Σελίδες

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Θηριωδίες των Τούρκων στην Πόλη του 19ου αιώνα.Σκηνές από την καθημερινότητα μέσα από τα μάτια ξένων

Θυμᾶμαι κάποτε, εἶχα μιλήσει σὲ ἕναν τότε μελλοντικὸ ἐρευνητὴ καταγοητευμένο ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν ὀσμανικὴ πραγματικότητα, γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Σουλτάνοι μὲ τὸ ποὺ ἐνθρονίζονταν ἐκτελοῦσαν ὅλα τὰ ἀδέρφια τους,
κι ὅτι ἡ συνήθεια αὐτὴ ἦταν πολὺ συχνὴ στὴν ὀθωμανικὴ ἱστορία, ἀπὸ τὶς ἀπαρχές της ὣς καὶ τὸν 18ο αἰώνα (δηλαδὴ γιὰ 4 αἰῶνες τουλάχιστον). Ἔτσι, λίγο γιὰ νὰ τὸν κατεβάσω ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ τὸ καλάμι του. Ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβα ἦταν μιὰ κοροϊδία τοῦ στύλ «πώ, πώ, τρομάξαμε». Οὔτε κἂν μιὰ σοφιστικὴ καὶ περίτεχνη ἑρμηνεία, π.χ. πολυπολιτισμική («δὲν συγ-κρίνουμε πολιτισμούς»). Οὔτε κἂν ἕνα κακιασμένο «Κι ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία τύφλωσε τὸ γιό της!», βρὲ ἀδελφέ. Ἀποκλειόταν ἐκ τῶν πραγμάτων, ἄλλωστε, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πληροφορίας μου, ὁπότε ἀπέμεινε ὡς λύση διαφυγῆς τὸ πνεῦμα. Αἴ, μὲ τέτοιους ἔχουμε νὰ κάνουμε.
Βλέπω κι ἀλλοῦ στὰ ΜΚΔ μὲ ἀφορμὴ μιὰ γκραβούρα ποὺ δείχνει τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων μὲ κολυμβητὲς νὰ πέφτουν γιὰ τὸ σταυρό, στὴν Κωνσταντινούπολη (τοῦ 1875! Τόσο νωρίς…), ρεσιτὰλ ἐξύμνησης στὴν προνεοτερικὴ Ὀσμανικὴ Αὐτοκρατορία. Καί «Τι ζυγός ήταν αυτός!» -εἰρωνικά, πάλι. Καὶ «δὲν ἦταν κακὸ τὸ παιδομάζωμα» (ἦταν ψεῦτες καὶ ἠλίθιοι δηλαδή, οἱ δημιουργοὶ τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν τὰ ὁποῖα καταριοῦνται τὸ Σουλτάνο ποὺ προστάζει τὴν διενέργεια παιδομαζώματος), ἀφοῦ ἦταν λαχεῖο τὸ νὰ ἔχεις «έναν δικό σου στο κράτος. Για να ανεβείς ιδίως σε κάποιο αξίωμα του κλήρου βοηθούσε να έχεις ξάδερφο γενίτσαρο«. Τί ὄμορφα.
Στὴν Κωνσταντινούπολη 54 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν πολυπολιτισμικὸ ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, γνωρίζουμε ὅτι ἔγιναν τὰ παρακάτω:
α’) Ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη R. Walsh
«Βάδιζα σε ένα στενοσόκακο. Μπροστά μου προχωρούσε ένας Τούρκος. Ξαφνικά φάνηκε να κατεβαίνει απέναντι ένας Έλληνας. Στάθηκε και κόλλησε την πλάτη στον τοίχο αφήνοντας τόπο για να περάσει ο Οθωμανός. Εκείνος έβγαλε το γιαταγάνι και τον έσφαξε. Ύστερα καθάρισε τη ματωμένη λεπίδα, μπήκε στο διπλανό καφενείο κι’ άναψε τσιμπούκι» σ. 121
Κάθε μέρα διαδραματίζονταν καινούργιες ωμότητες, γράφει ο Walsh. Τα θύματα απαγχονίζονταν σε πόρτες ή σε τοίχους. Πτώματα ακέφαλα έβλεπες στη μέση του δρόμου, ποδοπατημένα και τυλιγμένα στο βόρβορο. Ήταν οι μέρες που γύριζαν τα αποδημητικά όρνια. Γύπες και άλλα σαρκοβόρα πουλιά πετούσαν ολημερίς, έτσι που σκέπαζαν σαν κουνουπιέρα τις περιοχές όπου υπήρχαν πτώματα.
Τις νύχτες πάλι κοπάδια από αδηφάγα σκυλιά ούρλιαζαν γύρω από ακέφαλα κουφάρια ή διεκδικούσαν γρυλίζοντας άγρια κάποιο κεφάλι, δαγκώνοντας και γδέρνοντας. Οι Τούρκοι ρίχτηκαν ύστερα με μανία εναντίον των ελληνικών χώρων λατρείας.
Άρχισαν στις 17 Απριλίου καταστρέφοντας το ναό του αγίου Ρωμανού και το θαυματουργό Μπαλουκλή…Ακολούθησε ο χαλασμός των εκκλησιών που βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Σε μερικές γκρέμιζαν τις σκεπές και τους τοίχους. Σε άλλες κατέστρεφαν στασίδια, αναλόγια, άμφια, εκκλησιαστικά βιβλία. Λίγες μέρες αργότερα εισόρμησαν στο τυπογραφείο του πατριαρχείου. Χτυπούσαν με τσεκούρια τις μηχανές και γέμιζαν τις τσέπες τους με τυπογραφικά στοιχεία. [σημ. 37: στις 12 Ιουνίου 1821 ο πρεσβευτής της Σουηδίας έδινε σε αναφορά…μια συνοπτική εικόνα της τραγωδίας των Ελλήνων της Πόλης: «Η πρωτεύουσα παρουσιάζει ακόμα το ίδιο θέαμα…ομαδική εκτέλεση 450 ανδρών και
πολλών παιδιών που η μόνη ενοχή τους είναι πως οι πατεράδες τους γεννήθηκαν στο Μωριά….παντού δολοφονίες Χριστιανών από τον ένοπλο τουρκικό όχλο, που διασκεδάζει..»] σελ. 126
Εκείνες τις μέρες ο Walsh πληροφορήθηκε ότι έφθασαν στην Πόλη σακκιά με 2.500 ζευγάρια αφτιά από τη σφαγή των Ελλήνων της Πάτρας, κι ότι μπορούσε να δει κανείς αυτά τα πολεμικά τρόπαια, στοίβες μπροστά στην πύλη του σεραγιού. «Πίστευα πως ήταν φήμες, ανατολίτικα παραμύθια. Κι ότι αν τέτοια δημόσια έκθεση μπορούσε να γίνει σε περασμένους αιώνες θα ήταν αδύνατο να συνεχίζεται στην εποχή μας αυτό το βάρβαρο έθιμο». Πήρε ένα γενίτσαρο και ξεκίνησε για το σεράι. «Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα…Περάσαμε πλάι στο πτώμα ενός αποκεφαλισμένου. Το αίμα έτρεχε ακόμα από τις φλέβες. Γύρω-γύρω ένα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στα πισινά τους. Μερικά είχαν κι όλας γλύψει το αίμα, κι όλα μαζί περίμεναν να νυχτώσει για να κατασπαράξουν το πτώμα. Ήταν πεταμένο σε ένα στενό σοκάκι του παζαριού μπροστά σε ένα χασάπικο κι από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα, έτσι που νόμιζε κανείς πως ήταν κομμάτια από το ίδιο το πτώμα. Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα το κουφάρι». Έφθασε στην πύλη του σεραγιού και διαπίστωσε την ακρίβεια της πληροφορίας… «Στις δυο πλευρές της πύλης υπήρχαν δυο στοίβες, σαν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια του προσώπου. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και κρέμονταν από σπάγγους. Μαζί με κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης το πάνω χείλος και ένα κομμάτι από το μέτωπο. Μαζί με τα πηγούνια υπήρχαν το κάτω χείλος καθώς και μακριά, συνήθως, γενειάδα. Σε μερικές περιπτώσεις ήταν πελεκημένο κάθετα ολόκληρο το πρόσωπο και όλα τα χαρακτηριστικά της μορφής παρέμεναν ανέπαφα. Άλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα με τον ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου, σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στη λάσπη του δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τα λείψανα των προσώπων, καθώς βρίσκονταν σε αποσύνθεση, κολλούσαν στα παπούτσια των περαστικών. Έτσι έβλεπες τον Τούρκο να βαδίζει με ένα χείλος ή πηγούνι στις παντούφλες του. Και καθώς ξεπετιόνταν τα ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πως τα παπούτσια ήταν φοδραρισμένα με γουναρικά» σελ. 128
