Σελίδες

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

"Οι Τούρκοι πέρασαν". Να τι αφήσαν πίσω.


Οι εκτοπίσεις, ο θάνατος και ο αβάσταχτος πόνος...


Οι Τούρκοι Πέρασαν

Εκεί όπου τα πόδια μου επάτησα

το αίμα πάντα άφθονο τη γη ποτίζει

κι εκεί όπου τα χέρια μου τα άπλωσα

ο Μάης σε φθινόπωρο ευθύς γυρίζει.



Και πέτρα πάν' στην πέτρα αν ξεγελαστώ

κι αφήσω, με το τζάκι μου να σβήσω,

το σπίτι μου να γκρεμιστεί και να χαθώ.

Θα κάνω τάφους τους ροδώνες όλους γύρω.



Θ' αφήσω όλεθρο που θαν' μοναδικός

και ξανάγραψε ποτέ η ιστορία

που δεν θα διορθώσει ο πολιτισμός

σε δέκα χρόνια μετά. Πίστη μ' είν' η βία.



Απ' την αναπνοή μου θα ξερνώ φωτιά

και θάνατο τριγύρω, από το ντουφέκι.

Σημαία δεν θ' αφήσω στις επάλξεις μια

και το σπαθί μου θαν' παντού αστροπελέκι.



Θε να λερώσω κάθε χρώμα πούν' λευκό

με ένανε λεκέ μαβί από μπαρούτι

κι αυτόν θα τον ποτίσω μ' αίμα εχθρικό

να με θυμούνται οι εχθροί μου τούτοι.



Τα σπλάχνα θα κρεμάσω στου γαϊτανιού

την άκρη. Και του κόσμου τη σοφία όλου

μαζί με τον πολιτισμό, στου ντουφεκιού

τη σφαίρα και στα πίσω πόδια του αλόγου.



Οι ρεματιές, τα δάση πάνω στα βουνά

μαζί με τους σταυρούς τ' ολέθρου που θ' αφήσω

για πάντα θα μιλούν στον κόσμο για καλά

"Οι Τούρκοι πέρασαν". Να τι αφήσαν πίσω.

                                                                                                               
Ενίς-Αβνί Μπέη (Άκκα Γιουντίς), 1912, περιοδικό Τανίν.


Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τόμος Θ’

Αναφορικά προς τις επιδρομές των Τουρκομάνων στην Μικρά Ασία μετά από το 1071 και την ήττα των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ: «Χαρακτηριστικό είναι το επόμενο απόσπασμα: "ηφανίζοντο μεν πόλεις, εληΐζοντο δε χώραι και πάσα η Ρωμαίων γη Χριστιανών αίμασιν εμιαίνετο. Οι μεν γαρ βέλεσί τε δόρασι οικτρώς έπιπτον, οι δε των σφετέρων απελαυνόμενοι δορυάλωτοι προς τας πόλεις Περσίδος  απήγοντο. Και τρόμος άπαντας είχεν επί τα άντρα και τα άλση και τα όρη και τους βουνούς από τον εισπιπτόντων δεινών κρύπτεσθαι επειγομένους. Εν τούτοις οι μεν εποτνιώντο εφ’ οίς έπασχον προς Περσίδα απαγόμενοι, οι δ’ έτι περιόντες, εί που τινες τοις Ρωμαϊκοίς ορίοις εναπέμειναν, βύθιον στένοντες ο μεν υιόν, ο δε θυγατέρα εθρήνει· ο δε αδελφόν, ο δε αδελφιδούν απεκλαίετο προ καιρού θνήσκοντα και οία γυναίκες θερμόν κατέσταζον δάκρυον. Και ουκ ην τότε ουδεμία τις σχέσις άδακρυς ουδ’ αστένακτος"» σ. 46


«Το μέγεθος της καταστροφής που επέφερε ο Τούρκος εμίρης Τζαχάς φαίνεται καθαρά από την τύχη που επιφυλάχθκε στην πόλη Αδραμύττιο κατά τα τέλη του 11ου αι. Όπως γράφει η Άννα Κομνηνή, "πόλιν δε πρώην μενη ην πολυανθρωποτάτη· οπηνίκα δε ο Τζαχάς τα κατά την Σμύρνην εληΐζετο, και αυτήν παντελώς εριπώσας ηφάνισε. Τον γουν παντελή αφανισμόν της τοιαύτης θεασάμενος πόλεως, ως δοκείν μηδέ άνθρωπον κατοικήσαι ποτέ εν αυτή".

            Το Δορύλαιο στη βορειοδυτική άκρη του μικρασιατικού υψιπέδου παρέμεινε κατεστραμμένο επί έναν αιώνα, οπότε και ανοικοδομήθηκε από τον Μανουήλ Κομνηνό, το 1175. "Αλλά Πέρσαι", όπως αναφέρει ο Ιω. Κίνναμος, "οπηνίκα η κατά Ρωμαίων ήκμαζεν εκδρομή, την τε πόλιν εις έδαφος βεβλημένην ανθρώπων έρημον παντάπασιν επεποίηντο και τα τήδε πάντα μέχρι και επί λεπτόν της πάλαι σεμνότητος ηφάνισαν ίχνος".

            Η Καισάρεια ήταν ακόμη ερειπωμένη όταν εμφανίσθηκαν στην περιοχή οι πρώτοι σταυροφόροι· ανοικοδομήθηκε μόλις το 1134 από τον Ντανισμεντίδη (σουλτάνο) "Μαχούμετ".

            Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία της πόλεως Έδεσσας στο ανατολικότερο σημείο της χερσονήσου. Η πόλη είχε κατορθώσει επί μακρό διάστημα να αντισταθεί στους Τούρκους. Το 1071 ο πληθυσμός της έφθανε τις 35.000 κατοίκους περίπου. Λόγω των καταστροφών όμως που υπέστησαν οι αγροτικές περιοχές μετά το 1071, μεγάλο μέρος των κατοίκων έσπευσε να βρει καταφύγιο μέσα στην ισχυρά οχυρωμένη πόλη, με αποτέλεσμα το 1144-45 ο πληθυσμός της να φθάσει τις 47.000 ψυχές. Τη χρονιά εκείνη ο Τούρκος αρχηγός Ζένγκι κατέλαβε την πόλη, την κατέστρεψε και την ισοπέδωσε. Κατά τον Μιχαήλ Σύρο "η Έδεσσα είχε πλέον ερημωθεί. Δεν κινούνταν παρά μόνο μια μορφή με μαύρο μανδύα, χορτασμένη από το αίμα των κουφαριών των κατοίκων. Βρυκόλακες και άγρια θηρία περιέτρεχαν τη νύχτα την πόλη, τρώγοντας τις σάρκες των σκοτωμένων και εκεί έγινε τόπος συγκεντρώσεως των τσακαλιών· κανείς δεν έμπαινε στην πόλη εκτός από εκείνους που έψαχναν να βρουν θησαυρούς. (…)".

            Οι Τούρκοι σκότωσαν 30.000, οδήγησαν στη δουλεία άλλους 16.000 από τους κατοίκους και μόνο 1.000 κατόρθωσαν να διαφύγουν. Τα τέσσερα μόνο αυτά χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναφέρθηκαν σχετικά με την καταστροφή που υπέστησαν το Αδραμύττιο, το Δορύλαιο, η Καισάρεια και η Έδεσσα είναι ενδεικτικά για την τύχη μεγάλου μέρους των αστικών και αγροτικών κέντρων του Βυζαντίου κατά την περίοδο αυτή. Οι πηγές που αναφέρονται σ’ αυτή την περίοδο είναι βέβαια ελλιπείς· παρ’ όλα αυτά δίνεται σαφής εικόνα του μεγέθους της καταστροφής στον κατάλογο που παρατίθεται στο τέλος του κειμένου. Σ’ αυτόν σημειώνονται οι πόλεις και οι περιοχές της Μικράς Ασίας που καταστράφηκαν και καταλήφθηκαν. Από τον κατάλογο φαίνεται ότι 60 τουλάχιστον μικρασιατικές πόλεις καταστράφηκαν στη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε. Είναι πιθανό ότι ορισμένες από αυτές τις πόλεις ανοικοδομήηκαν, ενώ άλλες καταστράφηκαν και για δεύτερη φορά. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό πάντως το μέγεθος της καταστροφής και της διαλύσεως που προξένησαν οι νομαδικές επιδρομές και εγκαταστάσεις στη Μικρά Ασία.

            Μια άλλη συνέπεια των κατακτήσεων και εγκαταστάσεων των Τούρκων στη Μικρά Ασία ήταν η εκτόπιση των γηγενών πληθυσμών από τις εστίες τους. Οι τουρκικές εισβολές προξένησαν βέβαια τεράστια αναταραχή· δεν ήταν δυνατό όμως να αφανίσουν τους μικρασιατικούς πληθυσμούς στο σύνολό τους. σημαντικό μέρος του πληθυσμού μπροστά στον κίνδυνο των νομαδικών επιδρομών τράπηκε σε φυγή. Το φαινόμενο αυτό της φυγής παρατηρήθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους δεν εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία, αλλά προτίμησαν να καταφύγουν σε ασφαλέστερες περιοχές, που δεν αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο από τους νομάδες. (…) Ο Ματθαίος της Εδέσσης αναφέρει με γραφικό τρόπο τη φυγή των χριστιανικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας στα τέλη του 11ου αι.:"Παντού, σε ολόκληρη την περιοχή της Κιλικίας, ώς την Ταρσό, τη Γερμανίκεια και τη Δολίχη και στα περίχωρα, βασίλευε αναταραχή. Και τούτο συνέβαινε γιατί οι πληθυσμοί κατά χιλιάδες συνέρρεαν και συνωστίζονταν σ’ αυτές τις περιοχές. Έμοιαζαν με ακρίδες που κάλυπταν την επιφάνεια της γής (…) Επιφανείς άνθρωποι, ευγενείς, αρχηγοί και δέσποινες περιπλανώνταν ικετεύοντας ένα κομμάτι ψωμί. Το θλιβερό αυτό θέαμα αντίκρισαν τα μάτια μας".

            Έτσι οι τουρκικές επιδρομές επέφεραν την εκτόπιση των γηγενών χριστιανικών πληθυσμών, αλλού σε μεγάλη και αλλού σε μικρότερη κλίμακα. Η εκτόπιση αυτή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στις ανατολικές, στις βόρειες, στις νότιες και στις δυτικές περιοχές, με αποτέλεσμα Έλληνες και Αρμένιοι να εγκαταλείψουν τις περιοχές του κεντρικού υψιπέδου και να κατευθυνθούν προς τα παράλια (…). Πρέπει ακόμη να τονισθεί ότι η Μικρά Ασία απέβη πλέον πεδίο διαρπαγής και πολλοί από τους αρχηγούς των νομαδικών φύλων είχαν διαποτισθεί από τη νοοτροπία και τον φανατισμό των γαζήδων, ο οποίος ήταν συνυφασμένος με την ιδέα του αφανισμού των εχθρών του Ισλαμισμού. Η λεηλασία πολλών πόλεων συνοδευόταν από μεγάλες σφαγές. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε στ Σεβάστεια, στο Άνιον, στην Καισάρεια, στη Νεοκαισάρεια, στο Ικόνιο, στο Αμόριο και στις Χώνες πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ· από τότε και στο εξής έγινε πλέον κοινό φαινόμενο παντού. (…)

            Ο Αρμένιος χρονικογράφος Ματθαίος ο Εδέσσης μάς αναφέρει τα εξής: "Με την έναρξη του έτους 528 (1079-80) ο λιμός ερήμωσε τις περιοχές που κατοικούσαν οι χριστιανοί, οι οποίες ήδη είχαν αφανισθεί από τις άγριες και φονικές τουρκικές ορδές. Καμία επαρχία δεν διέφυγε την ερήμωση. Παντού οι χριστιανοί είχαν παραδοθεί στην κόψη του σπαθιού ή είχαν σκλαβωθεί, με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι καλλιέργειες των αγρών και να υπάρχει έλλειψη άρτου. Οι γεωργοί και οι εργάτες είχαν σφαγεί ή είχαν οδηγηθεί στην αιχμαλωσία και στη σκλαβιά· η πείνα είχε απλωθεί παντού. Πολλές επαρχίες ήταν έρημες από τους κατοίκους τους· το ανατολικό έθνος (Αρμένιοι) δεν υπήρχε πια και η χώρα των Ελλήνων έκειτο σε ερείπια. Πουθενά κανείς δεν μπορεούσε να προμηθευθεί τροφή".

            Άλλοι παράγοντες οι οποίοι επέδρασαν στη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού και στην αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν η δουλεία, οι επιγαμίες και ο προσηλυτισμός στον Μωαμεθανισμό. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Τούρκοι επιδόθηκαν στο προσοδοφόρο εμπόριο των σκλάβων, πηγή του οποίου ήταν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας. (…)

            Το παρακάτω απόσπασμα του Θεοδώρου Βαλσαμώνος στον 81ο κανόνα του Αγ. Βασιλείου, που αναφέρεται στις προσπάθειες των αλλοθρήσκων να αναγκάσουν τους χριστιανούς να απαρνηθούν την πίστη τους, είναι ενδεικτικό των εκτεταμένων εξισλαμισμών που έγιναν στη Μικρά Ασία: "…λέγουσί τινες τα του παρόντος κανόνος σχολάσαι δια το την πίστιν τη του Θεού χάριτι επί πέτραν ορθοδοξίας αραρότως στηρίζεσθαι, και τους τυράννους λιθολευστηθήναι πετροβόλοις μαρτυρικοίς προ χρόνων πολλών, αλλά και σήμερον πολλοί ταις των αθέων Αγαρηνών χερσίν αλώσιμοι γινόμενοι, και βασανιζόμενοι, την μεν, την ορθόδοξον πίστιν εξόμνυνται, την δε, την άθεον θρησκείαν του Μωάμεθ διόμνυνται· άλλοι δε και εκοντί εαυτούς επιρρίπτουσιν εις τον της απιστίας βόθρον…"» σ. 47-48