Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Ἄραγε, ἐμεῖς πού δὲν ἠπίαμε τὸ τρελλὸ νερό, θὰ βαστάξουμε;


Φώτης Κόντογλου
Στὶς ἡμέρες τοῦ κορονοϊοῦ
Ἡ «ἱστορία τοῦ τρελοῦ νεροῦ» περιέχεται σὲ δύο βιβλία τοῦ Φώτη Κόντογλου, στὰ «Μυστικὰ Ἄνθη», ὅπου περιγράφεται μέσα σὲ ἕνα εὐρύτερο κείμενο ποὺ φέρει τὸν πλήρη τίτλο «Ὁ ἄρχων Μαμωνᾶς.

Καὶ ἡ ἱστορία τοῦ τρελλοῦ νεροῦ» καὶ στὸ «Εὐλογημένο Καταφύγιο».
Ὁ διδακτικὸς μύθος περιγράφεται ἀπὸ τὸν Φώτη Κόντογλου μὲ μικρὲς μόνο παραλλαγὲς στὶς δύο διαφορετικὲς ἐκδοχές του. Ἐμεῖς μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ κείμενο ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μυστικὰ Ἄνθη» (ἔκδ. Ἄλ.& Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1977, σέλ. 309-310) μαζὶ μὲ τὸ καταληκτικὸ σχόλιο τοῦ Φ. Κόντογλου.
Μία φορὰ ἤτανε ἕνας σουλτάνος, γνωστικὸς καὶ καλός, ποὺ ἀγαποῦσε σὰν πατέρας τὸν κόσμο ποῦχε στὴν ἐξουσία του. Εἶχε κι ἕναν βεζίρη, σοφὸν ἄνθρωπο, ἀστρολόγο, καὶ δὲν ἔκανε τίποτα ὁ σουλτάνος δίχως νὰ πάρει τὴ γνώμη του.
Μία μέρα, λέγει ὁ βεζίρης στὸν σουλτάνο: «Πολυχρονεμένε σουλτάνε, σὲ δύο-τρεῖς μῆνες ὁ Ἀλλὰχ θὰ βρέξει ἕνα τρελλὸ νερό, καὶ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζεις, γιὰ νὰ κάνεις τὸ χρέος σου ἀπὸ τώρα». «Καὶ τί εἲν’ αὐτὸ τὸ τρελλὸ νερό, βεζὶρ ἐφέντη;» τὸν ρώτησε ὁ σουλτάνος. «Αὐτὸ τὸ νερό, ἀποκρίθηκε...
ὁ βεζίρης, λέγεται τρελλὸ νερό, ἐπειδῆς ὅποιος τὸ πιεῖ, ἢ ἄνθρωπος ἢ ζωντανό, θὰ τρελλαίνεται καὶ θὰ κάνει πράματα παλαβὰ κι ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι δείχνει στὸν ἄνθρωπο ἡ φρονιμάδα ποὺ τούδωσε ὁ Θεός, κι ἔτσι θὰ πέσει στὸν κόσμο μεγάλη ταραχὴ καὶ δυστυχία. Κι ἐμεῖς, οἱ ἄρχοντές του, δὲν θὰ μπορέσουμε πιὰ νὰ τὸν κυβερνήσουμε, γιατί μηδὲ ὁ Ἀλλὰχ δὲν μπορεῖ νὰ κυβερνήσει τρελλοὺς ἀνθρώπους». «Τὸ λοιπόν, τί θὰ κάνουμε, βεζὶρ ἐφέντη;». «Εἶναι ἀνάγκη, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, νὰ μαζέψουμε ἀπὸ τώρα ἀπὸ τοῦτο τὸ καλὸ νερὸ ποὺ πίνουμε, καὶ νὰ τὸ φυλάξουμε, γιὰ νὰ πίνουμε ἐμεῖς οἱ ἄρχοντες, ὥστε νὰ μὴν τρελλαθοῦμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ τοὺς κυβερνοῦμε καλὰ καὶ μὲ δικαιοσύνη, ἀφοῦ ὁ Ἀλλὰχ τοὺς κρέμασε στὸ λαιμό μας, καὶ θὰ δώσουμε ἀπολογία γιὰ τὴ ζωή τους». Ὁ σουλτάνος τὸ παραδέχθηκε, καὶ πρόσταξε νὰ μαζέψουνε καλὸ νερὸ στὶς στέρνες τοῦ παλατιοῦ.


Στὸν διορισμένον καιρό, ποὺ εἶπε ὁ βεζίρης, ἔβρεξε ἀληθινὰ ἕνα νερὸ τρελλὸ καὶ πίνοντας τό, τρελλαθήκανε ἄνθρωποι καὶ ζωντανά, καὶ βγήκανε ἀπὸ τὰ φρένα τους καὶ τὰ βλέπανε ὅλα ἀνάποδα, τὸ καλὸ τὸ λέγανε κακό, τὸ γνωστικὸ τὸ λέγανε τρελλό, τὸ τρελλὸ τὸ λέγανε σωστό, τὸ δίκιο ἄδικο, τὸ ἄδικο δίκιο.


Ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζίρης πίνανε ἀπὸ τὸ καλὸ νερό, κι ἔτσι εἴχανε σωστὰ τὰ φρένα τους, καὶ κυβερνούσανε δίκαια καὶ γνωστικὰ τὸν τρελλὸ κόσμο.


Μὰ ὁ κόσμος, ἐνῶ ἀγαποῦσε πρωτύτερα τὸν σουλτάνο καὶ τὸν βεζίρη, τώρα, μὲ τὸ στριμμένο μυαλό του, ἐνοίωθε τὸ δίκιο γιὰ ἄδικο, καὶ φώναζε καταπάνω τους, πῶς γινήκανε ἄδικοι καὶ κακοῦργοι.


Μία μέρα, δύο μέρες, τρεῖς μέρες, περνοῦσε ὁ καιρός, κι ὁ κόσμος ὁλοένα ἀγρίευε καταπάνω στὸν σουλτάνο.


Τότε βλέποντας ὁ σουλτάνος πὼς θὰ τὸν σκοτώνανε, φώναξε μία μέρα τὸν βεζίρη καὶ τοῦ λέγει: «Βεζὶρ-ἐφέντη, βλέπω πὼς δὲν μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε μ’ αὐτοὺς τοὺς παλαβοὺς καὶ στὸ τέλος θὰ μᾶς σκοτώσουνε. Τὸ λοιπόν, ἢ πρέπει νὰ περιμένουμε ἕνα τέτοιο τέλος, κυβερνώντας τοὺς δίκαια καὶ καλά, ἢ νὰ πιοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ τρελλὸ νερό, γιὰ νὰ γίνουμε τρελλοὶ σὰν κι αὐτούς, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ μπορέσουμε νὰ συνεννοηθοῦμε μαζί τους. Ὁ Ἀλλὰχ θὰ μᾶς συγχωρέσει ποὺ θὰ χαθεῖ ἡ ἀλήθεια, μ’ αὐτὸ ποὺ θὰ κάνουμε».


Ἔτσι κ’ ἔγινε. Ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζίρης ἠπίανε ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ τρελλαθήκανε, καὶ κάνανε κακουργήματα καὶ παράλογα πράγματα, μὰ ὁ λαὸς τοὺς δόξαζε καὶ τοὺς πολυχρόνιζε καὶ τοὺς ἔλεγε πατεράδες του καὶ φύλακες τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀλήθειας.


Ἄραγε, ἐμεῖς ποὺ δὲν ἠπίαμε τὸ τρελλὸ νερὸ ποὺ ἔχουνε πιεῖ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, καὶ γι’ αὐτὸ μας ἔχουνε γιὰ τρελλούς, ἄραγε θὰ βαστάξουμε, ἢ θὰ πιοῦμε κι ἐμεῖς στὸ τέλος, νὰ τρελλαθοῦμε, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε μὲ τοὺς ἄλλους τρελλούς, μέσα σὲ τοῦτο τὸ φρενοκομεῖο τοῦ σημερινοῦ «πολιτισμοῦ»;

thriskeftika

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr