Σελίδες

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Όσιος Παΐσιος: «Αν δεν υπάρχει ηρωισμός, δε γίνεται τίποτε. Και να ξέρετε, ο πιστός είναι και γενναίος


Θυμᾶμαι στὸν στρατὸ τὸ σύνολο εἶχε ἕναν κοινὸ σκοπό. Προσπαθοῦσα ἐγώ, ἀλλὰ ἡ θυσία υπῆρχε καὶ στοὺς ἄλλους, ἄσχετα ἂν πίστευαν ἢ ὄχι στὴν ἄλλη ζωὴ «Γιατί νὰ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος; Εἶναι οἰκογενειάρχης», ἔλεγαν καὶ πήγαιναν αὐτοὶ σὲ μία ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση.

Ἡ θυσία ποὺ ἔκαναν αὐτοὶ εἶχε μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὴν θυσία ποὺ ἔκανε ἕνας πιστός. Ὁ πιστὸς πίστευε στὴν θεία δικαιοσύνη, στὴν θεία ἀνταπόδοση, ἐνῶ αὐτοὶ δὲν γνώριζαν ὅτι δὲν πάει χαμένη ἡ θυσία ποὺ ἔκαναν καὶ ὅτι θὰ ἔχουν νὰ λάβουν γι’ αὐτὴν στὴν ἄλλη ζωή.

Στὴν κατοχή, τότε μὲ τὸν Δαβάκη, οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν κάνει συλλήψεις νέων ἀξιωματικῶν, τοὺς ἔβαλαν σὲ ἕνα καράβι καὶ τοὺς βούλιαξαν. Ὕστερα, τοὺς πρώτους τούς ἔπιασαν, τοὺς βασάνισαν, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν ποιοὶ ἔχουν ὄπλα. Ἐκεῖ νὰ δεῖτε κοσμικοὶ ἄνθρωποι τί θυσία ἔκαναν! Στὴν Κόνιτσα, κοντὰ στὸ σπίτι μας, ἐκεῖ ποὺ ἔχτισαν τώρα τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πρῶτα ἦταν τζαμί. Τοὺς ἔκλειναν μέσα στὸ τζαμὶ καὶ τοὺς ἔδερναν ὅλη τὴν νύχτα μὲ… βούρδουλα ποὺ εἶχε ἐπάνω κολτσίδες ὅλο ἀγκάθια ἢ μὲ καλώδια γδαρμένα. Ἔβγαιναν ἔξω τὰ σύρματα, ἔδεναν καὶ στὴν ἄκρη μολύβια καὶ μ’ αὐτὰ τοὺς χτυποῦσαν. Κι αὐτὸ τὸ ἀτσαλένιο σύρμα πήγαινε καὶ ἔγδερνε τὸ δέρμα. Γιὰ νὰ μὴν ἀκούγονται οἱ φωνές, τραγοδοῦσαν ἢ ἔβαζαν μουσική. Ἀπὸ ‘δῶ βγῆκε τὸ «ξύλο μετὰ μουσικῆς». Τοὺς κρεμοῦσαν καὶ ἀνάποδα καὶ ἔβγαζαν οἱ καημένοι αἷμα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ δὲν μιλοῦσαν, γιατί σκέφτονταν: «Ἂν μαρτυρήσουμε ἐμεῖς -ἤξεραν ποιοὶ εἶχαν τὰ ντουφέκια- ὕστερα θὰ χτυποῦν τὸν καθέναν, γιὰ νὰ μαρτυρήσει». Γι’ αὐτὸ οἱ πρῶτοι εἶπαν: «Ἂς πεθάνουμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξουμε ὅτι δὲν ἔχουν οἱ ἄλλοι ντουφέκια».

Καὶ ἦταν μερικοὶ ποὺ γιὰ μία ὀκὰ ἢ γιὰ πέντε ὀκάδες ἀλέυρι ἔλεγαν ὅτι ὁ τάδε π.χ. ἔχει δύο ντουφέκια. Πεινοῦσε ὁ κόσμος καὶ πρόδιδαν τοὺς ἄλλους. Ὁπότε καὶ μερικοὶ Ἰταλοὶ ἀπὸ ἕνα τάγμα ποὺ ἦταν νόθα παιδιὰ καὶ ἦταν βάρβαροι μὲ ὅλα τὰ κόμπλεξ ποὺ εἶχαν, ἔβγαζαν τὸ ἄχτι τους. Ἔπαιρναν τὰ μικρὰ παιδιά, τὰ ἔβαζαν τὰ καημένα γυμνὰ πάνω στὴ μασίνα ποὺ ἔκαιγιε καὶ τὰ πατούσαν νὰ καούν. Τὰ ἔκαιγαν, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν οἱ γονεῖς ποὺ ἔχουν τὸ ντουφέκι. «Δὲν ἔχω, δὲν ἔχω», ἔλεγαν οἱ μεγάλοι καὶ ἐκεῖνοι ἔκαιγαν τὰ παιδάκια. Θέλω νὰ πῶ, ἐκεῖνοι προτίμησαν νὰ πεθάνουν, ἂν καὶ ἦταν κοσμικοὶ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ μὴ φάνει καὶ ἄλλοι ξύλο ἢ γιὰ νὰ μὴν τοὺς σκοτώσουν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔσωσαν πολὺ κόσμο. Ἔτσι ἀπὸ μερικὰ παλληκάρια κρατήθηκε τὸ Ἔθνος!

Ὅσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δὲν πεθαίνουν. Ἂν δὲν ὑπάρχει ἡρωισμός, δὲ γίνεται τίποτε. Καὶ νὰ ξέρετε, ὁ πιστὸς εἶναι καὶ γενναῖος. Ὁ Μακρυγιάννης ὁ καημένος τί τράβηξε! Καὶ σὲ τί χρόνια!





Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο Λόγοι Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, 
τόμος Β΄, «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» σελ. 204-205
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr
https://simeiakairwn.wordpress.com/