Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

Φώτης Κόντογλου: Ἡ φιλαργυρία. Ἡ βαρειὰ αρρώστεια τῆς ψυχῆς


«Ποιήσατε ὑμῖν βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ανέκλειπτον έν τοῖς οὐρανοῖς, ό­που κλέπτης οὐκ ἐγγίζει» (Λουκ. ιβ', 33)

«Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυ­ρία» (Ἅ' Τιμόθ., στ', 10)

Ἀπ' ὅλες τὶς αρρώστειες ποὺ παθαίνει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πιὸ σιχαμερή, κατὰ τὴν κρίση μου, εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ τσιγγουνιά. Ἀπὸ μικρός την ἀπεχθανόμουνα. Καὶ τώρα, μ' ὅλο πού, μὲ τὴν ἡλικία, ἄλλαξα γνώμη γιὰ πολλὰ πράγματα, γιὰ τὴν τσιγ­γουνιά δὲν ἄλλαξα. Προτιμῶ νάχω νὰ κάνω καὶ μ' ἕναν φονιᾶ ακό­μα, παρὰ μ' ἕναν τσιγγούνη. Γιατί, ὁ φονιᾶς μπορεῖ νὰ σκότωσε σὲ ἀναβρασμὸ ψυχῆς, ἀπάνω στὸν θυμό του, καὶ νὰ μετάνοιωσε ύστε­ρα, ἐνῶ ὁ τσιγγούνης εἶναι ψυχρὸς ὑπολογιστής, ὡς τὸ κόκκαλο χα­λασμένος. Στὸν φονιᾶ μπορεῖ νὰ βρεῖς καὶ κάποια αἰσθήματα, στὸν τσιγγούνη δὲν θὰ βρεῖς κανένα. Ὁ τσιγγούνης, εἶναι βέβαια πάντα ἐγωιστής, ἀγαπᾶ μοναχὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλά, πολλὲς φορές, εἶναι ἕνα τέρας χειρότερο κι ἀπὸ τὸν ἐγωιστή, γιατί μπορεῖ νὰ μὴν α­γαπά μήτε τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πεῖνα. Μ' αὐτὸ δείχνει ὁ ἄνθρωπος πως μπορεῖ νὰ καταντήσει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ...δὲν καταντᾶ κανένα ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα. Μοναχὰ αὐτός, ποὺ ὠνόμασε τὸν ἑαυτό του «βασιλέα τῶν ζώων», φτάνει σὲ τέτοια σιχαμερὴ ἀνοησία, ὥστε, ἀπὸ τὴν τσιγγουνιά του, νὰ κρύβει τὰ λεφτὰ μέσα στὸ στρῶμα ἢ στὸ μαξιλάρι, καὶ νὰ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα. Εἴδατε κανένα σκύλο τσιγγούνη; Ἢ κανέναν γάϊδαρο, ποὺ νάχει μπόλικον σανὸ γιὰ νὰ φάγει, κι ὡστόσο νὰ μὴν τὸν εγ­γίζει, καὶ νὰ τὸν βρίσκουνε ψόφιον ἀπὸ τὴν πεῖνα; Βλέπεις πῶς ὁ τσιγγούνης καταντᾶ τρελλός, καὶ μάλιστα ὁ πιὸ ασυμπάθιστος, ὁ πιὸ ἀντιπαθητικὸς τρελλός.


Ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι συνηθισμένος φιλάργυρος καὶ ποὺ δὲν φτάνει στὸ πάθος ποὺ εἶπα, καὶ κεῖνος ἔχει ἀπάνω του κάποια κρυάδα. Τὸν πλησιάζεις δισταχτικά. Δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ φερθεῖς ἐλεύθερα, γιατί κι ἐκεῖνος εἶναι διπλοκουμπωμένος, «σπαγγοραμένος», ὅπως τὸν λένε. Γιατί, ἡ τσιγγουνιά τον κάνει ὑποκριτὴ καὶ καχύποπτον.


