά μόλις έστρεψαν αυτόν, ευρέθησαν προ γραίας γυναικός, κρατούσης εις την χείρα λαμπάδα αναμμένην. Εβάδιζεν αύτη μετά κόπου ένεκα της ηλικίας της, εσύρετο σχεδόν, δια να φέρη εις το σπίτι της το «άγιον φως», που είχεν ανάψει εις την εκκλησίαν. Εις την θέαν του φωτός και οι τρεις έστρεψαν την κεφαλήν προς το αντίθετον μέρος, δια να μη αναγνωρισθούν. Αλλά ματαίωςΩ η γραία ύψωσεν ολίγου το φως, και εφώτισεν αυτούς περισσότερον δια των ακτίνων του και των βλεμμάτων της. Ο δρόμος ήτο στενός. Τα πλατιά ενδύματα της Ελιφέτ, μετατοπίζοντα τον αέρα, παρ' ολίγον εις το σκότος να σβήσουν την φλόγα της λαμπάδος.
- Πολλά τα έτη σας, Μεχμέτ μπέη, είπεν η γραία χαιρετίζουσα.
- Καλημέρα, κερά, απήντησεν εκείνος‡ και του χρόνου. Και επροχώρησε μετά της συνοδείας του. Η γραία στραφείσα τότε τους παρηκολούθησεν επ' ολίγον δια του βλέμματος, όταν δε τους έχασεν εις το σκότος είπε μέσα της :
- Τέτοια ώρα ο Μεχμέτ μπέης με μια χανούμ και το γυιό του... Που να πηγαίνουμε ; Χριστέ μου, μέρα που' ναι, δε ρίχνεις μια φωτιά να τον κάψης, να γλυτώσουν από ένα κακό σκύλο οι Χριστιανοί ;
Εις σκότος ήτο βυθισμένος και ο ναός του Αγίου Μηνά. Προ μικρού χιλιάδες κηρίων κατεφώτιζον αυτόνΩ προ μικρού πλήθη ευσεβών συνωθούντο και εις τας αυλάς του ακόμη, προ μικρού χαρμόσυνοι ψαλμωδίαι αντήχουυ υπό τους θόλους του και το «Χριστός Ανέστη» από στόματος εις στόμα μετεδίδετο ως ο γλυκύτατος των ασπασμών. Τώρα απέμεινε μόνον το ανάμικτον άρωμα των λιβανωτών και των κηρίων, γεμίζον την ατμόσφαιραν, η προ της επαργύρου εικόνος της Παναγίας κανδήλα, αύτή μόνον διατηρούσα το αμυδρόν φως της, και σιγή, σιγή πανταχού...
Δύο κτύποι ακούονται αίφνης εις την εσωτερικήν θύραν, εξ ενός παρ' αυτήν στασιδίου εγείρεταί τις καθήμενος, αναμένων, και σπεύδει με βήμα ασταθές, υποτρέμων, ν' ανοίξη. Ήτο ο ιερεύς. Εισέρχεται εις, κλίνει το σώμα και ασπάζεται την δεξιάν του. Εισέρχεται άλλος, εισέρχεται τρίτος και επαναλαμβάνουν τα αυτά. Έπειτα η θύρα κλείεται οι δε εισελθόντες, προπορευομένου του ιερέως, πλησιάζουν αθορύβως προ του τέμπλου και γονατίζουν, κάμνοντες το σημείον του σταυρού.
Ο ιερεύς Γρηγόριος, γέρων σεβάσμιος, με μακράν ολόλευκον γενειάδα, εισέρχεται δια της πλαγίας θύρας εις το Ιερόν, ανοίγει την Ωραίαν Πύλην και αποτεινόμενος προς τον μικρότερον των γονυπετούντων :
- Ελα, παιδί μου, εδώ να με βοηθήσης. Και παραδίδει εις τας τρεμούσας εκ συγκινήσεως χείρας του σπεύσαντος δεκαετούς μικρού παιδίου μικράν λαμπάδα, αφού ήναψεν αυτήν εκ του ακοιμήτου φωτός, που φυλάσσεται επί του ιερού θυσιαστηρίου. Επειτα, μετά τινας στιγμάς, φορέσας το χρυσοπράσινον αυτού πετραχήλιον και λαβών δια της αριστεράς το λιθοκόλλητον δισκοπότηρον της Αγίας Κοινωνίας επλησίασε προς την Ωραίαν Πύλην ψιθυρίζων ευχάς τινας με χαμηλήν φωνήν. Προ αυτής εστέκετο ο λαμπαδοφόρος παις με συμπαθή ωραίαν όψιν, ωχρός, συγκινημένος, μη τολμών να υψώση προς τον ιερέα τα όμματα.
