Σελίδες

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

"Τώρα, Παναγιά μου, μείναμε οι τρεις μας, εσύ, εγώ και το παιδί"...

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Χαμογέλα μου"
του πατρός Αθ. Καρανταΐδη.
Ο γάμος

Στις 16 Ιουνίου του 1973 ο Θεόφιλος και η Ελευθερία ενώθηκαν με τα ιερά δεσμά του γάμου. Δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε στην πορεία, τα δεσμά ήταν ιερά μόνο για το ένα μέλος της συζυγίας...

Μεσολάβησαν πέντε χρόνια και τρεις αποβολές, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε ψυχολογικό επίπεδο για την Ελευθερία, μέχρι τον Μάιο του 1978, όπου γεννήθηκε το πρώτο - και μοναδικό τους - παιδί.

Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια έζησαν οι τρεις τους όμορφες και ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές. Όλοι οι άνθρωποι όμως έχουν τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους.

"Ο Θεόφιλος ήταν ψηλός, αδύνατος και γοητευτικός άνδρας. Δεν ήταν τσιγκούνης, δεν σήκωσε ποτέ χέρι. Δεν ήταν "μαμάκιας", είχε όμως δύο μεγάλα πάθη: τα χαρτιά και τις γυναίκες... Το πρώτο σε καταστρέφει οικονομικά και το δεύτερο σου διαλύει την οικογένεια" έλεγε η Ελευθερία στη νύφη της, τη γυναίκα του γιου της, πολλά χρόνια μετά...

Το αναπόφευκτο επήλθε αμέσως μετά τα τέταρτα γενέθλια του μικρού τους γιου. Τον Μάιο του 1982, ο Θεόφιλος αποφάσισε να φύγει από το σπίτι, για να ζήσει με μιαν άλλη γυναίκα.

Την πρώτη μέρα της απουσίας του πατέρα, η Ελευθερία πήρε τον γιο της, στάθηκαν μπροστά στο εικόνισμα και είπε: "Τώρα, Παναγιά μου, μείναμε οι τρεις μας, εσύ, εγώ και το παιδί". Δεν μπόρεσε να συνεχίσει... Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα...

Τα δύσκολα χρόνια

"Εγκατάλειψη συζυγικής στέγης" αποφάνθηκε το δικαστήριο και υποχρέωσε τον Θεόφιλο στην καταβολή μηνιαίας διατροφής. Όλα άλλαξαν δραματικά για την Ελευθερία, η οποία σύμφωνα με επιθυμία του μέχρι τότε συζύγου της δεν εργαζόταν. Της είχε ξεκαθαρίσει πριν το γάμο τους, ότι δεν θέλει η γυναίκα του να δουλεύει. Τώρα είχε να διαχειριστεί τον πόνο της απόρριψης, την οικονομική στήριξη του σπιτού και την άσχημη ψυχολογική κατάσταση του μικρού...

Τα θαύματα που έζησε πολλά... Ένα πρωινό, αφού ξύπνησε τον μικρό για το σχολείο, διαπίστωσε έντρομη ότι το γάλα είχε τελειώσει και τα χρήματα στο πορτοφόλι δεν έφταναν για ν' αγοράσει... Πήγε στην εικόνα:

"Παναγιά μου, τι θα κάνω; Δεν έχω γάλα για το παιδί".

Σε λιγότερο από μισή ώρα, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν μια καλή της γειτόνισσα: "Καλημέρα, Ελευθερία μου! Πήγα για γάλα και πήρα και για σας!"

Δάκρυα ευγνωμοσύνης κύλησαν από τα μάτια της Ελευθερίας για την προστάτιδά της, την Παναγία. Δεν της έστειλε χρήματα, γάλα ήθελε, γάλα της έστειλε!

Το νηπιαγωγείο και οι δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού ήταν πολύ δύσκολα για τον μικρό της γιο. Ήταν πρόσφατος ο χωρισμός και η απουσία του πατέρα έντονη. Ο μικρός μαθητής είχε έντονο το αίσθημα της ανασφάλειας και έκλαιγε σε κάθε αποχωρισμό από τη μητέρα του. 

"Γιατί κλαις;" τον ρώτησε μία μέρα η Ελευθερία. "Φοβάμαι μη φύγεις και συ" απάντησε ο μικρός. "Μα η μαμά σ' αγαπάει, δεν θα φύγει!" "Κι ο μπαμπάς δεν μ' αγαπάει;" "Κι ο μπαμπάς σ' αγαπάει..." "Τότε γιατί έφυγε;..."

