Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1963
– Πότε κιόλας ἐπέρασεν η Σαρακοστή; Πότε ἔφθασεν ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα; Καθόλου δὲν ἐκατάλαβα, εἶπεν ἡ μητέρα στὴ Δαφνούλα καὶ στὸν Κωστάκη, τὰ παιδιά της.
Ἡ Δαφνούλα τὴν ἐρώτησε:
– Γιατί, μητέρα, αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα τὴν λέγομε Μεγάλη;
– Γιατί, παιδί μου, τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἔπαθε πολλὰ ὁ Χριστὸς ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸ τέλος τὸν ἐσταύρωσαν.
– Γιατί, μητέρα, αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα τὴν λέγομε Μεγάλη;
– Γιατί, παιδί μου, τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἔπαθε πολλὰ ὁ Χριστὸς ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸ τέλος τὸν ἐσταύρωσαν.
Τὴν ὥρα ἐκείνη κάτω στὸ δρόμο τὰ παιδιὰ ἐχαλοῦσαν τὸν κόσμο ἀπὸ φωνές. Ἦταν ὁ Φώτης, ὁ Ἀλέκος καὶ ἄλλα γειτονόπουλα αὐτά, ποὺ ἐφώναζαν. Τί γέλια! Τί ξεφωνητά!Τί κακό!
Εἰς τὴν μητέρα ἐφάνηκε πολὺ ἄπρεπο αὐτό. Τέτοια ἡμέρα λυπητερὴ νὰ φωνάζουν τὰ παιδιὰ τόσο! Κατέβηκε γι’ αὐτὸ κάτω καὶ τοὺς εἶπε μερικὲς κουβέντες πολὺ φρόνιμες:
– Ἄν εἴχατε, παιδιά μου, στὸ σπίτι σας κάποιον δικό σας νὰ ὑποφέρῃ, θὰ ἐκάνατε ὅ,τι κάνετε τώρα; Θὰ ἐγελούσατε, θὰ ἐτρέχατε, θὰ ἐγεμίζατε τὸν κόσμο ἀπὸ ξεφωνητά;
Τὰ παιδιὰ δὲν ἤξεραν γιατί τοὺς ἔλεγε αὐτὰ καὶ ἐκοίταζαν σιωπηλά. Μονάχα ὁ Τάκης τῆς εἶπε:
– Μὰ ἐμεῖς δὲν ἔχομε κανένα δικό μας νὰ ὑποφέρῃ. Γιατί νὰ μὴ γελοῦμε καὶ νὰ μὴ φωνάζωμε;
– Καὶ ὅμως, παιδιά μου! Ἔχομε κάποιον πολὺ δικό μας, ποὺ ὑποφέρει! Ἔχομε τὸ Χριστό μας. Ὅλη αὐτὴ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ὑποφέρει, βασανίζεται, σταυρώνεται. Ἐμεῖς, σὰν Χριστιανοί, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ μὴν νοιώθωμε τὸν πόνο του. Αὐτὸς γιὰ μᾶς ἐσταυρώθηκε.
Ἡ μητέρα δὲν τοὺς εἶπε ἄλλο τίποτε καὶ ἀνέβηκε πάλι στὸ σπίτι. Τὰ παιδιὰ ὅμως ἐκατάλαβαν τὸ σφάλμα τους καὶ ἐσιώπησαν. Ὁ Ἀλέκος μάλιστα, ποὺ ἧταν ἀπ᾽ ὅλους μεγαλύτερος, ἐλυπήθηκεν ἀκόμη πιὸ πολύ.
– Ἀλήθεια, παιδιά: Ἔπρεπε νὰ τὸ συλλογισθοῦμε καὶ μόνοι μας αὐτό. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ κτυποῦν οἱ καμπάνες, νὰ ἔχωμεν ἀγρυπνίες, νὰ εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα κι ἐμεῖς νὰ ξεφωνίζωμε. Ὄλες αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες πρέπει νὰ εἴμεθα προσεκτικοί. Νὰ πηγαίνωμε στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ παρακολουθοῦμε μὲ εὐλάβεια τὶς ἱερὲς τελετές.