- Πλησιάσατε, είπεν ο ιερεύς προς τους άλλους δύο.
Εν πρώτοις επλησίασε γυνή, τριάντα έως τριανταπέντε ετών. Το φως της λαμπάδος έπιπτεν όλον επί της μορφής της, της οποίας η άπταιστος κανονικότης και η ερασμία αυστηρότης παρουσίαζον τέλειον τύπον βυζαντινής αγιογραφίας. Ήτο επίσης ωχρά και βαθέως συγκινημένη. Εχρειάσθη να την στηρίξη δια της χειρός ο πλησίον ιστάμενος, δια να μη πέση, αναβαίνουσα τας βαθμίδας, που την εχώριζον από του ιερέως. Οι μεγάλοι μαύροι οφθαλμοί της ήσαν δακρυσμένοι.
- «Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού Μαρία, εις το ονομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Ταύτα απήγγειλε βραδέως και μετ' εξαιρετικής επισημότητος ο ιερεύς, πλησιάζων προς το στόμα της την θείαν μετάληψιν. Δύο μεγάλα δάκρυα εφάνησαν επί των οφθαλμών και εκυλίσθησαν εις τας παρειάς της μεταλαβούσης.
- Μνήσθητί μου, Κύριε, είπεν μετά συντριβής, κάμνουσα το σημείον του σταυρού και οπισθοχωρούσα. Επειτα, εις εν νεύμα του ιερέως, έλαβε την λαμπάδα εκ της χειρός του παιδός, δια να πλησιάση και ούτος.
- Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Νικόλαος, επανέλαβει ο ιερεύς, περιβάλλων τον παίδα δια φιλοστόργου βλέμματος. Ήλθε και η σειρά του ανδρός. Ανέβη και ούτος με θάρρος την άνω τέραν προς το ιερόν βαθμίδα και επλησίασεν. Αι ακτίνες της λαμπάδος τρέμουν, διότι τρέμει και η χείρ της κρατούσης αυτήν Μαρίας. Προ του «σώματος και του αίματος» η αυστηρά και επιβλητική όψις του καθίσταται ήμερος και συμπαθής, ως μορφή μάρτυρος, το δε κινούμενον φως δίδει ανέκφραστόν τινα γλυκύτητα εις τους συγκινημένους χαρακτήρας του προσώπου του, εις τους ακτινοβολούντας εκ χαράς οφθαλμούς του.
- «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μιχαήλ, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», επανέλαβε δια τρίτην φοράν μετ' επιταθείσης εις το έπακρον συγκινήσεως ο ιερεύς και εδάκρυσε και ούτος.
Αμήν, είπε δια βραχνής φωνής ο μεταλαβών.
Όταν μετά τινα λεπτά αι τρεις σκιαί, διασχίζουσαι το επίκρατούν έτι σκότος εις τας στενωπούς του Ηρακλείου, επέστρεφαν βιαστικαί εις την οικίαν των, γραίά τις δεν έτυχεν εις τον δρόμον, δια να τους αναγνωρίση με την βοήθειαν του κηρίου της Αναστάσεως. Αν ευρίσκετο και έβλεπε τον Μεχμέτ μπέην, την σύζυγόν του Ελιφέτ και τον υιόν του Ρεσσίτ, θα τους κατηράτο και αύτη «να ρίξη μια φωτιά και να τους κάψη ο Χριστός ημέρα που' ναι, για να γλυτώσουν από ένα κακό σκύλο οι Χριστιανοί». Διότι ο Μεχμέτ έχαιρε φήμην σκληρού και τυραννικού μπέη, μόνος δε ο παπά - Γρηγόρης εγνώριζε ποίους θησαυρούς πίστεως, αγάπης και αυταπαρνήσεως περιείχον αι καρδίαι του Μανουήλ, της Μαρίας και του υιού των, οι οποίοι, κακοί εις το φανερόν Τούρκοι, εξήσκουν κρυφά στα της σεβασμίας χειρός του πάσαν χριστιανικήν αρετήν, θύματα και αυτοί δυστυχισμένα της κατακτήσεως και της βίας, διατηρούντα άσβεστον, αλλά μυστικήν, εις τας ψυχάς των την ιεράν παράδοσιν της πίστεως, πτωχοί μάρτυρες, φέροντες αντί βαρέος σταυρού ελαφρόν σαρίκιον, αλλά το οποίον μόνον μετά της κεφαλής των ήτο δυνατόν ν' αποσπασθή.
