Σελίδες

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

ΠΙΣΩ ΜΑΣ ΣΤΕΚΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΥ HANS KILLIAN. ΤΟ ΘΑΥΜΑ


ΤΙ είναι ή βασιλεία τον θεού; Τό νά συγχωρούμε ό Ενας τον άλλον, οπως συγχωρεί ο Θεός κι εμάς. Τό νά αγαπάμε ό ένας τον άλλον, όπως αγαπά κι εμάς ο Θεός. Όταν έχουμε μέσα μας την Αγάπη, τι μεγαλύτερη ευτυχία μπορεί νά υπάρξη ;

Μιά μέρα είχα νά κάνω έπίσκεψι στό όρθοπεδικό τμήμα τής Κλινικής μας. 'Ο διάσημος ορθοπεδικός μας είχε φύγει ξαφνικά. Βαθιά πικραμένος μας αποχαιρέτησε, κι’ έτσι μου προστεθεί στις συνήθεις μου ασχολίες καί ή διεύθυνσις του ορθοπεδικού τμήματος.
Στήν έπίσκεψι πρόσεξα μιά καινούργια άρρωστη. Ηταν μιά σαραντάχρονη χωρική άπό τόν Μέλανα Δρυμό, πού έμενε κατάκοιτη.

Τό δυνατό, κάπως σκληρό της πρόσωπο, τά τεντωμένα της μαλλιά, χτενισμένα πρός τά πίσω, πού άρχισαν νά γίνωνται γκρίζα, έδειχναν πώς ήταν άπ’ τις χωρικές πού βλέπει κανείς στά ψηλότερα μέρη του Μέλανος Δρυμού. Οχτώ χρόνια τώρα, έλεγε το χαρτί του γιατρού πού μας τήν έστελνε, ήταν ή γυναίκα παράλυτη κι άπ’ τά δυό της πόδια κι’ έμενε κατάκοιτη. Το ιστορικό άνέφερε ένα μικρό άτύχημα, πού της είχε συμβή λίγο πριν μείνη παράλυτη.

Τήν έξήτασα έπιπόλαια στήν άρχή. Στά γυμνά της πόδια δέν υπήρχε τίποτε τό μή φυσιολογικό, έκτός άπό μιά ώρισμένη άτροφία των μυών, πού τήν δικαιολογούσε τελείως ή μακρόχρονη άκινησία. Πιό άσχημα φαίνονταν τά άκρα των ποδιών της. Αύτή ή παθολογική κατάστασις παρουσιάζεται, όταν τά πόδια γιά πολύν καιρό κρατιώνται τεντωμένα. Καταλήγει σέ μιά πολύ μεγάλη σμίκρυνσι του γαστροκνημίου μέ τόν άχίλλειο τένοντα. Σέ μιά τέτοια περίπτωσι τό πόδι δέν μπορεί πιά νά σηκωθή, γιατί οί άνάλογοι μύες έχουν έκφυλισθή καί ό γαστροκνήμιος έχει βραχυνθή. "Αρρωστοι μέ αυτήν τήν πάθησι δέν μπορούν πιά νά βαδίσουν καί όταν το προσπαθήσουν περπατούν στά δάκτυλα.
Κάπως έκπληκτος έξήτασα καλύτερα τήν γυναίκα. ’Αλλά δέν μπορούσα νά διαπιστώσω καί πάλι καμμιά άπώλεια ούτε καί βλάβη της αισθητικότητας του δέρματος ή μια παράλυση των νεύρων. Καί στήν άκτινογραφία δέν υπήρχε ούτε τραυματισμός του κρανίου μέ έπίδρασι στό μυαλό, ούτε καμιά μεταβολή στήν σπονδυλική στήλη καί στον νωτιαίο μυελό.

"Ολα αύτά φαίνονταν πολύ παράξενα. 'Η κατάστασις του άκρου ποδός βασικά μπορούσε νά έξηγηθή. Ήταν δυνατόν νά έχη δημιουργηθή μέ τήν μακροχρόνια κατάκλισι. Γιατί, όταν είναι κανείς ξαπλωμένος, τό πόδι άπό μόνο του παίρνει μιά θέσι έκτάσεως, οι μύες της γαστροκνήμης μάς κονταίνουν καί τεντώνονται άντίστοιχα οί μύες πού άνασηκώνουν τό πόδι. Πάντα συμβαίνει αύτό τό πράγμα. Ό καθένας μπορεί νά τό παρατηρήση στόν έαυτό του. Σ’ αύτά προστίθεται ή πίεσις των σκεπασμάτων καί των παπλωμάτων, πού υποβοηθούν στό νά μένη τεντωμένο τό πόδι.


Τελείως όμως ανεξήγητη μου ήταν ή παράλυσις. Γιατί λοιπόν έμενε ή γυναίκα όχτώ χρόνια άκίνητη στό κρεββάτι, έφ’ 'όσον οί άκτινογραφίες, πού είχε φέρει μαζί της καί εκείνες πού της πήραμε εμείς δέν έδειχναν κάταγμα κανένα, ούτε στά πόδια, ούτε στήν σπονδυλική στήλη, ούτε στή λεκάνη ;
Ή ιατρική γνωρίζει πολλών ειδών παραλύσεις. Οί πραγματικές παραλύσεις μυών, σχεδόν πάντοτε, παρουσιάζονται μαζί μέ μιά βαρειά πάθησι του έγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού ή μέ μιά βλάβη τών νεύρων ύστερα άπό τραυματισμό ή δηλητηρίασι. Εκτός άπ’ αύτές όμως τίς περιπτώσεις υπάρχουν καί περίεργες παραλύσεις, πού δημιουργούνται έκ του ότι ένας άρρωστος, ύστερα άπό ένα όποιοδήποτε σόκ ή πόνο, δέν μπορεί πιά νά κάνη «ορισμένες κινήσεις.

Είναι κάπως «μπλοκαρισμένος». 'Ο άρρωστος δέν βρίσκει τή στιγμή πού θέλει τήν ίκανότητα νά μετακινήση τά μέλη του. *Η νευρική μεταβίβασις έχει πάθει βλάβη καί τά τμήματα τών μυών πού είναι αναγκαία γιά μιά ώρισμένη κίνησι δέν μποροΰν πιά νά προχωρήσουν στή δουλειά τους. Νεαροί γιατροί συμπεραίνουν ότι πρόκειται περί «υστερίας» ή «σκοπίμου άπατης» καί βλέπουν ένα τέτοιον άσθενή ή σάν τρελλό ή σάν ψεύτη. Αλλά είναι καλύτερα νά άφήνη κανείς τέτοιες πρόχειρες διαπιστώσεις καί νά προσπαθή νά άνακαλύψη τις βαθύτερες αιτίες.

Μ’ αυτήν τήν ιδέα έπισκέφθηκα ένα άπό τά έπόμενα βράδυα τήν χωρική μου. Τήν είχαν σ’ ένα μικρό δωματιάκι μόνη της, γιατί τό τμήμα μας ήταν κατάμεστο. Τράβηξα μιά καρέκλα, κάθησα δίπλα στό κρεββάτι κα άρχισα να κουβεντιάζω. Πρτ’ άπ’ ολα έμαθα, όπως πάντοτε φρόντιζα νά κάνω, γιά τό σπίτι της, τά χωράφια καί τά λιβάδια, τά άλογα καί τά ζώα της. Άπό τις άπαντήσεις της έβγαινε, ότι ήταν μιά γυναίκα πού κρατιόταν καλά. Όπως τά άπαριθμοϋσε όλα αυτά σου έκαναν εντύπωση. Επρεπε νά ήταν μιά περίφημη περιουσία μιας μεγάλης άγροτικής οίκογενείας.

"Ύστερα ήρθα καί στήν άρρώστια της. Έδώ όμως βρέθηκα μπρός σέ κάτι πολύ παράξενο : "Όταν ζητούσα νά πάρω πληροφορίες γιά τό πώς έπεσε ή γιά τήν πορεία της άρρώστιας της, άρχιζε ή άρρωστή μου νά μέ κατακλύζη άμέσως μέ ένα χείμαρρο λέξεων.
Λοιπόν, αυτό συνέβη πρό οχτώ έτών. Είχαν έρθει νά τούς επισκεφτούν, ό άδελφός του άνδρός της, ή άδελφή της, ό άδελφός της καί ή πεθερά της. Ολοι ήταν καθισμένοι έξω, κάτω άπό τήν γέρικη καρυδιά, σ’ ένα τραπέζι, έλεγαν αστεία μεταξύ τους καί γελούσαν. Εκείνη όμως στεκόταν, όπως συνέβαινε τις πιό πολλές φορές, τελείως μόνη στήν κουζίνα καί έπρεπε νά βράζη καφέ. Κανείς δέν τήν βοηθούσε. Πάντοτε οί άλλοι τήν άφηναν νά τούς ύπηρετή. Ήταν μονάχα ένα ύποζύγιο.

Όταν πήγαινε κι’ αύτή νά χαρή, ήταν ό τελευταίος τροχός της άμάξης.
Ακριβώς τό ίδιο γινόταν κι* αυτήν τή φορά. Εκείνη στεκόταν στή φωτιά καί οί άλλοι διασκέδαζαν. Ξαφνικά παρετήρησε ότι ή φωτιά έσβηνε. Βγήκε έξω νά φέρη λίγο δαδί. Τρέχοντος κατέβηκε τήν πέτρινη σκάλα πού οδηγούσε άπό τήν κουζίνα στήν αύλή δπου ήταν τά ξύλα. Στή βιασύνη της γλίστρησε άπ’ τή σκάλα, έχασε τήν ισορροπία της καί έπεσε μέ τό κάθισμα δυνατά έπάνω στά σκαλοπάτια.

— Δέν μπορούσα νά σηκωθώ. "Ακόυσαν στο τέλος οί άλλοι τΙς φωνές μου καί έτρεξαν—πρώτος ό άδελφός μου κατόπιν ό κουνιάδος μου καί εκείνος είπε : «Γιά όνομα του Θεού, τί έγινε ; Γιατί ξάπλωσες στή σκάλα; "Έπεσες...» Καί ή άδελφή μου είπε : «"Άννα, τί συνέβη ; Πληγώθηκες ;» Δέν μπορούσα νά πώ τίποτε πιά, γιατρέ, μόνον ούρλιαζα άπό τούς πόνους. Μετά φάνηκε ό άνδρας μου νά έρχεται. Γέλασε μόνον καί μου είπε : «Γιατί κατρακυλάς στή σκάλα ; Μπορείς νά τήν κατεβαίνης όπως κι’ εγώ» Ένώ έγώ είχα πέσει καί είχα τέτοιους πόνους εκείνος μου μιλούσε έτσι. Κατόπιν όμως φοβήθηκε όταν πρόσεξε ότι δέν μπορούσα νά ξανασηκωθώ—καί του έφυγε τό γέλιο. Από έκείνη τήν ήμέρα γιατρέ μου δέν ξαναπερπάτησα. Είμαι κατάκοιτη καί παράλυτη όχτώ χρόνια.