Τὰ λεφτὰ εἶναι ἐπικίνδυνα πράγματα, καὶ πολὺ φαρμακερὰ γιὰ τὴν ψυχή. Πολλοὶ ἀρχίζουνε ἀπὸ οἰκονομία, καί, σιγά,σιγᾶ - σιγά,σιγᾶ, γίνουνται φιλάργυροι, στὸ τέλος τοὺς καβαλλικεύει ὁ Μαμωνάς. Μὲ τὴ φιλαργυρία, στενεύει ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως μὲ τὴν ανοιχτοχεριά πλαταίνει. Ὁ τσιγγούνης εἶναι τσιγγούνης καὶ στὰ αἰσθήματα, δὲ μπορεῖ νάχει μέσα του τίποτα γενναῖο. Πῶς νὰ κά­νει θυσία, θυσίᾳ γιὰ τὸν ἄλλον ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος;


Ἡ ἀγάπη τῶν λεφτῶν φέρνει τὶς μεγαλύτερες συμφορὲς στὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ Ἰούδας ὁ φιλάργυρος παράδωσε τὸν Χριστό. Κι οἱ περισσότεροι καυγᾶδες ἀνάμεσα στοὺς ανθώπους, οἱ γκρίνιες μέ­σα στὶς οἰκογένειες, οἱ πόλεμοι ποὺ ρημάζουνε τὸν κόσμο καὶ τὸν γεμίζουν αἵματα, τὰ καταραμένα λεφτὰ ἔχουνε γιὰ αἰτία. Τὰ συμφέροντα.


Ἡ Ἐκκλησία, τὴ Μεγάλη Βδομάδα, ψέλνει πολλὰ τροπάρια ποὺ κατακρίνουνε τὴ φιλαργυρία. Τὸν Ἰούδα τον λέγει «γέννημα ἐχιδνῶν, δόλιον, προδότην, παράνομον», καὶ μᾶς ξορκίζει νὰ διώξουμε ἀπὸ πάνω μας τὴ φιλαργυρία.


Τούτη ἡ κακὴ αρρώστεια εἶναι σήμερα πολὺ ξαπλωμένη καὶ πολὺ βαρειά, πάθος παγκόσμιο ποὺ τρώγει τὶς καρδιὲς σὰν σκούληκας, σ' Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ποτὲ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀγαπήσανε τὸ χρῆμα τόσο πολύ, ὅσο σήμερα. Γιατί, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὑλιστής, δὲν πιστεύει σὲ ἄλλη ζωή, ἐπειδὴ δὲν πιστεύει σὲ Θεό, καὶ ρίχνεται μὲ τὰ μοῦτρα ν' απολάψει τούτη τὴ ζωή. Τούτη τὴ ζωή, πού, ὡς νὰ προφτάσεις νὰ τὴ δεῖς, φεύγει καὶ χάνεται, σὰν ἴσκιος. Αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἴσκιο κυνηγᾶ ὁ δύστυχος ἄνθρωπος, σή­μερα, καί παιδεύεται καὶ σκοτώνεται γι' αὐτὸν τὸν ἴσκιο, θαρρών­τας πὼς μὲ τὰ λεφτὰ κάνει κάτι.


Γνώρισα κάμποσους ἀπὸ κείνους, ποὺ ἔχουνε πολλὰ πλούτη κι εἶδα τὴν ἀγωνία τους καὶ τὴ δυστυχισμένη εὐτυχία τους. Δὲν μιλῶ γιὰ ὅσους μποδίζουνται ν' απολάψουνε τὴ ζωὴ γιατί ἔχουνε αρρώστειες ἢ ἄλλες συμφορές, ἀλλὰ μιλῶ γιὰ κείνους ποὺ ἔχουνε υ­γεία καὶ κάθε μέσο γιὰ νὰ ζήσουνε καλά. Ὅλα τὰ ἔχουνε, παρεκτὸς τῆς εὐτυχίας. Ἡ εὐτυχία, ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία, βρίσκεται πο­λύ μακρυά τους, κατὰ πρῶτο γιατί ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα πρᾶγμα άστα­το, σὰν τὴ βελόνα τοῦ Ναστραντίν - Χότζα, ποὺ στεκότανε απά­νω σ' ἕνα αὐγό. Εὐτυχία δίχως σιγουριά, δὲ μπορεῖ νὰ γίνει. Ὁ πλούσιος εἶναι ὁλοένα ἀνήσυχος, φοβᾶται τί θὰ τοῦ ἔρθει αὔριο, τί θὰ ξημερώσει. Ὕστερα, τὰ πλούτη φέρνουνε ταραχή, μπερδέ­ματα, φροντίδες, κι ὅποιος εἶναι πολυμέριμνος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εὐτυχισμένος, γιατί δὲν βρίσκεται ποτὲ μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό του. Κι ὅποιος δὲν μένει ποτὲ μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν γνωρίζει τί λογῆς εἶναι ἡ εὐτυχία. Ἡ πηγὴ ποὺ ἀναβρύζει ἡ εὐτυχία, δὲν εί­ναι ἡ Τράπεζα, μήτε ὁ μπεζαχτάς, ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη καρδιά.


(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μυστικὰ Ανθη», Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου)


http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr