Σελίδες

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Μέχρι να σβήσει και το δικό μου καντηλάκι…




αφιερωμένο στην μητέρα μου

Ήμουν ένα μικρό 5χρονο ανέμελο παιδί, τότε που έμαθα με λόγια απλά, τι είναι ο θάνατος. Ήταν τότε που η καλή μου φίλη η Στέλλα, «έχασε» τον αγαπημένο της πατέρα. Χρόνια παιδευόταν αυτός ο καλός άνθρωπος με την αρρώστεια και ξεκουράστηκε..

Καθόμουν σε ένα πεζούλι μουτρωμένη και αμίλητη, είχα θυμώσει μαζί της γιατί δεν ήθελε να παίξουμε.

Δεν καταλάβαινα πως ένιωθε, δεν γνώριζα…. και έμαθα!

– Γιατί είσαι κατσούφα παιδί μου; Με ρώτησε η μητέρα μου.

– Γιατί δεν με παίζει η Στέλλα μαμά! Της απάντησα χτυπώντας δυνατά το πόδι μου στο χώμα.

– Μα είναι στεναχωρημένη παιδί μου, γιατί ο καλός Θεούλης «πήρε» τον μπαμπά της κοντά Του.

– Γιατί τον πήρε; Τι θα τον κάνει; Και αφού είναι καλός γιατί κάνει τη Στέλλα και κλαίει και δεν με παίζει;

Και να το δάκρυ κορόμηλο!!

– Σκούπισε τη μύτη σου και έλα να σου πω μια όμορφη ιστορία και όταν μεγαλώσεις λιγάκι… τα ξαναλέμε.

– Όλοι οι άνθρωποι παιδί μου έχουμε τον ίδιο Πατέρα, τον καλό Θεό που μας φροντίζει από ψηλά και επειδή μας αγαπάει πολύ, μας έκτισε εδώ στη γη ένα πολύ μεγάλο και ωραίο σπίτι με λουλούδια, ζωάκια, πουλιά για να ζήσουμε όλοι μαζί ευτυχισμένοι και μονιασμένοι.

Όταν του λείπουμε πολύ, φωνάζει τα ονόματά μας και τότε εμείς επιστρέφουμε με χαρά στο αληθινό μας σπίτι που είναι εκεί ψηλά στον ουρανό. Και κάποια μέρα θα πάμε όλοι κοντά Του.

– Και πότε θα πάμε κοντά Του; Εγώ δεν θέλω να πάω στον ουρανό, πες του δεν θέλω μ’ αρέσει εδώ!!

Η μητέρα μου, χαρά στην υπομονή της συνέχισε κλείνοντας τ’ αυτιά της στην γκρίνια μου.

– Ο κάθε άνθρωπος παιδί μου έχει ένα καντηλάκι που καίει με λαδάκι, όταν τελειώσει το λαδάκι, το καντηλάκι του αρχίζει να τρεμοσβήνει και τότε αυτός καταλαβαίνει ότι ήρθε η ώρα του γυρισμού. Κλείνει τα μάτια του, κοιμάται βαθιά και ταξιδεύει ψηλά στον ουρανό.

– Και γιατί κλαίει η Στέλλα μαμά πονάει;

– Πονάει παιδί μου γιατί δεν θα βλέπει τον μπαμπά της, για λίγο όμως γιατί κάποια μέρα θα ανταμώσουν και πάλι και τότε η Στέλλα θα είναι χαρούμενη στην αγκαλιά του μπαμπά της και θα γελάει.

Αυτή την αντάμωση περιμένω κι εγώ μαμά! Αυτή την αγκαλιά! Αυτή τη χαρά!!

Πέρασαν έξη ολόκληρα χρόνια, ήταν Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011 ώρα 16:15’. Μια ημερομηνία καρφί στην καρδιά μου!

Μου λείπεις, πάντα θα μου λείπεις μαμά!

Σε νιώθω όμως τα βράδια να με σκεπάζεις, να με νανουρίζεις, νιώθω το χάδι σου στα μαλλιά μου, ακούω τη φωνή σου και στα δύσκολα ξέρω ότι στέκεις στο πλευρό μου γιατί μ’ έχεις έννοια.

Τώρα που μεγάλωσα, δοξάζω τον Θεό που θυμάμαι κάθε σου λέξη.

Ο καθημερινός μου αγώνας είναι σαν ένας πολύχρωμος καμβάς, που κάθε μέρα κεντάω και ένα δύσκολο κομμάτι του και όταν το κέντημα τελειώσει, ξέρω πως θα είσαι περήφανη για μένα… που «στάθηκα» παλικάρι μαμά.

«Να είσαι άνθρωπος» μου έλεγες, «να μη λιγοψυχάς, να μη βαρυγκομάς γιατί τα βάσανα και οι δοκιμασίες είναι βάλσαμο για τους ανθρώπους, θα κάνεις τον σταυρό σου και θα προχωράς θαρραλέα στο δρόμο σου, ο Θεός δεν αφήνει κανέναν, πάντα να Τον αναζητάς και στις χαρές και στις λύπες!!»

Μαμά σε αγαπάω, μαμά σε ευχαριστώ για τα πολύτιμα «απλά» χρυσά σου λόγια, που θα με συντροφεύουν μέχρι να ανταμώσουμε, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου…. μέχρι να σβήσει και το δικό μου καντηλάκι…

Η μικρή σου

Μέλια.

Εικόνα «η πτήση της ψυχής» έργο του Louis Janmot από: wikimedia. commons

Κείμενα αφιερωμένα στην μητέρα μου ΕΔΩ

για το «σπιτάκι της Μέλιας»