Αρχισε νά κλαίη. Τήν άφησα γιά λίγο στον πόνο της, καί μετά τήν ρώτησα:
— Καί τί έγινε κυρά μου κατόπιν ;
—"Α, ναί, είπε κι’ άναστέναξε λίγες φορές ακόμη. "Όπως ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω μου, μέ σήκωσαν, μέ έβαλαν στο δωμάτιο, μέ ξάπλωσαν στο κρεββάτι καί κουβέντιαζαν μεταξύ τους τί έπρεπε νά κάνουν. "Εβρασαν τον καφέ, καί ό άνδρας μου έστειλε στο τέλος τον υπηρέτη μέ τήν μοτοσυκλέττα νά φέρει το γιατρό."Υστερα άπύ δύο ώρες ήρθε ό γιατρός καί μέ εξέτασε. Δέν μπορούσε όμως νά βρή τίποτε, καί δέν καταλάβαινε γιατί πονούσα. Στο τέλος είχε τή γνώμη, ότι έσπασε το ιερό όστούν, ότι έγινε έκεϊ μιά αιμορραγία, καί είπε ότι έπρεπε νά το άλείψω μέ ξύγκι, καί νά μείνω άκίνητη στο κρεββάτι όχτώ μέρες. Καί όλοι μέ λυπόντουσαν, πού είχα πέσει τόσο βαριά. Κανείς δέν ήθελε νά πιστέψη, ότι δέν μπορούσα πιά νά περπατήσω ούτε ό γιατρός, άν καί είχε πολύ σοβαρό ύφος. Καί προσέξτε γιατρέ, έπειδή όλοι σχεδόν είχαν τύψεις, για αυτό μέ επισκέπτονταν τακτικά καί μου έφερναν ένα σωρό πράγματα. Πιο πριν δέν μου έδινε κανείς καμιά σημασία. Πριν έπρεπε μόνο νά δουλεύω καί κανείς δέν μέ λυπόταν.
Αρχισε νά κλαίη κι έκείνη τή στιγμή ένιωσα, σέ τί περιβάλλον χωρίς άγάπη καί οίκτο ζούσε αυτή ή γυναίκα. Όλόκληρη ή κακοτυχία μιας ζωής, μ’ άτέλειωτα βάσανα καί ταπεινώσεις, γέμιζε τήν ψυχή της. Αναστέναξε μερικές φορές—ξαναβρήκε τόν έαυτό της πάλι καί άρχισε νά διηγήται ξανά:

— Τώρα είναι τελείως διαφορετικά. Τώρα έρχονται στό κρεββάτι μου καί δέν μπορώ νά πω τό άντίθετο,—είναι καλοί μαζί μου. Ναί, άλλά τί νά μου κάνουν ολα αυτά γιατρέ, όταν εγώ δέν μπορώ πιά νά περπατήσω, όχτώ χρόνια τώρα;
Όλόκληρη ή Ιστορία μου έγινε σιγά-σιγά πιό καθαρή. Βέβαια ή γυναίκα τότε είχε χτυπήσει βαριά στήν σκάλα. "Ισως πράγματι νά είχε ραίση τό ιερό οστούν, καί αύτό είναι άλήθεια ότι πονά πολύ, γιατί οί μεγάλοι μύες του καθίσματος πού πιάνουν στό Ιερό οστού, μέ τήν παραμικρότερη κίνησι τραβούν τό σπασμένο μέρος. Αλλά αύτό δέν ήταν λόγος μιας πολύχρονης παραλύσεως. *Η θεραπεία δέν διαρκεί ποτέ τόσο πολύ.
Προηγουμένως μου έκανε εντύπωση πώς μιλούσε γιά τόν άνδρα της. Τί βαθειά πίκρα είχαν τά λόγια της : «Εκείνος γέλασε, άλλά τό γέλιο του σταμάτησε». Προσεκτικά προσπάθησα νά σκαλίσω έδώ τά πράγματα :
—Έχετε μήπως παιδιά ; ρώτησα.
Έκούνησε τό κεφάλι της.
—"Οχι.. . είναι κι’ αύτό. Δέν μπορώ νά κάνω παιδί.
Εσκυψε σάν νά συναισθανόταν τό σφάλμα της, κατόπιν όμως ξέσπασε ή άπελπισία της:
—Εκείνος λέει, οτι είμαι ένα κούφιο καρύδι, είπε μέσα στούς λυγμούς της.

