Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Το παπικό «πρωτείο» και η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης




«Πού είναι τώρα η πέτρα σας; Πού η στερεότης αυτής; Ο ίδιος ο Χριστός ήταν η πέτρα. Η αληθινή πέτρα αναστήθηκε, για να δυναμώσει τον Πέτρο, ο οποίος κλονίστηκε, εγκαταλείποντας την πέτρα».

( Ιερός Αυγουστίνος)

Η θεωρία του παπικού «πρωτείου» διατείνεται ότι ο Χριστός κατέστησε τον απόστολο Πέτρο μοναδικό και αποκλειστικό αντιπρόσωπό του στη γη (vicarius Christi) με υπεραποστολική εξουσία πάνω στους υπόλοιπους Αποστόλους και σε όλη την Εκκλησία. Επίσης, σύμφωνα πάντα με τη θεωρία αυτή, ο απόστολος Πέτρος, ως υποτιθέμενος πρώτος επίσκοπος Ρώμης, μεταβιβάζει στον εκάστοτε διάδοχό του τη θεόσδοτη εξουσία του. Αυτή η θεωρία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στερείται αγιογραφικής κατοχυρώσεως και γι’ αυτό παραμένει αυθαίρετη και μετέωρη.



Α. Η ομολογία και η αποκάλυψη του Πέτρου



Ο Παπισμός, αναζητώντας βιβλική τεκμηρίωση μιας δήθεν υπερεκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Πέτρου, καταφεύγει κυρίως στο εδάφιο: Ματθ. ι’ 17-19. Σε αυτό το ευαγγελικό χωρίο ο απόστολος Πέτρος, αφού είχε ομολογήσει εκ μέρους όλων των Αποστόλων την πίστη του στη θεότητα του Κυρίου Ιησού «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος», άκουσε από τον Κύριο τη διαβεβαίωση· «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ο εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς». Πώς όμως πρέπει να ερμηνεύσουμε το χωρίο αυτό;

Κατ’ αρχάς πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Ματθ. ιϚ´ 17-19 δεν αποτελεί μια αυτοτελή προσωπική επικοινωνία Πέτρου και Χριστού, αλλά εντάσσεται οργανικά μέσα σε έναν ευρύτερο διάλογο του Χριστού με τούς Δωδεκα (βλ. Ματθ. ιϚ´ 13-20). Η δομή της συνομιλίας αυτής είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική·

(1) Ερωτά ο Χριστός τούς Μαθητές ποια γνώμη έχουν γι’ Αυτόν οι άνθρωποι.

(2) Οι Μαθητές μεταφέρουν στον Διδάσκαλό τους τις γνώμες των ανθρώπων.

(3) Ερωτά ο Χριστός σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο· « Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;»

(4) Απαντά ο Πέτρος εκ μέρους όλων των μαθητών.

(5) Ο Χριστός σχολιάζει την απάντηση του Πέτρου.

(6) Ο Κύριος δίνει σε όλους τούς Μαθητές εντολή να μη δημοσιοποιήσουν ότι Αυτός είναι ο Χριστός. Είναι φανερό ότι η ομολογία πίστεως του Πέτρου εξέφραζε το κοινό φρόνημα όλων των Μαθητών ως προς τη θεϊκή φύση του Διδασκάλου τους. Γι’ αυτό άλλωστε ο Κύριος, για να ακουστεί η εν λόγω ομολογία, ερωτά όλους τούς Μαθητές και μετά από αυτήν δίνει οδηγίες πάλι στο σύνολο των Μαθητών. Ο Πέτρος λόγω αυθόρμητου χαρακτήρος και πρεσβείων ηλικίας, που φαίνεται ότι είχε, λειτουργούσε απλώς ως το «στόμα» των Μαθητών, όπως προσφυώς τον αποκαλεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος1. Η μεταφορική αυτή έκφραση του χρυσορρήμονος πατρός είναι κατ εξοχήν επιτυχής και θεολογικώς ακριβής· Ο Πέτρος δεν ήταν το στόμα του Χριστού προς τούς Μαθητές αλλά το στόμα των ίσων και ομοτίμων με αυτόν αδελφών και συμμαθητών του προς τον Χριστό. Αντιθέτως ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του ως το στόμα του Χριστού προς την Εκκλησία! Καμία σχέση λοιπόν πάπα Ρώμης και αποστόλου Πέτρου!…

Σύμφωνα με το υπό εξέταση χωρίο, η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ήταν καρπός της αποκαλύψεως που έλαβε από τον Θεό Πατέρα. Εφ’ όσον λοιπόν η ομολογία αυτή ουσιαστικώς εξέφραζε το κοινό φρόνημα των Μαθητών, συνεπάγεται ότι και η αποκάλυψη που έλαβε ο Πέτρος, δεν μπορεί να αποτελούσε αποκλειστικά δική του εμπειρία. Ήταν αποκάλυψη που έλαβαν και βίωναν όλοι οι Απόστολοι και την οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξέφρασαν δια στόματος του Πέτρου. Θα ήταν άτοπο, αν μη και βλάσφημο, να υποθέσουμε ότι, εάν αντί του Πέτρου ομιλούσε ο Ιωάννης ή ο Ανδρέας, θα έδιναν διαφορετική απάντηση, θα αμφισβητούσαν τη θεότητα του Κυρίου. Ασφαλώς αυτό που όλοι οι Μαθητές βίωναν και πίστευαν ήταν δώρο Θεού, αποκάλυψη Θεού στην καρδιά τους, διότι «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α´ Κορ. ιβ´ 3).



Β. « Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…»



Ο Réné-Francois Guettee (abbe Guettée), πρώην παπικός ιερέας, ο οποίος μετά από επίμονη και εκτεταμένη έρευνα ασπάστηκε την Ορθοδοξία, γράφει ότι «στην Αγία Γραφή η έννοια πέτρα, αναφέρεται συχνά με συμβολική σημασία […]. Ο καλύτερος ερμηνευτής της Γραφής είναι η ίδια η Γραφή»2. Πραγματικά στην Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζεται προφητικά το σύμβολο λίθος-πέτρα, για να δηλώσει τον αναμενόμενο Μεσσία, ως τον ακρογωνιαίο λίθο επί του οποίου θα οικοδομηθεί η μελλοντική μεσσιανική βασιλεία. Ο θεόπνευστος ψαλμωδός γράφει· «Λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας» (Ψαλμ. ριζ´ [117] 22). Και ο προφήτης Ησαΐας προσθέτει· «Δια τούτο ούτω λέγει Κύριος Κύριος· ιδού εγώ εμβαλώ εις τα θεμέλια Σιών, λίθον πολυτελή εκλεκτόν ακρογωνιαίον, έντιμον, εις τα θεμέλια αυτής, και ο πιστεύων επ’ αυτώ, ου μη καταισχυνθή» ( Ησ. κη´ [28] 16). Η ερμηνεία του προφητικού αυτού συμβόλου είναι αδιαμφισβήτητη, αφού μας την έχει δώσει ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος λέγοντάς μας ότι Αυτός, ο Λυτρωτής Χριστός, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του οικοδομήματος της Εκκλησίας (βλ. Ματθ. κα´ 42-44· Μαρκ. ιβ´ 10-11· Λουκ. κ´ 17-18). Επίσης στην επί του όρους ομιλία Του μας διαβεβαιώνει ότι καθένας που ακούει τούς λόγους Του και τούς εφαρμόζει, μοιάζει με άνθρωπο συνετό που θεμελιώνει τη ζωή του πάνω στη στερεή πέτρα (βλ. Ματθ. ζ´ 24). Αλλά και οι θεόπνευστοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος επανειλημμένως ταυτίζουν το σύμβολο του ακρογωνιαίου και θεμελίου λίθου με το πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού (βλ. Πραξ. δ´ 11· Ρωμ. θ´ 32-33· Α´ Κορ. γ´ 10-12· Κολασ. β´ 7· Α´ Πετρ. β´ 4-8). Επιπρόσθετα, ο απόστολος Παύλος θεωρεί ως σύμβολο του Χριστού και την πέτρα από την οποία ανέβλυσε ύδωρ, κατά τη διάρκεια της πορείας του ισραηλιτικού λαού μέσα στην έρημο ( Εξ. ιζ´ 16)· « Έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α´ Κορ. ι´ 4).

Βεβαίως στην Αποκάλυψη του ευαγγελιστού Ιωάννου ως λίθοι παρουσιάζονται και οι δώδεκα Απόστολοι. Αυτοί αποτελούν τούς θεμελίους λίθους του τείχους της καινής Ιερουσαλήμ, της Βασιλείας των Ουρανών ( Αποκ. κα´ 14). Αυτό δε είναι καταλυτικό της θεωρίας του παπικού πρωτείου, διότι και οι δώδεκα Μαθητές, ανεξαιρέτως και αδιακρίτως, ονομάζονται θεμέλιοι λίθοι της ουράνιας πόλεως· ο Πέτρος κατ ουδένα τρόπο ευνοείται ή προβάλλεται. Πάντως η πρωτεύουσα έννοια του Χριστού ως λίθου και η δευτερεύουσα έννοια των Αποστόλων ως λίθων εναρμονίζονται, εάν μελετήσουμε το Εφ. β´ 20, όπου γράφει ο απόστολος Παύλος· «…εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού». Οι Προφήτες λοιπόν και οι Απόστολοι με την προσφορά τους, θεμελίωσαν την Εκκλησία. Ο ακρογωνιαίος όμως λίθος που στηρίζει και βαστάζει το πνευματικό αυτό οικοδόμημα είναι μόνο ο Χριστός. Μέσα σ’ αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο ο απόστολος Πέτρος, όντας ο κορυφαίος του χορού των Δώδεκα και ο πρωταγωνιστής στη θεμελίωση της αρχέγονης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, μπορεί να θεωρηθεί ως ο τιμητικά πρώτος λίθος ανάμεσα στους υπόλοιπους ισότιμους προς αυτόν αποστολικούς λίθους. Πάντα βεβαίως μαζί με αυτούς, ποτέ υπεράνω αυτών και ασφαλώς σε καμία περίπτωση ως αντικαταστάτης του ακρογωνιαίου λίθου-Χριστού.

