Σελίδες

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Να νικάς το κακό με το αγαθό Από τις αναμνήσεις για τον Άγιο Αλέξιο της Μόσχας

 
Η 16/29 Σεπτεμβρίου είναι ημέρα της μνήμης του ξακουστού γέροντα της Μόσχας, κοσμικού πρωτοπρεσβύτερου Αλέξιου Μετσώφ (1859-1923), του εφημέριου του ναού του Αγίου Νικολάου στα Κλέννικι (Μόσχα), ο οποίος είχε χαρίσματα προσευχής και προοράσεως.
Προτείνουμε στους αναγνώστες μας μερικά αποσπάσματα από το νέο βιβλίο «Άγιος Αλέξιος της Μόσχας», που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο της Ιεράς Μονής Υπαπαντής της Μόσχας (Sretensky)..

Η μοναχή Ιουλιανία (Σοκολόβα) διηγήθηκε μια ιστορία: «Μιά φορά, μετά από την Θεία λειτουργία, ένας πιωμένος με κουρελιασμένα ρούχα, που δεν μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια του, πλησίασε τον π. Αλέξιο και, μιλώντας με δυσκολία του είπε: «Έχω χάσει εντελώς τον ευατό μου, γιατι συνέχεια πίνω πάρα πολύ. Η ψυχή μου έχει χαθεί... σώσον με, βοήθησέ με, πάτερ... έχω ξεχάσει τον ευατό μου ξεμέθυστο... έχασα την ανθρώπινη μορφή μου...».

Χωρίς να δωσει σημασία που ήταν τόσο απεχθής, , ο π. Αλέξιος πλησιάζει πολύ κοντά του και, κοιτάζοντας με συμπάθεια στα μάτια του, βάζει τα χέρια στους ώμους του και του λέει: «Αγαπητέ μου, ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να πίνουμε κρασάκι». – «Βοηθήστέ με, πάτερ, αγαπητέ, κάντε μια προσευχή». Ο π. Αλέξιος, παίρνει το δεξί του χέρι, τον οδηγεί στον άμβωνα και τον αφήνει εκεί, ενώ ο ίδιος πηγαίνει προς το ιερό. Αφού ανοίξει πανηγυρικά το καταπέτασμα και την ωραία πύλη του κεντρικού παρεκκλησίου του Καζάν, ξεκινάει την ιερά ακολουθία, προφέροντας με μια μεγαλοπρεπή φωνή: «Ευλογητός ο Θεός ημών...». Μετά παίρνει αυτόν τον βρομιάρη από το χέρι και τον βάζει μαζί του μπροστά από την ωραία πύλη. Πέφτει στα γόνατα και αρχίζει επίμονα να προσεύχεται στον Κύριο με δάκρυα στα μάτια. Τα ρούχα του κουρελιάρη είχαν σκιστεί τόσο πολύ που το σώμα του απογυμνώνοταν όταν αυτός, ακολουθώντας το παράδειγμα του ιερέα, έκανε μετάνοιες. Στο τέλος της προσευχής, ο π. Αλέξιος τρεις φορές έκανε το σημείο του σταυρού πάνω του, του έδωσε ένα πρόσφορο και τον φίλησε τρεις φορές.

Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα ένας καλοντυμένος άντρας ήρθε στην εκκλησία και αφού αγόρασε ένα κερί, ρώτησε κοντά στο παγκάρι: «Πώς θα μπορούσα να δώ τον πάτερ Αλέξιο;» Αφού έμαθε ότι ο π. Αλέξιος ήταν μέσα στην εκκλησία, δήλωσε με χαρά ότι θα ήθελε να τελεσθεί η ευχαριστήρια δέηση. Ο π. Αλέξιος που βγήκε από το ιερό στον άμβωνα αναφώνησε: «Βασίλη, εσύ είσαι;» Με ένα λυγμό ο Βασίλης, αυτός δηλαδή ο μεθυσμένος και κουρελιάρης που γνώρισε πρόσφατα, έπεσε στα πόδια του με κλάματα. Ο π. Αλέξιος άρχισε την ευχαριστήρια δέηση. Αποδείχθηκε ότι ο Βασίλειος βρήκε μια καλή δουλειά και ὅλα στη ζωή του τακτοποιήθηκαν.

***

Η πνευματική κόρη του π. Αλεξίου, μοναχή Ιουλιανία (Σοκολόβα), θυμήθηκε ότι ο π. Αλέξιος ήξερε να νικάει το κακό με το αγαθό: «Ένα πλήθος φοιτητών είχε έρθει μια φορά στην εκκλησία κατά τη διάρκεια του όρθρου. Ο π. Αλέξιος βρισκόταν στο ιερό και άκουσε ανδρικές φωνές, μελωδίες και φασαρία. Αυτοί που μπήκαν έκαναν τόσες αταξίες που ο φοβισμένος ψαλτής πρόλαβε να ολοκληρώσει τον εξάψαλμο με μεγάλη δυσκολία. Κάποιος συμβούλεψε τον ιερέα να τους βγάλει έξω, αλλά ο π. Αλέξιος ξεκίνησε τις ειλικρινείς προσευχές του. Ένας από τους φοιτητές άφησε την παρέα και εισήλθε στο ιερό. Ο π. Αλέξιος, που εκείνη την στιγμή ήταν κοντά στην Αγία Τράπεζα, στράφηκε γρήγορα, και είπε στον αναιδή με απαλή φωνή: «Πόσο υπέροχο είναι να βλέπεις νέους ανθρώπους να ξεκινούν την ημέρα τους με προσευχή... Ήρθατε να μνημονεύσετε τους γονείς σας;». Σοκαρισμένος από τέτοια θερμά λόγια, που ήταν εντελώς απροσδόκητα, ο νεαρός μουρμούρισε με απορία: «Ναι...».

Ο π. Αλέξιος Μετσώφ τελεί την ιερά προσευχή κατά την τελετή θεμελίωσης της οικίας για τους κληρικούς στην οδό Μαροσέϊκα (Μόσχα)

Στο τέλος του όρθρου ο π. Αλέξιος απευθύνθηκε με έναν θερμό χαιρετισμό στους επισκέπτες και με την ευακαιρία υπενθύμισε σ’αυτούς τους νέους που στη ζωή τους προσπαθούν συνήθως να αγωνίζονται για το «λαμπρό μέλλον», για την οικογένεια, τους γονείς που τους αγαπούν και ελπίζουν ότι όταν θα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, θα μπορέσουν να τους στηρίξουν... Μιλούσε τόσο ειλικρινά και με τόση αγάπη, και τους συγκίνησε τόσο πολύ, ώστε πολλοί έκλαψαν, άλλοι έμειναν για να ψάλλουν στην λειτουργία, και στη συνέχεια έγιναν φίλοι και θαυμαστές του, και κάποιοι από αυτούς έγιναν πνευματικά του παιδιά. Αργότερα παραδέχθηκαν τον αληθινό τους στόχο και ομολόγησαν μπροστά στον π. Αλέξιο ότι είχαν έρθει για να τον ξυλοκοπήσουν...».

***

Ο π. Παύλος Φλορένσκι έγραψε το 1924: «Η κοινότητα της Μαροσέϊκα με πνευματική της έννοια θα μπορούσε να αποκαλεστεί κόρη της Ιεράς Μονής της Όπτινα: εδώ η καθημερινή πορεία της ζωή είχε ως βάση της την πνευματική εμπειρία. Ο π. Αλέξιος δίδασκε με το δικό του παράδειγμα, όλη η ζωή γύρω του έβραζε και ο καθένας με τον δικό του τρόπο και στο μέτρο των δυνάμεών του, συμμετείχε στην ανάπτυξη της πνευματικής ζωής ολόκληρης της κοινότητας. Επιπλέον, παρόλο που η κοινότητα δεν είχε το δικό της νοσοκομείο, πολλοί καθηγητές, γιατροί, αρχινοσοκόμες και νοσοκόμες – τα πνευματικά παιδιά του π. Αλέξιου – εξυπηρετούσαν τους ασθενείς, οι οποίοι ζητούσαν βοήθεια από τον π. Αλέξιο. Παρόλο που η κοινότητα δεν είχε δικό της σχολείο, πολλοί καθηγητές, συγγραφείς, δάσκαλοι, φοιτητές και άλλα πνευματικά παιδιά του π. Αλεξίου βοηθούσαν με τις γνώσεις και τις γνωριμίες τους όσους το είχαν ανάγκη. Παρόλο που στην κοινότητα δεν υπήρχε ένα κανονικό οργανωμένο καταφύγιο, όσοι είχαν ανάγκη ή ζητούσαν βοήθεια, μπορούσαν να βρούν άσηλο, να τους προσφερθούν ρούχα, παπούτσια και φαϊ».

***

Ο π. Σέργιος Ντουρίλιν είχε φέρει μια φορά στη μνήμη του: «Το ίδιο έκανε ο π. Νεκτάριος, γέροντας της ‘Οπτινα, ο οποίος κάποτε είπε σε έναν πιστό: «Γιατί έρχεστε σε μας; Έχετε τον π. Αλέξιο». Αυτή η μαρτυρία για τον π. Αλέξιο δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί μεγαλύτερης σημασίας. Εκφράζει την βαθιά ενότητα του πνευματικού μονοπατιού του π. Αλεξίου με εκείνο των γερόντων της Οπτίνα, το οποίο ανάγεται στον μεγάλο Γέροντα Παΐσιο Βελιτσκόφσκι και μέσω αυτού στο ίδιο το Άγιον Όρος και στη ζωντανή πατερική παράδοση όλης της Ορθοδοξίας. Ο π. Αλέξιος ήταν ένας από τους γέροντες της Όπτινα, με την μοναδική διαφορά που ζούσε στη Μόσχα. Αυτό από μόνο του διακρίνεται από τη μεγαλύτερη χαρά, όπως και από το μεγαλύτερο νόημα».


Μετάφραση Ελένη Ογκορόντνικ

Pravoslavie.ru