Σελίδες

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης περιμένοντας τον θάνατο


Είπε κάποτε ο όσιος Γεώργιος: «Είναι θέλημα Θεού να φύγω. Η αμαρτία προχώρησε πολύ. Μέσα στην αμαρτία κυλιέται ο κόσμος και δεν το καταλαβαίνει. Αυτά με κουράζουν, δεν αντέχω.

Λυπάμαι μόνο τον κήπο μου, που τα δένδρα μου δεν πρόλαβαν να δυναμώσουν και με τον πρώτο άνεμο θα λυγίσουν… Τα πρόβατά μου θα σκορπίσουν… θα έλθουν όμως άλλα… Μη στενοχωριέσθε. Όλοι θα φύγουμε από αυτή τη ζωή. Είμαστε περαστικοί από εδώ. Εδώ ήλθαμε να δείξουμε τα έργα μας και να φύγουμε…».
Στο τέλος του μυστηρίου του θείου και ιερού Ευχελαίου της Μεγάλης Τετάρτης του 1959, ο όσιος Γέροντας απευθυνόμενος στον εαυτό του μονολόγησε: «Γέροντα, τελευταίο Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης»· και τούτο το άκουσαν αρκετοί από το εκκλησίασμα.
Μία πρεσβυτέρα, τον μήνα Μάιο, πριν φύγει για την Αθήνα, πήγε να πάρει την ευλογία του οσίου Γέροντος, που τον είχε και νονό. Μόλις την αντίκρυσε, την αγκάλιασε και δάκρυσε. Εκείνη σαστισμένη του είπε: «Μα, νονέ, μη κάνεις έτσι, δεν θα φύγω για πάντα, θα πάω λίγο στην Αθήνα και μετά πάλι θα γυρίσω». «Όχι, παιδί μου, άλλο δεν θα ανταμώσουμε, αυτό είναι το τελευταίο…».
Άλλη ημέρα, που ήταν αρκετοί συναγμένοι στο κελλί του, απευθυνόταν στον καθένα και με αγάπη και κατανόηση του μιλούσε ανάλογα. Πήγε κι ένας πατέρας να τον χαιρετήσει. Ο όσιος τον αγκάλιασε και τον ασπάσθηκε ευχόμενος: «Πέτρα να πιάνεις, ψωμί να γίνεται, χώμα να πιάνεις, χρυσό να γίνεται…» κι έκλαιγε. «Γέροντα, γιατί κλαις;» τον ρώτησε. «Θα αποχωριστώ τα παιδιά μου…» ψιθύρισε και πάλι σίγησε. Ο πατέρας τον ρώτησε: «Να, Γέροντα, μια δουλειά ψάχνουμε για την κόρη μου». Ο όσιος είπε στην κόρη: «Και τόση δα στενοχώρια να έχεις, θα παρακαλάς τον Άγιο Μηνά… Τη μάνα σου και τον πατέρα σου θα τους κοιτάξεις; Η δουλειά σου είναι εδώ και σε περιμένει…» Πράγματι όπως τα είπε έτσι καλά ήλθαν, αλλά μετά από υπομονή και καθυστέρηση.
Ένας ιερεύς, όταν ήταν να δώσει εξετάσεις, πήγε να συμβουλευθεί τον όσιο Γέροντα στο μοναστήρι. Εκείνος τον ρώτησε: «Διάβασες;» «Ας πούμε ότι διάβασα». «Από εδώ που θα κατεβείς στη Δράμα, θα πας στον παπα-Σταύρο και θα του πεις να κάνει μία παράκληση στον Άγιο Μηνά και να σου διαβάσει και μία ευχή. Μετά πήγαινε να δώσεις εξετάσεις. Θα στενοχωρεθείς λιγάκι, αλλά θα περάσεις». Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, δεν πέρασε. Μετά από λίγο καιρό όμως η εφημερίδα έγραφε το εξής: «Τα τέκνα απόρων πολυτέκνων εισάγονται καθ’ υπέρβασιν εις τας Παιδαγωγικάς Ακαδημίας εφ’ όσον έχουν συμπληρώσει την βάσιν κατά τας εισαγωγικάς εξετάσεις». Έτσι πέρασε στους επιλαχόντες, όπως του είχε προείπει ο όσιος.
Όταν συνάντησε πάλι τον όσιο, ήταν άρρωστος και του είπε: «Εγώ, παιδί μου, φέτος τον χειμώνα δεν τον βγάζω». «Γέροντα, άνθρωποι είμαστε, αρρωσταίνουμε και μετά γινόμαστε καλά». Άλλο λόγο δεν είπε, αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσε από το στόμα του· «εγώ φέτος τον χειμώνα δεν τον βγάζω». Μετά από λίγο καιρό του είχε στείλει μία επιστολή. Του απάντησε ο μπαρμπα-Θανάσης Βογατίνης. Η επιστολή είχε ημερομηνία 1.11.1959 ημέρα Κυριακή. Σ’ εκείνον έφθασε στις 4 Νοεμβρίου, την ημέρα που εκοιμήθη ο όσιος. Την έλαβε και τη διάβασε και στενοχωρήθηκε για το περιεχόμενό της:
«Αγαπητέ Χαράλαμπε, χαίρε εν Κυρίω! Ήργησα να πηγαίνω στον Γέροντα, περίπου είκοσι ημέρες και τώρα που πήγα, έλαβα όλα τα γράμματα, για να απαντήσω, μαζί και το δικό σου. Λοιπόν είναι πολύ άρρωστος και περιμένει τον θάνατό του. Λέει, να με κρατήσετε τρεις ημέρες, τα βιβλία μου θα τα βάλετε στον μικρό μανδύα, χωρίς κάσα, μοναχικός τάφος, και να ειδοποιήσετε όλους για προσκύνηση. Κλαίει και τραγουδεί και λέει πότε θα έρθη εκείνη η ευλογημένη ώρα. Προχθές Παρασκευή έκαναν Θεία Λειτουργία τρεις ιερείς. Αυτός, εκεί που δεν μπορούσε, τη νύχτα σηκώθηκε, ετοίμασε την Προσκομιδή και το πρωί τα βρήκαν όλα έτοιμα και εθαύμασαν. Έκαμε και την Μεγάλη Είσοδο. Εύχομαι όπως κατά το διάστημα αυτό της χρονιάς να σε βοηθήση ο Θεός να φέρης καρπούς καλούς, διότι, όπως λέει ο Γέροντας, εφύτευσα φυτώρια και καρπούς δεν απήλαυσα. Μετ’ ευχών του Γέροντος και ημών σε χαιρετώ».
Το ίδιο βράδυ, που έλαβε την επιστολή, είδε τον όσιο Γέροντα στον ύπνο του, να είναι στο μνήμα του ζωντανός και να τον αγκαλιάζει. Ξύπνησε με δάκρυα στα μάτια. Ο όσιος είχε πει: «Να παρακολουθήσετε τα κυπαρίσσια, αν δεν προσκυνήσουν να μη με θάψετε». Είχε φυλαγμένο ένα τόπι άσπρο ύφασμα, και είχε παραγγείλει στη μάνα Αργυρώ: «Να το κάνεις μαντήλες, να τις δώσεις στις γυναίκες. Την ημέρα της κηδείας οι γυναίκες να φορούν άσπρες μαντήλες…».
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 310.


Πηγή
https://paraklisi.blogspot.com