Αυτή την ερμηνεία δίνουν και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Ανατολής και Δύσεως των πρώτων χριστιανικών αιώνων, εκφράζοντας το φρόνημα της αρχαίας Εκκλησίας. Ο Ωριγένης απερίφραστα δηλώνει ότι το «επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» αναφέρεται όχι μόνο στον Πέτρο αλλά «επί πάντων και εφ’ εκάστου αυτών», δηλαδή σε όλους τούς Αποστόλους ως σύνολο αλλά και στον καθένα ξεχωριστά. Αποδίδει μάλιστα τον συμβολισμό της πέτρας ακόμη και σε κάθε πιστό χριστιανό, αφού «πέτρα πας ο Χριστού μιμητής» και «παρώνυμοι πέτρας πάντες οι μιμηταί Χριστού»3. Ο Μέγας Βασίλειος συνδυάζοντας το Ψαλ. πϚ´ 1 με το Εφεσ. β´ 20 και το Ματθ. ιϚ´ 18 λέει ότι «ο οίκος του Θεού επ΄ άκρων των ορέων, η Εκκλησία εστί […] ης οι θεμέλιοί εισίν εν τοις όρεσι τοις αγίοις· ωκοδόμηται γαρ εν τω θεμελίω των αποστόλων και των προφητών· εν των ορέων ην και ο Πέτρος, εφ’ ως και πέτρας επηγγείλατο ο Κύριος οικοδομήσειν αυτού την Εκκλησίαν». Κατά τον φωστήρα της Καισαρείας η έννοια του Πέτρου ως πέτρας ερμηνεύεται και κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της υπάρξεως πολλών θεμελίων λίθων της Εκκλησίας. Ο απόστολος Πέτρος αποτελεί ένα από αυτά τα θεμέλια-όρη πάνω στα οποία στηρίχθηκε η Εκκλησία χωρίς οποιαδήποτε υπερεξέχουσα δικαιοδοσία. Οι άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Κύριλλος Αλεξανδρείας θεωρούν ως πέτρα επί της οποίας οικοδομείται η Εκκλησία την ομολογία της πίστεως στον Χριστό5, ενώ ο ιερός Αυγουστίνος στην έννοια της πέτρας συνδυάζει τόσο το πρόσωπο του Χριστού όσο και την ομολογία της πίστεως προς Αυτόν. Έτσι παρουσιάζει τον Χριστό να λέει στον Πέτρο· «Πάνω σ’ αυτήν την πέτρα, την οποία ομολόγησες, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου.» Και συμπληρώνει ο ιερός Πατήρ· « Επειδή ο ίδιος ο Χριστός ήταν η πέτρα». Σε άλλη περίπτωση, λαμβάνοντας αφορμή από την εκ μέρους του Πέτρου άρνηση του Χριστού, γράφει προς αυτούς που ταύτιζαν την πέτρα με τον Πέτρο· «Πού είναι τώρα η πέτρα σας; Πού η στερεότης αυτής; Ο ίδιος ο Χριστός ήταν η πέτρα […]. Η αληθινή πέτρα αναστήθηκε, για να ενδυναμώσει τον Πέτρο, ο οποίος κλονίστηκε, εγκαταλείποντας την πέτρα»6.

———-
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ματθαίον 54.1, Ρυ 58, 533· Εις Ιω. 44, ΡG 59, 478· Εις Πραξ. 4.3, ΡG 60, 46· Εις το «κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην», ΡG 51, 376.
Abbé Guettée, The papacy: its historic origin and primitive relations with the Eastern Churches (Βuffalo, 1866), σ. 38.
Ωριγένους, Εις Ματθαίον 12, 10-11, ΒΕΠΕΣ 13, 85-86.
Μεγάλου Βασιλείου, Εις Ησαΐαν 2, 66, ΡG 30, 233Βε.
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ματθαίον, 54, 2, ΡG 58, 534. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί Αγίας τε και Ομοουσίου Τριάδος 4, ΡG 75, 865· Εις Ησαΐαν 4, 2, 23, ΡG 70, 940 Α-ε.
Αυγουστίνου, Tractatus CXXIV in Joann. και Sermo CCVIL 1.



***



Έχουμε δει ότι η ομολογία πίστεως του αποστόλου Πέτρου στη θεότητα του Ιησού Χριστού (βλ. Ματθ. ιε´ 17-19) αποτελούσε αντιπροσωπευτική έκφραση της εξ αποκαλύψεως εμπειρίας του συνόλου των Μαθητών και ότι η πέτρα πάνω στην οποία οικοδομείται η Εκκλησία είναι ο Χριστός και η ομολογία της πίστεως σε Αυτόν. Δευτερευόντως ως θεμέλιοι λίθοι της Εκκλησίας μπορούν να χαρακτηριστούν και οι Απόστολοι, ανάμεσα στους οποίους ο Πέτρος έχει την τιμητικώς πρώτη θέση. Τώρα λοιπόν συνεχίζουμε την ερμηνευτική εξέταση του εδαφίου Ματθ. ιε´ 17-19, καθώς επίσης και άλλων ευαγγελικών χωρίων.



Α. «Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών…»



Ο Χριστός υποσχέθηκε στον Πέτρο ότι θα του δώσει την εξουσία του δεσμείν και λύειν αμαρτίες (Ματθ. ιε´ 19). Η ίδια όμως υπόσχεση δόθηκε και στους Δώδεκα (βλ. Ματθ. ιη´ 18). Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η υπόσχεση που δόθηκε στον Πέτρο είχε μια βαρύνουσα ιδιαιτερότητα, αφού ήταν συνδυασμένη με «τας κλεις της βασιλείας των ουρανών». Όμως η εικόνα «των κλειδών» δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά η εποπτικοποίηση μιας αφηρημένης εννοίας· της εξουσίας δηλαδή του δεσμείν και λύειν αμαρτίες1. Είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι ο Κύριος χρησιμοποιούσε πολύ τον παραβολικό και εικονικό λόγο. Συνεπώς, όταν ο Χριστός έδινε στους Δώδεκα την εξουσία της αφέσεως των αμαρτιών, ουσιαστικά πρόσφερε και σ’ εκείνους «τας κλεις της βασιλείας των ουρανών». Ο αρχαιότερος συστηματικός ερμηνευτής των Γραφών, ο Ωριγένης, θεωρεί ότι οι «κλείδες της των ουρανών βασιλείας» δόθηκαν εξίσου σε όλους τούς Μαθητές και βρίσκει σύμφωνο τον ιερό Αυγουστίνο, ο οποίος με σαφήνεια δηλώνει· «Has claves non homo unus, sed unitas accepit Ecclesiae.» «Τα κλειδιά αυτά τα έδωσε όχι σε έναν άνθρωπο, αλλά στην ενότητα [το σύνολο] της Εκκλησίας»2. Προ της αναστάσεώς Του ο Κύριος παρέχει στον Πέτρο και στους υπόλοιπους Μαθητές απλώς την υπόσχεση ότι θα τούς δώσει την εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες. Η εκπλήρωση της υποσχέσεως έγινε προς τούς Αποστόλους μετά την ανάστασή Του (βλ. Ιω. κ´ 23). Ο Κύριος δεν είπε στον Πέτρο «δίδωμί σοι τας κλεις…», αλλά «δώσω σοι τας κλεις»· δηλαδή, όπως επισημαίνει ο ιερός Θεοφύλακτος, χρησιμοποίησε χρόνο μέλλοντα3. Αυτό δηλώνει ότι η εξουσία του δεσμείν και λύειν αμαρτίες δεν δόθηκε στον Πέτρο εκείνη τη στιγμή αλλά αργότερα. Τα Ευαγγέλια όμως δεν αναφέρουν κάποια άλλη κατοπινή περίπτωση κατά την οποία ο Χριστός να έδωσε ειδικά και μόνο στον Πέτρο την εξουσία της αφέσεως αμαρτιών. Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι αυτή την εξουσία («τας κλεις της βασιλείας») έλαβε ο Πέτρος μαζί με τούς άλλους Μαθητές και κατά τον ίδιο με αυτούς χρόνο, δηλαδή μετά την ανάσταση του Χριστού. Ολοκληρώνοντας την ερμηνευτική μας προσέγγιση στο Ματθ. ιε´ 17-19 προσθέτουμε και τα ακόλουθα· Ο απόστολος Μάρκος διετέλεσε μαθητής του αποστόλου Πέτρου και στο Ευαγγέλιό του διασώζει το κήρυγμα του διδασκάλου του. Εάν όντως τα περί πέτρας και κλειδών είχαν ξεχωριστή βαρύτητα και προσέδιδαν αυξημένο κύρος στον Πέτρο, θα ήταν λογικό και αναμενόμενο ο Μάρκος να τούς έκανε ιδιαίτερη μνεία. Όμως ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς αναφέρουν ο,τιδήποτε σχετικό, παρά το γεγονός ότι περιγράφουν τη συνομιλία αυτή του Χριστού με τούς Μαθητές Του (βλ. Μαρκ. η´ 27-30· Λουκ. θ´ 18-22). Επιπλέον το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, οι Πράξεις και οι Επιστολές των Αποστόλων, η Αποκάλυψις του Ιωάννου αλλά και όλοι οι αποστολικοί Πατέρες (Κλήμης, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος, Ερμάς) τηρούν απόλυτη σιγή για το εδάφιο Ματθ. ιε´ 17-194. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Jacob Frohshammer, παπικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, διερωτάται· «Πως είναι δυνατόν αυτή η σημαντικότερη [κατά τον Παπισμό] διάταξη του Σωτήρος [δηλ. το Ματθ. ιε´ 17-19] να αποσιωπάται από τον Πέτρο και τούς λοιπούς Ευαγγελιστές και Αποστόλους; Με τη σιωπή τους θα έκαναν ζημιά στην Εκκλησία και στη σωτηρία των ανθρώπων. Θα έδιναν κακό παράδειγμα για την αναγνώριση του πρωτείου από τούς πιστούς. Είναι δυνατόν να συμπεριφέρονταν έτσι οι Απόστολοι;». Η απάντηση είναι απλή· Η σιωπή των Αποστόλων αλλά και των αποστολικών Πατέρων οφείλεται στο ότι στην αρχαία Εκκλησία το Ματθ. ιε´ 17-19 ουδόλως κατανοήθηκε ως παρέχον οποιοδήποτε πρωτείο υπεραποστολικής εξουσίας στον απόστολο Πέτρο.



Β. «Βόσκε τα αρνία μου…

Ποίμαινε τα πρόβατά μου…»



Προς υποστήριξη των υποτιθέμενων εκτάκτων προνομίων του αποστόλου Πέτρου προβάλλεται και το Ιω. κα´ 15-17. Πρόκειται για την τριπλή ερώτηση που απευθύνει ο αναστάς Κύριος προς τον Πέτρο («αγαπάς [φιλείς] με;»), την καταφατική απάντηση του Πέτρου και την προτροπή του Χριστού προς τον Πέτρο να βόσκει τα αρνία Του και να ποιμαίνει τα πρόβατά Του. Η ορθόδοξη ερμηνεία του συγκεκριμένου χωρίου συνδέει το περιστατικό αυτό με την πτώση του Πέτρου. Με την τριπλή ερώτηση και την τριπλή απάντηση ο απόστολος Πέτρος επανορθώνει το αμάρτημα της εκ μέρους του τριπλής αρνήσεως του Σωτήρος Χριστού. Άλλωστε «ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με» ( Ιω. κα´ 17). Λυπάται, διότι οι ερωτήσεις του Κυρίου Ιησού του υπενθυμίζουν την οδυνηρή πτώση του. Αυτή την ερμηνεία δίνουν και οι άγιοι Κύριλλος Αλεξανδρείας και Ισίδωρος Πηλουσιώτης6. Με τις προτροπές «βόσκε τα αρνία μου… ποίμαινε τα πρόβατά μου…» ο Πέτρος αποκαθίσταται από τον Χριστό στο αποστολικό του αξίωμα, λαμβάνοντας μια τιμητική ποιμαντική ευθύνη, όπως τη βλέπουμε να εκφράζεται στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, μέσα στις Πράξεις των Αποστόλων· μαζί με τούς υπόλοιπους Αποστόλους, ως εκφραστής αυτών και όχι υπεράνω αυτών.

Αποτελεί σαφή παρερμηνεία του συγκεκριμένου χωρίου ο ισχυρισμός ότι ο Χριστός με τις προτροπές αυτές καθιστά τον Πέτρο υπέρτατο ποιμένα των ποιμένων, παραχωρώντας του όχι μόνο τη διαποίμανση των απλών μελών της Εκκλησίας (αρνία) αλλά και των ποιμένων της (πρόβατα), ανάμεσα στούς οποίους συγκαταλέγονται και οι υπόλοιποι Απόστολοι! Μια τέτοια ερμηνεία, είναι και φιλολογικώς ανυπόστατη. Εφ’ όσον η λέξη «αρνία» σημαίνει «μικρά πρόβατα», εάν θα θέλαμε (χωρίς να είναι απαραίτητο) να αναζητήσουμε κάποια διαφορά μεταξύ των λέξεων «αρνία» και «πρόβατα», αυτή θα έπρεπε να είναι όχι διαφορά ιδιότητος αλλά διαφορά ηλικίας ή προόδου. Έτσι ως «αρνία» θα μπορούσαμε να εκλάβουμε τούς νεώτερους ή αρχαρίους πιστούς, και ως «πρόβατα» τούς περισσότερο ηλικιωμένους ή εμπειρότερους. Αυτή την ερμηνεία δίνει και ο Μέγας Βασίλειος· «Τούς αρτιγενείς κατά την πίστιν άρνας προσηγόρευσεν»7.



Γ. «Στήριξον τούς αδελφούς σου… »



Το βράδυ του Μυστικού Δείπνου ο Κύριος, προγνωρίζοντας την επικείμενη πτώση του αποστόλου Πέτρου, βεβαιώνει τον Μαθητή Του· « Εγώ δε εδεήθην περί σου, ίνα μη εκλίπη η πίστις σου: και συ πότε επιστρέψας, στήριξον τούς αδελφούς σου» (Λουκ. κβ´ 32). Οι υποστηρικτές της θεωρίας περί υπεραποστολικού πρωτείου του Πέτρου διατείνονται ότι στο χωρίο αυτό ο Χριστός αναθέτει στον Πέτρο το ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή των υπολοίπων Αποστόλων. Και εάν ακόμη δεχθούμε αυτή την ερμηνεία, δεν ενισχύεται η περί πρωτείου θεωρία. Πνευματική καθοδήγηση δεν σημαίνει εκκλησιαστική υπερεξουσία. Όμως στην περίπτωση αυτή ο Κύριος δεν απονέμει στον Πέτρο ένα έκτακτο προνόμιο, αλλά τον ενθαρρύνει εν όψει της πτώσεώς του, για να μην απογοητευθεί. Όπως γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «ίνα μη εις απόγνωσιν αγάγη τον μαθητήν, ότι των της αποστολής αυχημάτων αποπεμφθήσεται αρνησάμενος αυτόν, αναπίμπλησιν αγαθής ελπίδος […] πάλιν αυτόν εν τοις αποστολικοίς κατέταξεν αξιώμασιν»8. Έτσι στο εδάφιο αυτό, όπως και στο προηγούμενο που εξετάσαμε ( Ιω. κα´ 15-17), δεν έχουμε προαγωγή του Πέτρου σε ένα επίπεδο υπερεξουσίας επί των υπολοίπων Αποστόλων, αλλά προκαταβολική αποκατάστασή του στο αποστολικό επίπεδο, από το οποίο επρόκειτο να εκπέσει.

Πέραν αυτών, ο αλληλοσυσχετισμός των εννοιών πτώση-μετάνοια-στηριγμός των αδελφών, που είναι εμφανής στο χωρίο αυτό, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο στηριγμός των αδελφών δεν αναφέρεται σε μια γενικού χαρακτήρος πνευματική καθοδήγηση αλλά σε κάτι πολύ συγκεκριμένο: Ο απόστολος Πέτρος καλείται, με το παράδειγμα της μετάνοιάς του, να αναπαύσει-στηρίξει τις ψυχές των αδελφών του, που θα έχουν σκανδαλισθεί με τη σοβαρή πτώση του. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Guettée, «η έννοια στήριξον τούς αδελφούς σου, είναι απλώς η συνέπεια της έννοιας επιστρέψας […]. Συνεπώς, εάν οι διάδοχοι του αποστόλου Πέτρου [υποθετικά ας θεωρήσουμε ως τέτοιους τούς πάπες Ρώμης] έχουν κληρονομήσει το προνόμιο του στηριγμού των αδελφών τους, θα πρέπει να έχουν επίσης κληρονομήσει το προνόμιο της ανάγκης να επιστρέφουν από την άρνηση του Χριστού»9. Όμως ένα τέτοιο προνόμιο μετανοίας και επιστροφής φαίνεται να είναι το μόνο που δεν ονειρεύονται οι πάπες!


Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης· ιστορική και κριτική μελέτη, Αθήναι, 2η εκδ. (Περιοδικού Εκκλησία, 1964), σ. 6.
Ωριγένους, Εις Ματθαίον 12.11, ΒΕΠΕΣ 13·86-87. Αυγουστίνου, Sermo CCXCV
Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Εις Ματθαίον 16.19, ΡG 123·320D.
Βλ. Veselin Kesich, ‘’Peter’s primary in the New Testament and the early tradition’’, The primacy of Peter, επιμ. John Meyendorff (Crestwood, Νew York:St Vladimir’s Seminary Press, 1992), σ. 61.
Βλ. Φιλαρέτου Βαφείδου, Το πρωτείον του πάπα Ρώμης (Θεσσαλονίκη, 1929), σ. 21-22.
Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Ιωάννην 12.21.15-17, ΡG 74·749Α-A, 752Α. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολαί 1.103, ΡG 78:253Α.
Μ. Βασιλείου, Εις Ησαΐαν 5.169, ΡG 30:400Β, Βλ. και Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 2η εκδ. ( Αθήναι· Αδελφότης Θεολόγων « Ο Σωτήρ», 1969), σ. 728-729.
Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Λουκάν 22.32, ΡG 72·916C-D.
The papacy: its historic origin and primitive relations with the Eastern Churches (Βuffalo, 1866), σ. 43.



***



Α. «Τίς μείζων;» και οι δώδεκα θρόνοι



Και οι τρεις συνοπτικοί ευαγγελιστές καταγράφουν ένα ερώτημα που γινόταν αντικείμενο συζητήσεως και φιλονικίας μεταξύ των Μαθητών του Κυρίου: Ποιός από αυτούς ήταν (ή θα αναδεικνυόταν) ο μεγαλύτερος, δηλαδή ο ανώτερος. Ο Κύριος τούς επιτίμησε για τούς φιλόδοξους αυτούς συλλογισμούς και τούς συνέστησε την αρετή της ταπείνωσης (Ματθ. ιη´ 1-4· Μαρκ. θ´ 33-37· Λουκ. θ´ 46-48, κβ´ 24). Είναι σημαντικό ότι το ζήτημα αυτό χρονικώς τοποθετείται μετά τη γνωστή ομολογία του Πέτρου περί της θεότητος του Ιησού Χριστού. Εάν ο Κύριος είχε ήδη προβάλει τον απόστολο Πέτρο ενώπιον των υπόλοιπων Αποστόλων ως την υπερέχουσα κεφαλή τους, τότε ποιό νόημα θα είχε μια τέτοια απορία-φιλονικία εκ μέρους των Μαθητών; Και γιατί ο Χριστός να μην τούς απαντά ότι ο Πέτρος θα είναι ο ανώτερός τους; Ο Κύριος όχι μόνο δεν τούς αναφέρει ο,τιδήποτε περί πρωτείου του Πέτρου, αλλά τούς διαβεβαιώνει ότι κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του θα καθίσουν σε δώδεκα θρόνους «κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. ιθ´ 28· Λουκ. κβ´ 30). Καμία διάκριση λοιπόν μεταξύ των δώδεκα Αποστόλων εκ μέρους του Χριστού.



Β. Ο απόστολος Πέτρος και η αρχέγονη Εκκλησία



Στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων ο απόστολος Πέτρος πρωταγωνιστούσε, όμως δεν ενεργούσε αυτόνομα αλλά πάντοτε μαζί με τούς άλλους Αποστόλους, ή ως εκπρόσωπός τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκλογή του Ματθία. Ο Πέτρος δεν ορίζει αυτοβούλως τον αντικαταστάτη του Ιούδα, αλλά καλεί όλους τούς αδελφούς να εκλέξουν το κατάλληλο πρόσωπο, κατόπιν προσευχής και με κλήρο (Πράξ. β´ 15-26). Ο ιερός Χρυσόστομος εγκωμιάζει την ενέργεια του Πέτρου ως εξής· « Όρα αυτόν μετά κοινής πάντα ποιούντα γνώμης. Ουδέν αυθεντικώς, ουδέ αρχικώς»1. Σήμερα ο Πάπας Ρώμης διορίζει ο ίδιος τούς επισκόπους της Παπικής Εκκλησίας. Η διαμετρική αντίθεση μιας τέτοιας τακτικής με την πράξη του αποστόλου Πέτρου είναι έκδηλη. Αλλά και η εκλογή των επτά διακόνων έγινε από όλη την Εκκλησία, κατόπιν εισηγήσεως όλων των Αποστόλων. Η δε χειροτονία τους έγινε πάλι από όλους τούς Αποστόλους (Πραξ. στ´ 1-6).

Μέσα από τις Πράξεις των Αποστόλων αλλά και τις επιστολές του Παύλου, σταχυολογούμε τις πιο κάτω περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι ο απόστολος Πέτρος δεν απελάμβανε οποιασδήποτε υπεραποστολικής αυθεντίας:
Οι Απόστολοι αποστέλλουν ως εντεταλμένο τους τον Πέτρο στη Σαμάρεια, μαζί με τον Ιωάννη (Πράξ. η´ 14).
Οι εκ περιτομής Χριστιανοί ελέγχουν τον Πέτρο για το ότι βάπτισε εθνικούς και αυτός αναγκάζεται να απολογηθεί (Πραξ. ια´ 1-18).
Τα προβλήματα που προέκυψαν από την εισδοχή εθνικών στην Εκκλησία, τελικώς δεν λύνονται με διατάγματα του Πέτρου, αλλά με αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου, στην οποία δεν προεδρεύει ο Πέτρος αλλά ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων, ο οποίος έχει και τον τελικό λόγο. Η δε επιστολή της Συνόδου προς τούς εξ εθνών Χριστιανούς αποστέλλεται όχι από τον Πέτρο αλλά από τούς «αποστόλους και τούς πρεσβυτέρους και τούς αδελφούς» (Πράξ. ιε 1-29).
Ο απόστολος Παύλος επιμένει ότι έλαβε το αποστολικό του αξίωμα απ’ ευθείας από τον Χριστό και όχι «παρά ανθρώπου» (Γαλ. α´ 11-12). Εάν όμως ο απόστολος Πέτρος ήταν ο αντιπρόσωπος του Χριστού στη γη, δεν θα έπρεπε από αυτόν να λάβει το αποστολικό του αξίωμα ο Παύλος; Βέβαια ο Παύλος επισκέφθηκε τον Πέτρο μετά τη μεταστροφή του εις Χριστόν, όχι όμως για να επικυρωθεί η αποστολική του εξουσία, αλλά, όπως εύστοχα σχολιάζει ο ιερός Χρυσόστομος, «μηδέν δεόμενος Πέτρου, μηδέ της εκείνου φωνής, άλλ’ ισότιμος ων αυτώ […] ουχ ως μαθησόμενός τι παρ’ αυτού, ουδέ εις διόρθωσίν τινα δεξόμενος, αλλά δια τούτο μόνον, ώστε ιδείν αυτόν και τιμήσαι τη παρουσία»2. Επρόκειτο δηλαδή για μια φιλοφρονητική, αδελφική επίσκεψη.
Όταν ο απόστολος Παύλος επισκέφθηκε μετά από δεκατέσσερα χρόνια τα Ιεροσόλυμα, αναφέρει ότι εκεί υπήρχαν τρεις στύλοι της Εκκλησίας και όχι απλώς ο Πέτρος ως μοναδικός στύλος. Οι τρεις αυτοί στύλοι ήταν ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Κηφάς και ο Ιωάννης. Αξιοσημείωτο είναι το ότι αναφέρει πρώτα τον Ιάκωβο και μετά τον Κηφά-Πέτρο (Γαλ. β´ 1-10).
Στην Αντιόχεια ο απόστολος Παύλος ελέγχει δημοσίως τον απόστολο Πέτρο για το ότι δεν συνέτρωγε με τούς εξ εθνών Χριστιανούς και ευθέως χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του ως υποκριτική και ασύμφωνη «προς την αλήθειαν του ευαγγελίου» (Γαλ. β´ 11-14).
Στην Α´ Κορινθίους ο απόστολος Παύλος ψέγει τούς Χριστιανούς, διότι χωρίσθηκαν σε κόμματα (του Παύλου, του Κηφά και του Απολλώ ) και τούς συμβουλεύει· «Μηδείς καυχάσθω εν ανθρώποις: πάντα γαρ υμών εστίν, είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς» (Α´ Κορ. γ´ 1-23). Θα τολμούσε ο απόστολος Παύλος να βάλει τον εαυτό του και τον Απολλώ στην ίδια μοίρα με τον Πέτρο, εάν ο τελευταίος ήταν όντως ο επί γης αντιπρόσωπος του Χριστού;
Μετά τον διωγμό του Ηρώδη Αγρίππα, το κυρίαρχο πρόσωπο στην Εκκλησία είναι ο Παύλος και όχι ο Πέτρος. Οι επιστολές των Αποστόλων, που γράφτηκαν στην εποχή αυτή, είναι στην πλειονότητά τους έργα του Παύλου. Ακόμη τα τελευταία 16 κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων (από συνόλου 28 κεφαλαίων) είναι σχεδόν αποκλειστικά αφιερωμένα στη δράση του Παύλου, ενώ δεν λένε τίποτε για τον Πέτρο. Αυτό θα ήταν αδιανόητο, εάν ο Πέτρος ήταν περιβεβλημένος με υπεραποστολική δικαιοδοσία.



Γ. Ο απόστολος Πέτρος και η Ρώμη



Η Καινή Διαθήκη δεν μας παρέχει καμιά βέβαιη ένδειξη έστω και για απλή παρουσία του αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη. Συγκεκριμένα·
Οι Πράξεις τηρούν απόλυτη σιγή ως προς το θέμα αυτό, ακόμη και όταν ομιλούν για τη διετή φυλάκιση του Παύλου εκεί.
Ο Παύλος γράφοντας την προς Ρωμαίους επιστολή, δεν στέλνει χαιρετισμούς στον Πέτρο.
Οι προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολασσαείς και Φιλήμονα επιστολές του Παύλου, που γενικώς θεωρούνται ότι γράφτηκαν στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της εκεί πρώτης αιχμαλωσίας του, αν και αναφέρουν πολλά άλλα ονόματα, δεν κάνουν καμιά μνεία στο όνομα του αποστόλου Πέτρου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ποιμαντικές επιστολές και την προς Εβραίους, οι οποίες θεωρούνται ότι γράφτηκαν κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης φυλακίσεως του Παύλου στη Ρώμη. Εάν ο Πέτρος ήταν στη Ρώμη, και μάλιστα ως επίσκοπός της κατά τούς παπικούς ισχυρισμούς, θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη αυτή η παντελής αποσιώπηση του ονόματός του από τον Παύλο.
Στην Α´ Καθολική επιστολή του ο απόστολος Πέτρος στέλνει χαιρετισμούς από την εν «Βαβυλώνι συνεκλεκτήν» (Α´ Πετρ. ε´ 13). Υποστηρίχθηκε ότι ο όρος «Βαβυλών» δηλώνει με αλληγορικό τρόπο τη Ρώμη και εξήχθη ως συμπέρασμα ότι ο Πέτρος βρισκόταν στη Ρώμη. Η θέση αυτή δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μία άποψη, αφού, όπως έχει επαρκώς και επιτυχώς υποστηριχθεί, είναι πιθανότερο η Βαβυλών της Α´ Πέτρου να είναι η πόλη Βαβυλών της Αιγύπτου, το παλαιό Κάιρο, που τα χρόνια εκείνα ήταν ένα ακμαίο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο3.

Από τα ανωτέρω εξάγεται το συμπέρασμα ότι η επίσκεψη ή διαμονή του Πέτρου στη Ρώμη, πρέπει να έγινε μετά τον μαρτυρικό θάνατο του αποστόλου Παύλου (περί το 64 μ.Χ.) και να είχε διάρκεια σχετικά μικρό διάστημα, αφού, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, και αυτός μαρτύρησε κατά τον διωγμό του Νέρωνα. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι στο διάστημα αυτό έγινε επίσκοπος Ρώμης. Σύμφωνα με τα δεδομένα των Πράξεων και των Επιστολών, οι Απόστολοι δεν ήταν επίσκοποι συγκεκριμένων πόλεων. Περιόδευαν σε διάφορες περιοχές, κήρυσσαν και εγκαθιστούσαν επισκόπους. Όπως επανειλημμένως τονίζεται στις Πράξεις, ο βασικός ρόλος τους ήταν να είναι μάρτυρες της Αναστάσεως του Κυρίου (Πράξ. α´ 8, 22· β´ 32· γ´ 15· ε´ 32· ι´ 39, 41· ιγ´ 31). Να πιστοποιούν δηλαδή ότι είδαν ιδίοις όμμασι τον αναστημένο Κύριο. Γι’ αυτό άλλωστε και ο απόστολος Παύλος επιμένει ότι και αυτός, ομοίως προς τούς Δώδεκα, είδε τον αναστάντα Χριστό, είναι μάρτυρας της Αναστάσεώς Του, και συνεπώς δικαιούται τον τίτλο και τον ρόλο του Αποστόλου (Α´ Κορ. θ´ 1). Εάν ο απόστολος Πέτρος, ως ο κατ’ εξοχήν Απόστολος «της περιτομής» (Γαλ. β´ 7-8), έπρεπε να γινόταν κάπου επίσκοπος, το φυσικότερο θα ήταν να γίνει επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, της οποίας υπήρξε ο θεμελιωτής και στην οποία υπερτερούσε το ιουδαϊοχριστιανικό στοιχείο, και όχι στην ειδωλολατρική Ρώμη, όπου με πολλαπλούς τρόπους και για μήκος χρόνου είχε δράσει ο απόστολος Παύλος και όπου η πλειονότητα των Χριστιανών προέρχονταν εξ εθνών4. Και όμως, όταν ακόμη ζούσε και δρούσε ο Πέτρος, πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων έγινε ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Σχολιάζει ωραία ο ιερός Χρυσόστομος· «Ει δε λέγει τις πως ο Ιάκωβος τον θρόνον έλαβε των Ιεροσολύμων, εκείνο αν είποιμι, ότι τούτον [τον Πέτρον] ου του θρόνου, αλλά της οικουμένης εχειροτόνησε διδάσκαλον». Τον ίδιο οικουμενικό ρόλο αποδίδει στον απόστολο Ιωάννη και στους υπόλοιπους Αποστόλους5. Οι Απόστολοι λοιπόν ήταν οικουμενικοί διδάσκαλοι και όχι τοπικοί επίσκοποι.



Τελειώνοντας δε πρέπει να πούμε ότι, όταν οι Απόστολοι χειροτονούσαν επισκόπους, τούς μετέδιδαν μεν τη δύναμη να μεταδίδουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν τούς μεταβίβαζαν όμως την αποστολική ιδιότητα, η οποία υπήρξε μοναδική και ανεπανάληπτη. Όπως ωραία γράφει ο Veselin Kesich «το ειδικό καθεστώς αυτών που γνώρισαν τον Χριστό στα χρόνια της διακονίας Του, που ήταν μαζί Του, που υπήρξαν μάρτυρες της Αναστάσεώς Του, δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στους διαδόχους τους […]. Μόνο η Εκκλησία ως σύνολο διαδέχεται αυτά τα αποστολικά προνόμια. Διάδοχος των Αποστόλων είναι η αποστολική Εκκλησία, η οποία κατέχει την πληρότητα της αποστολικής Παραδόσεως και με την οποία ο Χριστός ταυτίζει τον εαυτό Του»6.





_______
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Πράξεις 3.1, ΡG 60·34.
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Προς Γαλάτας 1, ΡG 61·631.
Στ. Ν. Σάκκου, Η Βαβυλών του αποστόλου Πέτρου (Α´ Πετρ. 5,13)· Α´ Η Βαβυλών της Αιγύπτου (Θεσσαλονίκη, 1993).
Π. Ν. Τρεμπέλα, Περί το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης ( Αθήναι· Αδελφότης Θεολόγων « Ο Σωτήρ», 1965), σ. 88.
Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην 88.1-2, ΡG 59·480· Εις ιερομάρτυρα Ιγνάτιον 4, ΡG 50· 592.
“Peter’ s primacy in the New Testament and the early tradition”, εις The primacy of Peter, επιμ. John Meyendorff (Crestwood, New York: St. Vladimir’ s Seminary Press,, 1992), σ. 56-57.



Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχη Απριλίου – Ιουνίου του 2007.                                                                                https://fdathanasiou.wordpress.com/