Ξαφνικά είδα όλόκληρη τή ζωή αυτής της δύστυχης, της πλούσιας χωρικής, ξεκάθαρα μπροστά μου. Ό χωρικός, ίσως ένας σκληρός άνθρωπος, ήθελε έναν κληρονόμο γιά τή γή του— καί έκείνη δέν μπορούσε νά του δώση τό γιό πού επιθυμούσε. Ήταν «κούφιο καρύδι», καί σ’ αύτήν τήν άνελέητη κριτική έδειχνε όλόκληρη τή στάσι του άπέναντί της. "Όπως φαίνεται τήν είχε ταλαιπωρήσει, κι’ αύτή προσπαθούσε νά καλύψη τήν «μειονεκτικότητά» της μέ μια μεγάλη εργατικότητα. Ήταν άσπλαχνη στον ίδιο της τον εαυτό. Μάταιος κόπος! Ή απογοήτευσις καί ή πίκρα έμεναν και εκείνος συνέχιζε να της έκδηλώνη την κρυφή εχθρότητα πού ένιωθε.

Ακόμη ήταν καί οί συγγενείς. Βεβαιότατα, για να γίνωνται άγαπητοί στον πλούσιο κτηματία, στον θειό πού θά κληρονομούσαν, συμφωνούσαν άπόλυτα μαζί του. Για άνθρώπους πού ζουν μόνον γιά τήν όλη, κυριαρχεί ό νόμος των ζώων. Τό πιο αδύνατο μέλος χτυπιέται από όλους τούς άλλους, τυραννιέται ή καί σκοτώνεται.
Καί από αύτήν τήν άτμόσφαιρα μιας ψυχρής, πικρής μοχθηρίας καί έλλείψεως άγάπης είχε ξεφύγει καταφεύγοντας στήν άρρώστια, γιά νά βρή έλεος κάποια συμπόνια καί τήν ψευδαίσθησι της άγάπης. Τότε έγινε μιά μεταβολή, μιά διαστροφή θελήσεως, πού παρουσιάζει σέ μάς τούς γιατρούς τήν τόσο έπικίνδυνη εικόνα της ύστερίας. 'Ο ρόλος της άξιολύπητης της άρεσε. Δέν τήν άπομάκρυνε μόνον από τήν ρουτίνα, άλλά καί τήν σήκωνε πιο ψηλά από τούς άλλους. Αύτή πού μέχρι τώρα ήταν ή σταχτοπούτα, έγινε ξαφνικά το κέντρο της οίκογενείας, έγινε ένδιαφέρουσα γιά τον ίδιο τον εαυτό της. ' Η αξία πού πήρε τήν χαροποιούσε. Αλλά αύτή ή καινούργια κατάστασι διέτρεχε έναν κίνδυνο. *Αν γινόταν καλά, τότε αύτομάτως θά ξανάπεφτε πάλι στήν μειονεκτική της θέσι. Αύτύ όμως ενδόμυχα τήν φόβιζε καί γι’ αυτό γαντζώθηκε άπ’ τήν άρρώστια, σάν τον ναυαγό άπ’ τήν σανίδα μέσα στά κύματα σ’ ένα κρύο άφιλόξενο πέλαγος. "Ηθελε νά είναι άρρωστη,—έπρεπε νά είναι άρρωστη.

Ή επόμενη έπίσκεψις πού της έκανα, μου έπιβεβαίωνε τήν ορθότητα αυτής της διαγνώσεως. Άρνιόταν σταθερά, νά τήν έγχειρήσουμε. Ναί, γινόταν σχεδόν κακιά, όταν δοκίμαζα νά της ξεκαθαρίσω ότι έπρόκειτο μόνο γιά μιά σχετικά μικρή καί ασήμαντη έπέμβασι. Οτι ήταν αναγκαίο γιά νά κατορθώση πάλι νά περπατήση καλά νά μακρύνουμε τούς δύο άχιλλείους τένοντας. Οχτώ χρόνια τήν θεράπευαν οί γιατροί χωρίς κανένα άποτέλεσμα, έλεγε βλοσυρή, καί τώρα έρχόμουν εγώ, καί ήθελα νά τήν κατακομματιάσω• Όχι, για κάτι τέτοιο δέν θά υποχωρούσε ποτέ. Ήταν χωρίς άποτέλεσμα νά προσπαθη κανείς νά τήν πλησιάση μέ λογικά έπιχειρήματα, καί άκόμη ήξερα από πείρα ότι τέτοιους ασθενείς άν τούς φερθείς βίαια, τούς σπρώχνεις σέ μιά άπαίσια άντίστασι, όπου μένουν πιά γιά πάντα.

Ετσι σταμάτησα τις συζητήσεις καί τήν άφησα. Σκεπτόμουνα όμως τήν περίπτωση της κι’ απασχολήθηκα μ’ αύτήν τις έπόμενες ήμέρες, όταν έβρισκα καιρό. Μου ήταν ξεκάθαρο ότι μέ το μαχαίρι μονάχα δέν θά μπορούσα νά τήν θεραπεύσω. Το νά κατορθώση καί πάλι νά βαδίζη, μετά άπ’ τήν έγχείρησι, έπρεπε νά το θέληση μόνη της καί νά μέ βοηθήση, άλλά σ’ αυτό το πράγμα δέν μπορούσα νά υπολογίζω. Εκείνη ζούσε καλύτερα στήν αρρώστια. "Ετσι έπρεπε νά βρω έναν δρόμο νά τήν κάνω νά έπιθυμήση τήν έπιστροφή της στον κόσμο των γερών άνθρώπων. Είχε γίνει ενδιαφέρουσα στούς άλλους σάν άρρωστη. Επρεπε νά πιστέψη, ότι καί γερή θά ήταν έξ ίσου ή μάλλον πιο πολύ ενδιαφέρουσα.