Ματαίως θα κτυπήσετε τώρα την θύραν του μεγάλου κονακίου. Κανείς δεν θα σάς ανοίξη. Αι σκλάβαι και οι υπηρετ όλοι εστάλησαν από χθες εις το μακράν της πόλεως κείμενον μετόχι του Μεχμέτ - μπέη, όπου θα επήγαιναν την επαύριον και οι κύριοί των. Εμειναν ούτοι μόνοι εις το κονάκι, αλλά ματαίως θα κρούσετε. Κανείς δεν θα σάς ανοίξη, διότι κανείς δεν θα σάς ακούση. Ο Μεχμέτ, η Ελιφέτ και ο μικρός Ρεσσίτ δεν είναι εδώ. Το κονάκι κατάκλειστον, κατασκότεινον. Μόνον εις το υπογειον ηδύνατο κανείς να εύρη ανθρώπους, αλλά δεν είναι ούτοι γνωστοί εις κανένα. Είναι τρεις πτωχοί χριστιανοί, προσευχόμενοι προ της εικόνος του Εσταυρωμένου. Ο τρίτος, ο υιος, στέκεται πλησίον μικράς τραπέζης, επί της οποίας κάνιστρον γεμάτον κόκκινα αυγά, και αναγιγνώσκει εις χρυσόδετον βιβλίον με χαμηλήν φωνήν :
«Ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη, τη μια των Σαββάτων, και των θυρών κεκλεισμένων, όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς‡ Ειρήνη υμίν».
Και οι ακούοντες προσθέτουν μετά συντριβής :
- Κύριε, ελέησον...
To Πάσχα του Μεχμέτ Μπέη (ή ο κρυφός Χριστιανός).
Μία συγκλονιστική ιστορία από το Αναγνωστικό της Στ' Δημοτικού του 1947.
ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΔΑΜΒΕΡΓΗΣ (1862-1938)
Ο Ιωάννης Δαμβέργης του Μιλτιάδη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σε παιδική ηλικία και ενώ μαινόταν η κρητική επανάσταση κατέφυγε με την οικογένειά του στη Σμύρνη, όπου μαθήτευσε στην Ευαγγελική Σχολή. Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τις εκδόσεις περιοδικών και εφημερίδων. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Εβδομάς την περίοδο 1887-1892 και της Εφημερίδας των συζητήσεων, ενώ από το 1902 ως το 1916 ανέλαβε την έκδοση και διανομή του ακραίου εθνικιστικού φυλλαδίου Πάτρια. Αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική ως μέλος της κρητικής αντιπροσωπείας και της τελευταίας απελευθερωτικής επιτροπής των Κρητών, θέσεις από τις οποίες ενίσχυσε τον αγώνα των κρητικών για ανεξαρτησία, ενώ υπήρξε επίσης διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθέριου Βενιζέλου, γενικός γραμματέας της οργανωτικής επιτροπής για τον εορτασμό της εθνικής εκατονταετηρίδας το 1931, και οργανωτικό μέλος του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του λόρδου Byron. Ως υποστηρικτής της βενιζελικής παράταξης συνελήφθη το Νοέμβρη του 1916 και φυλακίστηκε ως το Γενάρη του επόμενου χρόνου επί εσχάτη προδοσία. Ιδρυτής του σωματείου Αδελφότητα Αγάπης Ακριτών και συνεργάτης της νεοϋορκέζικης ελληνόφωνης εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ, ο Ιωάννης Δαμβέργης υπήρξε επίσης γενικός γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου κατά τα πρώτα έτη της λειτουργίας του, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του και ιδρυτής επιστημονικών οργανώσεων όπως της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών και της Εταιρείας Κρητικών Μελετών. Πέθανε στην Αθήνα. Το πεζογραφικό έργο του Ιωάννη Δαμβέργη τοποθετείται χρονικά στη λογοτεχνική γενιά του 1880, η δράση της οποίας σημαδεύτηκε από το γλωσσικό ζήτημα. Ο Δαμβέργης ανήκε στη συντηρητική γλωσσική παράταξη και για τη συλλογή του Οι Κρήτες μου υιοθέτησε μια μικτή έκφραση (καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη, δημοτική στους λαϊκούς διαλόγους), η οποία ανταποκρινόταν στο σαφή πατριωτικό προσανατολισμό της αφηγηματογραφίας του με συχνές αναφορές στο ένδοξο παρελθόν του έθνους. Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Επεισόδια της ζωής πλησιάζει περισσότερο το χρονογράφημα παρά τη λογοτεχνική γραφή.
http://www.egolpion.com
http://agioritis.pblogs.gr
https://fdathanasiou.wordpress.com (στη δημοτική)