τοῦ πατρός Δημητρίου Μπόκου
Πώς θα ήταν ο κόσμος αύριο, αν σταματούσε σήμερα να ανατέλλει ο ήλιος; Δεν θα γινόταν μόνο σκοτεινός, αλλά θα έχανε σιγά-σιγά και κάθε ζωή. Φυτά και ζώα θα γίνονταν αναιμικά, θα ζούσαν για λίγο μια σκιώδη ζωή, φάντασμα της προηγούμενης ζωντάνιας τους και τελικά θα έσβηναν στην παγωνιά ενός ανήλιαγου κόσμου. Αν πάλι κάποιος ζούσε διαρκώς όχι στο φως και στον αέρα, αλλά στο σκοτεινό κελλί μιας φυλακής, για ποιά ποιότητα ζωής θα μπορούσε να καυχηθεί; Πηγή ζωής είναι το φως, η ζωογόνα ζεστασιά του ήλιου.
Μα απουσία ζωής και παγωνιά δεν φέρνει μόνο η σκοτεινή φυλακή, η μόνιμη έκλειψη του ήλιου η το σκοτάδι της νύχτας. Γράφει ο Γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ:
«Το βράδυ ήρθε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να παντρευτούμε. Της είπα ότι το ίδιο μού έκανε κι ότι θα μπορούσαμε να παντρευτούμε αν το ήθελε. Τότε ζήτησε να μάθει αν την αγαπούσα. Απάντησα, όπως το ’χα κάνει κιόλας μια φορά, ότι αυτό δε σήμαινε τίποτα, μα ότι σίγουρα δεν την αγαπούσα. “Τότε λοιπόν γιατί να με παντρευτείς;” είπε. Της εξήγησα πως αυτό δεν είχε καμιά σημασία και πως, αν το επιθυμούσε πολύ, μπορούσαμε να παντρευτούμε. Άλλωστε, εκείνη το ζητούσε κι εμένα μου αρκούσε να πω το ναι. Παρατήρησε τότε πως ο γάμος ήταν κάτι σοβαρό. Αποκρίθηκα: “Όχι”.
Σώπασε για λίγο και με κοίταξε σιωπηλή. Ύστερα μίλησε. Ήθελε απλώς να ξέρει αν θα αποδεχόμουν την ίδια πρόταση από μια άλλη γυναίκα που θα είχα μαζί της παρόμοιο δεσμό. Είπα: “Φυσικά”. Τότε αναρωτήθηκε αν μ’ αγαπούσε, κι εγώ δεν είχα καμιά γνώμη πάνω σ’ αυτό. Μετά από μια καινούργια σιωπή, μουρμούρισε ότι ήμουν παράξενος, ότι σίγουρα μ’ αγαπούσε ακριβώς γι’ αυτό, μα ότι ίσως μια μέρα να με σιχαινόταν για τον ίδιο λόγο. Καθώς σιωπούσα, μια και δεν είχα τίποτα να προσθέσω, μου ’πιασε χαμογελώντας το χέρι και δήλωσε ότι ήθελε να με παντρευτεί. Απάντησα ότι θα παντρευόμασταν όποτε ήθελε» (Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος).
Να, λοιπόν, μια σχέση, όπου η αγάπη δεν έχει καμμιά σημασία, δεν έχει να διαδραματίσει σ’ αυτήν κανένα απολύτως ρόλο. Δεν είναι ζοφερό και αποτρόπαιο αυτό; Ένα σύγκρυο μάς διατρέχει στην τρομακτική αίσθηση, ότι μπορεί να μας τυλίξει κάποτε η παγωνιά μιας τέτοιας προοπτικής. Όπου οι άνθρωποι θα περιέλθουν σε μια σχέση τελείως μηχανιστική, πέτρινη, χωρίς συναίσθημα, σαν τα ρομπότ. Τί θα διέφερε η χωρίς αγάπη ζωή από έναν κόσμο δίχως ήλιο; Πόση δυστυχία θα σωρευόταν σ’ έναν κόσμο ψυχρών μόνο σχέσεων, όπου η αγάπη δεν θα σήμαινε τίποτα; Τί κόλαση μοναξιάς θα εισορμούσε μέσα μας; Τί ομορφιά θα μπορούσε να έχει οποιοδήποτε έργο μας, αν δεν είχε κίνητρο την αγάπη;
Πώς όμως γίνεται να μη χαθεί ποτέ ο ήλιος αυτός, η αγάπη που ζεσταίνει, φωτίζει και νοστιμίζει τη ζωή; Μα γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει ο Χριστός, «ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης», «το φως του κόσμου», «η εξ ύψους ανατολή». Αυτός ανέτειλε στη ζωή μας ως αγάπη. Ό,τι έκαμε, ήταν για να μας διδάξει ότι η αγάπη είναι το παν. Και ότι, χωρίς αυτήν, η ζωή μας είναι ένας κόσμος γεμάτος σκοτάδι. Ο Χριστός θυσιάσθηκε, προσφέρθηκε σε μας από αγάπη, μας τίμησε κάνοντάς μας φίλους του αγαπητούς. Έδειξε τον τρόπο της αληθινής αγάπης, διδάσκοντάς μας με το τέλειο παράδειγμά του πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη, απ’ το να ζεις και να πεθαίνεις για τον άλλο.
Αυτή και μόνο η αγάπη αποτελεί την ανυπέρβλητη καταξίωσή μας. Διότι «πλήρης ων της αγάπης» ο άνθρωπος, αγγίζει την τελειότητα, γίνεται όμοιος με τον Πατέρα του τον «εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. 6, 36). Και βαθιά μέσα μας, στη δική μας καρδιά, αυτός ο Θεός έβαλε την αγάπη, Αυτός την τροφοδοτεί, Αυτός την αναζωπυρώνει αδιάκοπα, αρκεί εμείς να ζούμε κατά τις εντολές του (Ιω. 14, 21· 15, 13-15).
Καιρός να πλησιάσουμε αυτή τη θεϊκή φωτιά της αγάπης του, πριν η δική μας καταντήσει μια μικρή, αδύναμη σπίθα, έτοιμη να σβήσει απ’ την παγωνιά του κακού. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, «πώς θα ζεσταθεί με μια σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;» (Άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 396, Ιούλ. 2016)
Ι. Ναός Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα
Εικόνα από:rebloggy
Κείμενα τοῦ π.Δημητρίου Μπόκου ΕΔΩ
τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»