Το πρώτο πού έκαμα ήταν νά τήν βγάλω από το μοναχικό της δωμάτιο καί νά τήν βάλω μαζί μέ άλλες άρρωστες. Βρήκα πολύ καλές γυναίκες. Μιά υποχόνδρια φρόντισα νά μεταφερθή σέ ένα άλλο δωμάτιο πιο πρίν. ' Η σκέψις πού μέ οδηγούσε ήταν ή έξης : Κάθε πεπειραμένος κλινικές ξέρει ότι ή έπικοινωνία μέ άλλους ασθενείς ασκεί συχνά μιά πολύ καλή έπίδρασι στον άρρωστο. Ναί, ύπάρχουν πολλοί ασθενείς, πού οί ίδιοι το ζητούν, νά είναι μαζί μέ άλλους. Είναι ένα υγιές ένστικτο πού τούς κατευθύνει. Καί μόνον το γεγονός, ότι έχει κανείς συντρόφους, τον βοηθά νά δέχεται μερικά πράγματα. Δέν είναι πλέον μόνος του στις φροντίδες καί στις σκέψεις του, προσέχει ό ένας τον άλλον, βοηθιέται, καί σιγά-σιγά άναπτύσσεται σέ έναν τέτοιον θάλαμο ένα πνεύμα συναδελφοσύνης. Αύτοί οί άνθρωποι είναι ως έπί το πλείστον καλές ψυχές, γεμάτες μέ άμοιβαία προσοχή, βοήθεια, συμπόνια,—γιατί ένας πού υποφέρει είναι πάντοτε περισσότερο ανοιχτός προς τον ξένο πόνο από έναν ύγιή,—καί έτσι καταλήγει, ώστε πολλοί άρρωστοι, αφού φύγουν από το νοσοκομείο γιά έβδομάδες υστέρα νά ξαναγυρίζουν στις ώρες των έπισκέψεων για να περάσουν λίγη ώρα μέ τούς άρρωστους πού έζησαν μαζί. Μυστικά καί άσυνείδητα νιώθουν μιά νοσταλγία γιά τήν κοινή ζωή πού κάποτε είχαν ζήσει, καί τούς είχε κάνει τόσο ευτυχείς καί πού τώρα τήν στερούνται έξω στον κόσμο των γερών συνανθρώπων τους. Αυτήν τήν συντροφικότητα ήθελα νά χρησιμοποιήσω γιά θεραπευτικό μέσο στήν χωρική μου.

Αφού τήν μετέφεραν στο νέο θάλαμο περίμενα μερικές ήμέρες άκόμη, προτού έπαναλάβω τήν προσπάθεια, νά πάρω τήν συγκατάθεσί της γιά τήν έγχείρησι. Αυτή τή φορά διάλεξα μιάν άλλη τακτική. Δέν θά μπορούσα βέβαια εγώ ό ίδιος νά άλλάξω γνώμη καί νά πείσω τόν εαυτό μου, ότι αυτή ή έγχείρησις ήταν κάτι τό ιδιαίτερα περίφημο, άλλά προσπάθησα νά της εξηγήσω, ότι μιά ολοκληρωτική θεραπεία καί εγώ ό ίδιος άκόμη θά έπρεπε νά τήν θεωρώ σάν ένα «ιατρικό θαύμα». Σκοπίμως χρησιμοποίησα ποικιλοτρόποις τήν έκφρασι «θαύμα» καί μπορούσα νά διαβάσω στό μυαλό της, ότι ή σκέψις, νά γίνη σ’ αυτήν ένα «ιατρικό θαύμα» άρχισε νά τήν άπασχολή όλο καί πιό πολύ καί μάλιστα μέ μιά θετική έννοια.

Οί άλλες άρρωστες είχαν παρακολουθήσει μέ προσοχή τόν διάλογό μας. Ξαφνικά άνακατεύθηκε μιά δυναμική Βαυαρέζα στήν συζήτησι:
— Ναί, κυρά μου, λογικευθήτε. Κάνετε τή χάρι στον γιατρό, πού θέλει τόσο πολύ νά σάς έγχειρήση.
"Ολοι γέλασαν—άκόμη καί ή άρρωστή μου γέλασε μαζί της.
"Ετσι έσπασε ό πάγος, καί όταν έφυγα μισή ώρα άργότερα έπαιρνα μαζί μου τήν συγκατάθεσί της γιά τήν έγχείρησι. Καί μάλιστα ύπό τήν έπίδρασιν της συγκαταθέσεως τών άλλων συγκατατέθηκε μέ κάποια προθυμία.

Δυό μέρες άργότερα έκανα μιά μικρή έπέμβασι γιά νά έπιμηκύνω τόν άχίλλειο τένοντα πρώτα στό δεξί καί κατόπιν ύστερα άπό λίγες έβδομάδες στό άριστερό πόδι. Τά πόδια τά έβαλα στόν γύψο σέ τελείως ίδιο μήκος καί τά δυό. Αφήσαμε νά θεραπευτούν οί τένοντες καί ύστερα άπό τρεις έβδομάδες βγάλαμε τόν γύψο πρώτα άπό τό δεξί καί άργότερα άπό τό άριστερό πόδι. Κατόπιν είπα νά γίνη μασσάζ στά πόδια καί κινήσεις στους άστραγάλους καί στά γόνατα.
Αλλά—τώρα πλησίαζε ή πιό άποφασιστική στιγμή! Τί θά χρησίμευε στό τέλος μιά έπιτυχημένη έγχείρησις, έάν ή άρρωστη δεν ήθελε νά γίνη καλά; "Υστερα άπό πολλή σκέψι μου ήρθε μιά ίδέα.
Δέν είχε χρησιμεύσει μιά φορά ώς τώρα ή συνεργασία του θαλάμου σάν βοηθητική δύναμις; Λοιπόν δέν θά έπρεπε νά τήν δοκιμάσω άλλη μιά φορά ;

Μιά μέρα έστειλα τήν χωρική μου γιά μασσάζ σέ ζεστό μπάνιο, πράγμα πού τήν έξέπληξε. "Ηθελα στό μεταξύ νά μιλήσω μέ τις άλλες τις γυναίκες μόνος μου. Μόλις τήν πήραν έξω, γύρισα στίς πέντε άλλες άρρωστες του δωματίου καί τις παρεκάλεσα νά βοηθήσουν στό πείραμα πού ήθελα νά κάμω. Συγκατατέθηκαν άμέσως καί μέ κατακεραυνοβόλησαν μέ τίς περίεργες έρωτήσεις τους.
— Λοιπόν, τούς εξήγησα τό σχέδιό μου, στήν έπομένη έπίσκεψι θά αιφνιδιάσω άπλώς τήν κυρία X. Χωρίς νά τό περιμένη θά τήν τραβήξω άπό τό κρεββάτι καί θά τήν στήσω στά πόδια της. Τήν στιγμή πού θά στέκεται, εσείς όλες πρέπει νά ξεσπάσετε σέ έκπληξι καί θαυμασμό. Μέ καταλαβαίνετε καλά, δέν είναι μιά φτηνή χαρά! ' Η καϋμένη ή γυναίκα έχει πει στον εαυτό της, ότι δέν μπορεί πιά νά περπατήση, καί εσείς πρέπει νά τήν βοηθήσετε. Νά της ξαναδώσετε αύτοπεποίθησι. 'Η έκπληξί σας είναι, χωρίς υπερβολή, φάρμακο γι’ αυτήν, άπολύτως αναγκαίο γιά τήν θεραπεία της. Καί άργότερα, όταν θά κάνη τίς πρώτες προσπάθειες νά περπατήση, δέν πρέπει νά σταματήσετε, νά έκπλήττεσθε σέ κάθε της βήμα. Μέ καταλαβαίνετε ; 'Η συνεργασία σας είναι πολύ, πολύ άναγκαία!
Κατάλαβαν καταπληκτικά γρήγορα καί ή άρχική συγκατάθεσίς τους μετεβλήθη σέ ένθουσιασμό. "Ηθελαν άμέσως νά κάνουν κάτι, καί άκόμη ένώ βρισκόμουν εκεί, άρχισαν να μοιράζωνται μεταξύ τους τούς ρόλους των. Τούς έξήγησα άκόμη, ότι φυσικά δέν θάπρεπε λέξι, άπ’ οσα είχαμε πει να φθάση στ’ αύτιά της άρρωστης, άλλιώτικα ολόκληρο τδ πείραμα δέν είχε κανένα νόημα. Μου τδ ύπεσχέθησαν καί μέ την έπισημότητα πού μου το ύπεσχέθησαν κατάλαβα, οτι είχαν πάρει στα σοβαρά τον ρόλο τους.

Το επόμενο βράδυ, έπήγα γιά έπίσκεψι. Ακολουθούμενος απο τήν άδελφή, πέρασα, όπως πάντα, από κρεββάτι σέ κρεββάτι. "Ολα ήταν όπως πάντα. Μόνον ένας μεμυημένος μπορούσε να αισθανθεί μια υπερένταση πού ήταν διάχυτη στο δωμάτιο., .
"Όταν πλησίασα στο κρεββάτι της χωρικής, παρεκάλεσα τήν άδελφή να με βοηθήση. Κατόπιν τράβηξα γρήγορα τα σκεπάσματα καί διέταξα άπότομα τήν γυναίκα να καθήση στήν άκρη του κρεβατιού καί ν’ άφήση τά πόδια της να κρέμωνται κάτω. Ή άδελφή καί εγώ τήν πιάσαμε καί τήν κρατήσαμε άπο το μπράτσο δυνατά. Οί άλλες γυναίκες γύρισαν από τά κρεββάτια τους καί μάς κύτταζαν μέ όρθάνοιχτα μάτια.
— Λοιπόν τώρα σταθήτε στά πόδια σας διέταξα.

Τήν σήκωσα γρήγορα καί τήν έβαλα όρθια. 'Η έκπληξίς της από αυτήν τήν ώμή μεταχείρησί μου δέν μου διέφυγε. Ή γυναίκα τά είχε τελείως χαμένα άλλά στάθηκε. Το κρίσιμο σημείο πλησίαζε, ή άποφασιστικώτερη στιγμή ολόκληρης της θεραπείας. Τδ ένιωθα. Σκέφθηκε αυτά τά δευτερόλεπτα, έάν έπρεπε να λυγίση ή όχι. Τρίκλισε. Δίσταζε! Τότε άκριβώς άρχισε ό χορός των γυναικών. Ξέσπασαν σ’ έναν ακράτητο θαυμασμό. «Στέκεστε, ναι! Τί παράξενο !» φώναζαν όλες μαζί. Καί οί πέντε έπαιζαν τον ρόλο τους περίφημα. Ιδιαίτερα μιά γερόντισσα έκανε σάν τρελλή καί ώρύετο. «Είναι θαύμα! θαύμα!» καί χτυπούσε τά χέρια της. Αυτό μου φάνηκε υπερβολικό. Μά τότε ξύπνησε στο νου της παράλυτης ή ανάγκη να στερεωθεί στά πόδια της. Νιώθαμε μιά έσωτερική άλλαγή. 'Η θέλησίς της άρχισε να μεταβάλλεται. Τά μάτια της ήταν όρθάνοιχτα καί σέ μιά στιγμή γέλασε καί δοκίμασε μόνη της, να σταθή ελεύθερη. Τήν άφήσαμε.