Όπως έλεγε πάντα η Ελευθερία, αυτή η τόσο απλή ερώτηση της έσχιζε την καρδιά και την "κολλούσε" στον τοίχο. Δεν μπορούσε να εξηγήσει σ' ένα πεντάχρονο παιδί γιατί, αφού ο μπαμπάς του το αγαπάει, είχε φύγει...

Ο Θεόφιλος είχε μια πολύ αραιή και τυπική επικοινωνία με το παιδί του. Έβλεπε τον μικρό για μερικές ώρες κάποιο πρωινό στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Δύο φορές το χρόνο. Για λίγες ώρες.
Έτσι, καθώς το παιδί μεγάλωνε, οι αναμνήσεις από τα τέσσερα πρώτα χρόνια της κοινής τους ζωής. πέρασαν στη λήθη και ό,τι θυμόταν από τον πατέρα του ήταν μόνο τα πολλά δώρα, που του έκανε, όταν βρίσκονταν, για να γεμίσει το κενό της απουσίας του... 

Σε ό,τι ζητούσε ο μικρός, ο Θεόφιλος δεν έλεγε όχι. Αυτό όμως συνέβαινε μόνο αυτές τις δύο συγκεκριμένες ημέρες του χρόνου. Ποτέ δεν έδωσε χρήματα στο παιδί, για να μην τα πάρει η μητέρα του. Λες και η Ελευθερία θα τα ξόδευε σε περιττές πολυτέλειες και λούσα...

Με τα χρήματα ήταν πολύ φειδωλός. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν κατέβαλλε τη νόμιμη διατροφή, με αποτέλεσμα η Ελευθερία και ο μικρός να στερούνται ακόμη και βασικά είδη. Ευτυχώς ο Θεόφιλος ήταν δημόσιος υπάλληλος 

κι έτσι μπόρεσε η Ελευθερία να πετύχει με δικαστική απόφαση την κατάσχεση μέρους του μισθού του. Η υπηρεσία του πλέον κρατούσε το ποσό της διατροφής και πήγαινε η Ελευθερία με τον μικρό κάθε μήνα και πληρώνονταν. 

Μεγαλώνοντας ο μικρός γινόταν ένα καλό και συναισθηματικό παιδί. Έλεγε συχνά στη μητέρα του: "Μαμά, χαμογέλα μου..." "Γιατί;" ρωτούσε τάχα ανήξερη εκείνη. "Γιατί μου αρέσει το χαμόγελό σου!" απαντούσε ο μικρός.

Τον έπαιρνε αγκαλιά χαμογελώντας κι εκείνες τις στιγμές ένιωθε όντως ευτυχισμένη...

Η Εκκλησία

"ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει· οὐ δώσει εἰς τὸν αἰῶνα σάλον τῷ δικαίῳ." ~ Ψαλμ. νδ' (54), 23


Όταν η Ελευθερία έμεινε μόνη της με το παιδί, η πρώτη πόρτα που σκέφτηκε να χτυπήσει και τη βρήκε ανοιχτή, ήταν της Εκκλησίας. Συνδέθηκε αμέσως με τους ιερείς της ενορίας της. Ο μικρός μπήκε από τα πέντε του στο Ιερό για να γίνει παπαδάκι. Τακτική στον κύκλο μελέτης αγίας Γραφής και στις κυριακάτικες και καθημερινές θείες Λειτουργίες. 

Στο σπίτι πάντα έκαιγε καντήλι και θυμίαμα και ποτέ δεν έλειπε ο Αγιασμός. Μάνα και γιος απέκτησαν μία συνειδητή, ουσιαστική και σταθερή σχέση με τον Θεό και την εκκλησία, με Πνευματικό, εξομολόγηση και τακτική Θεία Κοινωνία. Βοηθήθηκαν τόσο ψυχολογικά όσο και υλικά...

Όταν στην ενορία τους ξεκίνησε η λειτουργία συσσίτιου με τη μέριμνα του φιλοπτώχου ταμείου, ο προϊστάμενος ιερέας εξασφάλισε δύο μερίδες για την Ελευθερία και τον γιο της ως μία επιπλέον βοήθεια. Με τα χρήματα, που θα εξοικονομούσαν, θα κάλυπταν άλλες ανάγκες τους.