Ο Walsh παρακολούθησε στην προκυμαία της Πόλης την πανηγυρική υποδοχή του καπουδάν πασά κατά το γυρισμό του από τις ελληνικές θάλασσες ύστερα από την καταστροφή του Γαλαξιδιού και την αιχμαλωσία των καραβιών… «Δύο τρίκροτα αγκυροβόλησαν ακριβώς απέναντι από τα παράθυρά μου. Με την αυτοκρατορική σημαία και ένα σωρό κρεμασμένους από τα ξάρτια. Κοπάδια γλάροι πετούσαν γύρω από τα πτώματα κρώζοντας. Έμειναν κρεμασμένα τρεις μέρες. Από την αποσύνθεση έπεφταν στη θάλασσα κι εκεί έπλεαν ολόκληρο μήνα, ώσπου τα ρεύματα τα παρέσυραν έξω από το λιμάνι..» σελ. 129
Ο Άγγλος κληρικός συγκέντρωσε από γενίτσαρο της φυλακής του σεραγιού πληροφορίες για τους βασανισμούς των 36 Ελλήνων εμπόρων που είχαν συλληφθεί ύστερα από τα γεγονότα της Χίου. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Είδε να γυμνώνουν εντελώς έναν Έλληνα και να τον κρεμούν ανάποδα. Το αίμα μαζευόταν στο κεφάλι κι ο άνθρωπος πνιγόταν. Σ’ αυτή τη θέση τον χτυπούσαν δύο με κοντοράβδια ώσπου τον άφηναν αναίσθητο ή νεκρό. Έναν άλλο τον κρέμασαν από τα αφτιά σε σιδερένιους γάντζους προσδένοντας στα πόδια του ένα βάρος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν τόσο παραμορφωθεί, που νόμιζες ότι το στόμα του είχε φθάσει στο μέτωπό του. Είδε να καρφώνουν με ένα εργαλείο βελόνες στις άκρες των δακτύλων κάποιου κρατουμένου, έτσι που οι αιχμές να βγαίνουν πίσω από τα νύχια του. Είδε να ξεβιδώνουν με ειδικό εργαλείο την άρθρωση των καρπών και να τη συστρέφουν, έτσι που το πίσω μέρος του χεριού να παίρνει τη θέση της παλάμης. Είδε να εφαρμόζουν στο μέτωπο Έλληνα κρατούμενου ένα στεφάνι και να το συμπιέζουν βιδώνοντας το σιγά-σιγά πάνω στα μηνίγγια. Στο τέλος, τα μάτια του θύματος έβγαιναν έξω από τις κόγχες. Είδε να εφαρμόζουν στο κεφάλι ενός Έλληνα πυρακτωμένο μεταλλικό φέσι. Είδε να ανάβουν το φούρνο της φυλακής και να σπρώχνουν μέσα τα θύματα ώσπου να καψαλιστούν τα μαλλιά και τα γένεια, και το δέρμα να φουσκαλιάσει και να ξεκολλήσει από το κορμί. Ο Walsh μίλησε και με Έλληνες που έτυχε να επιζήσουν ύστερα από τους φρικαλέους βασανισμούς. Ένας κρατούμενος είχε αλυσοδεθεί στις φυλακές του Μπάνιου με σιδερένιους χαλκάδες στα σφυρά. Του εξάρθρωσαν τους καρπούς με βιδολόγους. Το σώμα του είχε τόσο σακατευτεί, που για να μετακινηθεί χρησιμοποιούσε δεκανίκια. Τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει τους πρωταίτιους του ξεσηκωμού. Σελ. 136-7
β’) Ο Άγγλος John Came
Παραβρέθηκε και στην εκτέλεση ενός Έλληνα. «Γονάτισε και δίπλωσε ήρεμα τα χέρια στο στήθος χωρίς καμιά αλλαγή στην έκφρασή του. Την ίδια στιγμή δέχτηκε το χτύπημα. Πέρασα δύο φορές πλάι στο πτώμα του. Οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει, κατά τη συνήθειά τους, το κομμένο κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του ανάστροφα, έτσι που η φρικαλέα όψη του να συναντά το βλέμμα του διαβάτη. Αργότερα στη Σμύρνη είδα ένα πρωί τα πτώματα εικοσιτριών Ελλήνων, σωρό το ένα πάνω στο άλλο. Σελ.149
Κάπου-κάπου έβλεπες ένα πτώμα να επιπλέει κοντά στην ακτή. Ο Came βρέθηκε μια μέρα ανάμεσα σε κάμποσους Τούρκους που παρατηρούσαν με αγαλλίαση ένα σκοτωμένο Έλληνα. Κάποιος απ’ αυτούς βάλθηκε να πετάξει το πτώμα στη θάλασσα σέρνοντάς το με ένα γάντζο. «Αλλά ένας άλλος τον σταμάτησε για να το γδύσει ολότελα και να πάρει ό,τι φορούσε. Ύστερα το έρριξαν ολόγυμνο στα νερά». Σελ. 150
γ’) Το χρονικό του Γερμανού τεχνίτη Johann Wilhelm August Streit
«Ο οθωμανικός όχλος, σε φοβερή έξαψη, ρίχτηκε στα σπίτια των Ελλήνων αρχόντων και άρχισε τη λεηλασία. Βασάνιζαν τους ενοίκους με θηριωδία, έκοβαν μύτες και αφτιά και τους γκρέμιζαν ύστερα από τα παράθυρα στο δρόμο» σελ. 151
Το πλήθος κατέλαβε τις φυλακές του Κατροσάν και άρπαξε τους 186 Έλληνες. Οι Τούρκοι σκότωσαν πολλούς επιτόπου και άλλους «τους έδεσαν με σκοινιά και τους έσερναν στα καλντερίμια, ώσπου οι σάρκες αποκολλήθηκαν από τα οστά και οι δύστυχοι βρήκαν πικρό θάνατο». Έδεναν τα πόδια και τα χέρια των Ελλήνων με σκοινιά και τα τραβούσαν από όλες τις μεριές διαμελίζοντάς τα. Έκοβαν τα κεφάλια τους, τα κάρφωναν στις αιχμές των σπαθιών και τα τριγύριζαν στους δρόμους θριαμβικά. ….Άναβαν φωτιές σε όλους τους δρόμους και εκεί βασάνιζαν τους Έλληνες. «Πύρωναν στη φλόγα τα μεταλλικά τμήματα των όπλων και τα έμπηγαν στα ξεγυμνωμένα κορμιά. Τους έψηναν στα κάρβουνα σιγά-σιγά, πρώτα τα πόδια, ύστερα τα χέρια και ολόκληρο το κορμί ώσπου να ξεψυχήσουν. Περνούσαν πυρακτωμένα σύρματα στη μύτη, έκαιγαν τα βλέφαρα των θυμάτων με πυρωμένα σίδερα. Το άλλο πρωί είδε πολλούς Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, κρεμασμένους ανάποδα από τα παράθυρά τους. «Τα θύματα σπαρταρούσαν και ούρλιαζαν. Στα οπίσθια πολλών είχαν καρφώσει μαχαίρια και σπαθιά. Κάθε τόσο έκοβαν και ένα κομμάτι σάρκα» σελ. 152
«Εκείνο το πρωινό γύρω στα 4.000 πτώματα και των δύο φύλων, κεφάλια, πόδια, κείτονταν στους δρόμους της Πόλης. Χωρίς να λογαριάσουμε όσους σκοτώθηκαν στα σπίτια τους ή κρεμάστηκαν από τα παράθυρα». Ο νεαρός Streit παρακολούθησε τη φοβερή σφαγή από το εργαστήριο του αφεντικού του, που βρισκόταν στην πλατεία του Μουφτή. «Μόνο σ’ αυτή την πλατεία μέτρησα γύρω στα 300 πτώματα. Βραβεία ορίζονταν για την επινόηση των πιο φριχτών βασανιστηρίων». Κάτι μεθυσμένοι Τούρκοι είδαν τον Streit και δύο παραγιούς που κοιτούσαν από το παράθυρο και τους κάλεσαν να πάρουν μέρος στη σφαγή. Τους όπλισαν και τους ανάγκασαν να ενταχθούν σε μια συμμορία. Μπήκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα κοσμηματοπώλη –το μαγαζί του, που βρισκόταν στο ισόγειο, ήταν κιόλας καταστραμμένο. Αφού καταλεηλάτησαν το σπίτι ανακάλυψαν στο ανώγειο την οικογένεια: πατέρα, μητέρα, δύο θυγατέρες και μια υπηρέτρια.
«Η μια κόρη, ένα λεπτό και όμορφο κορίτσι, όταν ένας Τούρκος θέλησε να της επιτεθεί, πήδηξε από το παράθυρο στο κενό. Κατέβασαν την οικογένεια στην πλατεία. Εκεί ξεγύμνωσαν την άλλη κόρη και την υπηρέτρια και έκοψαν πρώτα τους μαστούς και ύστερα τη μύτη τους. Ο γιος, ένας εύρωστος νέος 24 χρόνων, χύμηξε πάνω στον Τούρκο, τον γρονθοκόπησε στον κρόταφο, άρπαξε το ματωμένο γιαταγάνι από το χέρι του, και με ένα χτύπημα από πάνω προς τα κάτω του έκοψε τη μύτη έτσι που έμεινε κρεμασμένη από τα χείλια του. Μέσα σ’ ένα λεπτό τον είχαν κιόλας κατακομματιάσει εκατό σπαθιά».
Στο μεταξύ άλλοι Τούρκοι στερέωναν στο χώμα πολλές σιδερένιες σούβλες. Εκεί θα κάθιζαν τα θύματά τους για να παραδώσουν το πνεύμα σφαδάζοντας.
Το επεισόδιο με τον Έλληνα, είχε προκαλέσει γενικό ερεθισμό. Οι σούβλες ήταν ογδόντα περίπου. Γύμνωσαν τους Έλληνες – γύρω στους 65 νέοι, γέροι, γυναίκες – και τους κύκλωσαν με ξεθηκαρωμένα σπαθιά, μπροστά στις σούβλες. Αλλά ήρθε η νύχτα. Η βασανιστική εκτέλεση αναβαλλόταν. Έστησαν καζάνια πάνω στις φωτιές και ετοίμασαν πόντσι. Μεθούσαν και αλάλαζαν. Κατά τα μεσάνυχτα έφεραν και άλλους Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ανάμεσά τους και τρία μικρά παιδιά. Τα σούβλισαν με τα σπαθιά και τα έρριξαν ζωντανά στη φωτιά. Κάθε τόσο τραβούσαν έναν Έλληνα κοντά στις πυρές και τον βασάνιζαν. Κάρφωναν τα αφτιά του πάνω σε πάγκους, άδειαζαν με το φτυάρι κάρβουνα στο στόμα τους, που το άνοιγαν με ρόπαλα, ξεκολλούσαν με πυρωμένες τανάλιες κομμάτια από τις σάρκες τους. Το πρωί…Δυο κακούργοι άρπαζαν έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα τους ανασήκωναν ψηλά τους κάθιζαν με δύναμη πάνω στο κοφτερό και μυτερό σιδεροπάλουκο, έτσι που η αιχμή περνώντας από τα σπλάχνα έφτανε στο στήθος. Παλούκωσαν σαραντατέσσερες. Έτσι καρφωμένοι σπαρταρούσαν σαν τα σκαθάρια που τα παιδιά διατρυπούν με βελόνα για να διασκεδάσουν. Ένα ουρλιαχτό θανατερής αγωνίας υψωνόταν ώς τον ουρανό. Κρατούσε μια περίπου ώρα, έσβηνε και τα κεφάλια έγερναν στο πλάι». Ακόμα και οι Τουρκάλες συναγωνίζονταν αυτούς τους φονιάδες σε αγριότητα και απανθρωπία, γράφει ο Steit.
«Δεν είδα ούτε ένα Τούρκο που το πρόσωπό του να δείχνει συμπόνια. Ακόμη και παιδιά έξη χρόνων ξεθύμαιναν το μίσος τους πάνω στους νεκρούς. Τρυπούσαν με μαχαίρια τους σκοτωμένους Έλληνες». Ύστερα άρχισαν να καθαρίζουν τους δρόμους από τα αναρίθμητα πτώματα.
«Πολλά ρίχτηκαν σε μεγάλους λάκκους έξω από την πόλη και σκεπάστηκαν με ασβέστη και χώματα, άλλα κάηκαν ή πετάχτηκαν στη θάλασσα». Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι συλλήψεις. Κάθε πρωί ώς εκατό Έλληνες μεταφέρονταν στον τόπο των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, έξω από την Κωνσταντινούπολη. «Πολλοί σταυρώνονταν πάνω σε δέντρα. Καρφώνονταν τα χέρια και τα πόδια τους κι εκεί πέθαιναν από την αιμορραγία και τους φριχτούς πόνους. Άλλους θανάτωναν χτυπώντας τους με βούρδουλα. Σε πολλούς έκοβαν πόδια και χέρια με πριόνι. Διατρυπούσαν τα παιδιά με τη λόγχη και τα τριγύριζαν στους δρόμους, έτσι καθώς σπαρταρούσαν καρφωμένα, ώσπου να ξεψυχήσουν» σελ. 153-154
δ’) ο Γάλλος γεωλόγος V. Fontanier
Πηγαίνοντας ο Fontanier στο μέγαρο της πρεσβείας πέρασε από ένα βρώμικο σοκάκι γεμάτο σκύλους. Εκεί είδε «ανθρώπινα κορμιά αποκεφαλισμένα πλάι σε ένα χασάπικο όπου κρέμονταν μοσχάρια και αρνιά» σελ. 158
Ο F. παρατήρησε ότι οι Ευρωπαίοι δεν έκρυβαν διόλου τον φιλοτουρκισμό τους. «Όλοι εγκωμίαζαν τα ανθρωπιστικά αισθήματα των Οθωμανών, τη μεγαλοψυχία, τη μετριοπάθειά τους. Οι δύστυχοι Έλληνες, που τα πτώματά τους φαίνονταν σκορπισμένα εδώ και κει, «είχαν εγκάρδια μεταχείριση». Σελ. 158
Επιστρέφοντας ο Fontanier στην κατοικία του δέχτηκε επίθεση από ένα κοπάδι αγριόσκυλα και άγριο πετροβολητό από ένα τσούρμο τουρκόπουλα. Εκεί πλάι είδε έναν αποκεφαλισμένο Ρωμιό, πεσμένο μπρούμυτα. Το κεφάλι ήταν απιθωμένο στα οπίσθια του πτώματος. Γύρω-γύρω στέκονταν Τούρκοι που χασκογελούσαν και το έσπρωχναν με τα ραβδιά τους. Σελ. 158
ε’) ο Ρώσσος διπλωμάτης Σεργκέι Ιβάνοβιτς Τουργκένιεφ
Μέσα σε μια μόνο μέρα συνέλαβαν 300 Μωραΐτες μικρέμπορους και τους εκτόπισαν στα μεταλλεία της Ασίας. Ο τουρκικός όχλος έσφαζε. Στο Πέραν και στον Γαλατά λεηλατούσαν τα σπίτια και δολοφονούσαν Χριστιανούς. «Τα αστραφτερά νερά του Βοσπόρου γέμισαν, από τη μια ακτή ώς την άλλη, ακρωτηριασμένα πτώματα Ελλήνων». Όλα τα χριστιανικά χωριά γύρω από την πρωτεύουσα ήταν έρημα. «Δεν έβλεπες παρά μόνο αποκεφαλισμένα κορμιά Χριστιανών ή Τούρκους που έμπαιναν στα κατάκλειστα και ακατοίκητα σπίτια – οι νοικοκυραίοι τους είχαν φύγει ή είχαν θανατωθεί – για να αρπάξουν ό,τι είχαν περιφρονήσει οι πρώτοι λαφυραγωγοί, πράγματα βαμμένα στο αίμα ή ποτισμένα με δάκρυα». Σελ. 181
Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, Αθήνα 1979.
Σκέφτεσαι, μ’ ὅλα αὐτά, πὼς τὸ ’21 τὴ γλίτωσαν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ σήμερα ἐξυμνοῦν τοὺς Ὀθωμανούς, καὶ σφάχτηκαν ὅσοι τοὺς ἔβλεπαν ὡς καταπιεστές. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ὑποθέσει κάποιος τὶς δυσάρεστες αἰτίες γι’ αὐτὸ τὸ γεγονός

ΠΗΓΗ

https://proskynitis.blogspot.com