Από αύτήν τήν στιγμή, άρχισε ή χωρική να ξαναστέκεται καί να βαδίζη. Μέ καταπληκτικέ ζήλο καί έπιμέλεια ήσκεΐτο βήμα μέ βήμα, πρώτα γύρω από το κρεβάτι, κατόπιν από το
ένα κρεββάτι στο άλλο, και οί άλλες γυναίκες καί οί αδελφές τήν βοηθούσαν μέ συγκινητικό τρόπο. Κάθε βήμα ήταν ένα βήμα προόδου, καί κάθε πρόοδο την άκολουθοΰσε ό χορός των καλών της πνευμάτων μέ ξεσπάσματα θαυμασμού. Καί μέ τό δίκιο τους, γιατί πράγματι ήταν άξιοθαύμαστο, πόσο σύντομα αυτή πού ήταν παράλυτη γιά οχτώ χρόνια, μάθαινε πάλι να περπατάη. Μέχρι τώρα ήθελε να είναι άρρωστη. Τώρα έβαζε όλη της τήν ένεργητικότητα γιά να γίνη καλά. Σέ λίγο καιρό πήγαινε μέ μπαστούνια ελεύθερη μέσα στο δωμάτιο. Κατόπιν τήν συνήντησα στό διάδρομο καί τέλος πήγαινε περίπατο καί στόν κήπο. Τό θεωρούσε σάν ένα ιατρικό θαύμα. Σέ λίγο μπορούσε να φύγη άπό τό νοσοκομείο.

Δέν πίστευα στά μάτια μου όταν ύστερα άπό τέσσερις μήνες ξαναήρθε ή χωρική αυτή στήν κλινική. Περπατούσε τώρα τελείως ελεύθερα, χωρίς μπαστούνια. Μπορούσε να πηγαίνη τέσσερις ώρες συνέχεια μέ τά πόδια καί χρειάστηκε, όπως μου διηγήθηκε, να άνέβη ένα γειτονικό βουναλάκι 300 μέτρον. 'Η παράλυσις είχε υποχωρήσει. Έξηφανίσθη καί άπό τήν συνείδησί της. Αυτό τό έδειχνε ή ψυχική της μεταβολή. Ήταν πιό χαρούμενη καί πιό έλεύθερη. Γεμάτη ένθουσιασμό μου διηγήθηκε:
— Μπορείτε να φανταστήτε, γιατρέ, τί έκπληξι δοκίμασε ό άνδρας μου όταν μέ είδε να περπατάω. Δέν πίστευε στά μάτια του. Τό ίδιο καί οί συγγενείς μου.Η άδελφή μου, ό άδελφός μου καί ολοι οί άλλοι πού ήρθαν στό σπίτι. Γιατρέ, άκόμα καί ό Δήμαρχος άνέβηκε ειδικώς γι’ αυτό. Τον προϋπάντησα τρέχοντας καί κατόπιν όλοι πήγαν στήν σκάλα, άπό όπου έπεσα, καί τήν ξανακύτταζαν πάλι .

— Τί είπε ό γιατρός σας γιά τήν επιτυχία μας ; τήν ρώτησα.
— Βέβαια, ήρθε καί ό παλαιός μας γιατρός—πού μέ είχε πρω- τοδεϊ. Μέ κύτταξε άπό τό κεφάλι ώς τά πόδια καί δέν ήθελε να τό πιστέψη. Μετά μέ ρώτησε : «γιά πές μου, τί άλλο σου έκαμε ό γιατρός εκτός άπό τήν μικρή έγχειρησούλα στά πόδια, κυρά μου ;» Εγώ χρειάστηκε να σκεφθώ γιά να άπαντήσω.
— Λοιπόν, καί τί άπαντήσατε στόν γιατρό ;
— Ναί. Τίποτε άλλο δέν του είπα.
Κατόπιν σηκώθηκε κι έφυγε. Της φώναξα άπό μακριά:
— Τήν άλλη φορά φέρτε μαζί σας καί τόν άνδρα σας.
Πραγματικά, υστέρα από τρεις εβδομάδες ξαναήρθε καί δίπλα
της στεκόταν ένας χοντροκαμωμένος χωρικός. Μέ εύχαρίστησε λακωνικά καί ξανασώπασε, ένώ ή χωρική διηγείτο άτάραχη. Στό τέλος στράφηκα πρός εκείνον :
— Δέν είναι θαυμάσιο πράγμα πού ξαναέχετε γερή τήν γυναίκα σας ;
— Γιατρέ, είπε βαριά, μπορεί να τρέχη τώρα, άλλα δέν είναι έν τάξει.

Έπρεπε πρώτα να σκεφθώ μιά στιγμή, προτού καταλάβω τί εννοούσε : τό ότι δέν είχε παιδιά.
— Κάποτε πρέπει να έξεταστήτε καί οί δυό, είπα ήρεμα.
Μέ κύτταξαν σαστισμένοι καί έφυγαν. Γιά εβδομάδες δέν ξανάκουσα πιά γι’ αύτούς.
Μιά μέρα συνήντησα τόν συνάδελφό μου άπό τήν γυναικολογική κλινική. Κουβεντιάζαμε γιά τό ένα καί γιά τό άλλο, όταν ξαφνικά εκείνος μου είπε :

—Εκτός άπ’ αυτά, τελευταία μου ήρθε ή χωρική σας άπό τό Πρέχτταλ μέ τόν άνδρα της. Τούς κύτταξα. Εκείνη δέν έχει τίποτε. Σ’ έκεϊνον όφείλεται τό ότι δέν έχουν παιδιά. Τό συμπέρασμά μου τόν κτύπησε άσχημα.
Αυτό τό νέο μέ απασχολούσε γιά πολύ. Τί μπορούσε να γίνεται τώρα εκεί έπάνω στό έρημο άγροτόσπιτο; Πήρε έκδίκησι γιά τά βάσανα πού ύπέστη τόσα χρόνια καί τόν πληρώνει μέ τό ίδιο νόμισμα γιά οτι της έκαμε ;
Μιά άπό τις επόμενες Κυριακές πήγα μέ τό αυτοκίνητο έπάνω στό Πρέχτταλ. "Ηθελα να βεβαιωθώ γιά τό τί συνέβη. Τό άμάξι τό άφησα στήν πεδιάδα καί πήγα μέ τά πόδια τή μικρή άπόστασι πρός τό βουνό, στό όμορφο, παλαιό άγροτόσπιτο, στήν άκρη του δάσους, μέ τά πολλά μικρά παράθυρα καί τήν γιγάντια στέγη. Δέν έβλεπα κανέναν. Σιγά - σιγά πέρασα γύρω άπ’ τό σπίτι πρός τόν κήπο.
Πάνω σ’ έναν πάγκο, κάτω άπό μιά γέρικη καρυδιά κάθονταν καί οί δυό μαζί. 'Η γυναίκα έκανε ένα κέντημα• εκείνος καταγινόταν μέ ένα σκάλισμα στό ξύλο. Μπροστά τους, χάμω, σερνόταν ένα μικρό, ξανθό παιδάκι.

Όταν πλησίασα άρκετά άκουσε ή γυναίκα τά βήματά μου, μέ είδε καί πήδησε έπάνω.
— Γέγκερλε, ό κύριος επιμελητής φώναξε. Καί εκείνος μέ είχε προσέξει, καί οί δυό ήρθαν να μέ συναντήσουν καί μέ χαιρετούσαν λάμποντας άπό χαρά.
— Πήγαινε, φώναξε ή χωρική στόν άνδρα της μ’ ενθουσιασμό καί υπερδιέγερση, φέρε ένα καλό κρασί. Φέρε καί χοιρινό καί ψωμί, βούτυρο, λαρδί. Μιά τέτοια έκπληξι,—έλάτε γιατρέ, καθήστε έδώ.
Ένώ εκείνος χανόταν πρός τό σπίτι, καθήσαμε έπάνω στόν παλαιό ξύλινο πάγκο. Κύτταζα γύρω τό παλαιό, χαρούμενο χωριάτικο σπίτι, τά λουλούδια στόν κήπο, τά ψηλά δένδρα καί ρώτησα τέλος δείχνοντας τόν μικρό στήν χλόη :
— Καί ποιός είναι ό νεαρός εκεί ;
—"Α, αύτός είναι ό μικρούλης Χάϊνε μας, κύριε έπιμελητά, τό παιδί μιας άδελφής μου. Ό πατέρας του καί ή μητέρα του πρό ολίγου καιρού χάθηκαν, σέ δυστύχημα,—ναί, ναι, ήταν τρομερό,—καί εμείς πήγαμε αμέσως καί πήραμε τό μικρό. Καί τώρα είναι δικός μας. Καί άν μπορήτε να τό φανταστείτε, γιατρέ: 'Ο άνδρας μου είναι ξετρελαμένος μέ τόν μικρό. Σχεδόν όλα τά βράδυα κάθεται κοντά καί του φτιάχνει παιχνιδάκια ή του σκαλίζει ζωάκια. Κυτάξτε, είπε δείχνοντας τό τραπέζι, άκριβώς τώρα κάνει ένα άλογάκι.
Φώναξε κοντά της τόν μικρό καί εγώ πέρασα τό χέρι μου στά ξανθά του μαλλιά.
Καί βαθιά εύτυχισμένος σκέφτηκα :
Ναί, έδώ έγινε τ θαύμα μιας άληθινής θεραπείας, έτσι όπως τήν εννοούσε ό Παράκελσος :
Ό άρρωστος ξαναγύρισε στό σπίτι του, στό βασίλειο έκεϊνο, όπου όλοι μας ζούμε, συγχωρώντας ό ένας τόν άλλο κάτω άπό τήν Χάρι του Θεού.
HANS KILLIAN. ΠΙΣΩ ΜΑΣ ΣΤΕΚΕΙ Ο ΘΕΟΣ.


Αναρτήθηκε από PROSKINITIS
https://apantaortodoxias.blogspot.com/