"Δοξασμένο το Όνομά Του, ποτέ δεν μας άφησε!" έλεγε πάντα με ευγνωμοσύνη η Ελευθερία. "Όταν μεγαλώσεις και θα μπορείς, όπου ακούς ότι έχουν ανάγκη, να βοηθάς! Με όποιον τρόπο μπορείς. Στα πρόσωπα εκείνων των ανθρώπων να ξεπληρώνεις αυτούς, που τώρα βοηθάνε εμάς" ήταν η συμβουλή, που έδινε συχνά στο γιο της.

Μία ακόμη δοκιμασία

... ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1992, η Ελευθερία δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον δικηγόρο της, ο οποίος την ενημέρωνε ότι έπρεπε εντός τριμήνου να φύγουν με το παιδί από το σπίτι, διότι ο πατέρας του παιδιού το πούλησε... Είχε δημιουργήσει μεγάλα χρέη από χαρτοπαίγνια... Θα πέταγε το παιδί του στον δρόμο...

Η Ελευθερία ένιωσε να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια της. Δεν πίστευε ποτέ πως ο άνθρωπος, που αγάπησε τόσο, θα έφτανε σε τέτοιο σημείο. Μπορούσε να καταλάβει πως ο Θεόφιλος έπαψε να την αγαπάει και παντρεύτηκε μιαν άλλη γυναίκα - δεν ήταν μοναδικό φαινόμενο - αλλά το να φανεί τόσο αχάριστος στην ίδια και τόσο σκληρόκαρδος στο παιδί του ήταν κάτι, που δεν το περίμενε.

Σε λιγότερο από έναν μήνα είχε βρει και είχε νοικιάσει ένα σπίτι, στο οποίο μετακόμισε με τον έφηβο πια γιο της. Μέσα σε όλες τις δυσκολίες, είχε πλέον να καλύψει και τα έξοδα του ενοικίου...

Από την εποχή που χώρισε, η Ελευθερία προσπαθούσε να δουλεύει για να εξασφαλίσει ένα μικρό, οικονομικό βοήθημα. Πήγαινε σε βιοτεχνίες κι έπαιρνε δουλειά για το σπίτι, αφού το παιδί ήταν μικρό και δεν είχε που να το αφήσει. Τώρα όμως, που προέκυψε το ενοίκιο, η ανάγκη εύρεσης εργασίας ήταν μεγάλη.

Ο αδερφός της εργαζόταν ως ασφαλιστής σε μία μεγάλη, πολυεθνική, ασφαλιστική εταιρεία, η οποία διατηρούσε γραφεία στο κέντρο της πόλης, στην οδό Αγίας Σοφίας. Εκεί έπιασε δουλειά ως καθαρίστρια. Το παιδί είχε μεγαλώσει και τελειώνοντας κάθε μεσημέρι το σχολείο, επέστρεφε σπίτι, έτρωγαν κι έφευγαν μαζί να καθαρίσουν τα γραφεία της εταιρείας. Παράλληλα καθάριζε και από κανένα σπίτι της γειτονιάς κι έτσι κατάφερναν να επιβιώνουν...

Βέβαια ούτε λόγος για καινούρια ρούχα και παπούτσια για εκείνην και το παιδί! Όλα αποφόρια και δεύτερο χέρι. Και όταν κάποιες φορές - ως παιδί - διαμαρτυρόταν ο μικρός, του έλεγε στοργικά: "Να μην ντρέπεσαι, αρκεί που είναι σε καλή κατάσταση και καθαρά..."

Η ίδια επέτρεψε την αγορά καινούριων ρούχων για τον εαυτό της πολλά χρόνια αργότερα, για τον αρραβώνα του γιου της. Ήταν η πρώτη μεγάλη χαρά, που έπαιρνε, και θα ακολουθούσαν κι άλλες...


"Τώρα, Παναγιά μου, μείναμε οι τρεις μας, εσύ, 
εγώ και το παιδί"...
Απόσπασμα από το βιβλίο: "Χαμογέλα μου"
του πατρός Αθ. Καρανταΐδη.

Μέρος των εσόδων αυτού του βιβλίου θα προσφερθεί στο Σπίτι της Μαρίας, ξενώνα
 φιλοξενίας άγαμων μητέρων και κακοποιημένων γυναικών, Θέρμη Θεσαλλονίκης.