Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Ἀνοιχτή ἐπιστολή πρός τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ



Τῆς Γκάϊλα Νόμπλ (Gaila Noble)

Μετάφραση ἀπό κάποιο φόρουμ πρώην Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ



Φίλοι μου γειά σας,
Ἐσεῖς μπορεῖ νά μή μέ θυμάστε, ἀλλά ἐγώ σᾶς γνωρίζω πολύ καλά.

Σᾶς συνάντησα πολύ καιρό πρίν ὅταν ἤρθατε στό σπίτι μου μέ τά χαμογελαστά σας πρόσωπα, τά εὔτακτα ροῦχα σας, τήν ἤρεμη φωνή καί τήν περιποιημένη Ἁγία Γραφή κάτω ἀπό τό μπράτσο σας.

Μοῦ ἀφηγηθήκατε πολλές ὄμορφες ἱστορίες γιά ἕνα «ἐπίγειο παράδεισο» καί ἕνα «δίκαιο σύστημα» πού θά ἐγκαθιδρυόταν σύντομα. Μέ σαγηνεύσατε. Σᾶς ἄκουσα καί σᾶς ἄφησα νά μοῦ διδάξετε τό δικό σας εἶδος Χριστιανικῆς ἀξιοπρέπειας.

Σᾶς ἀγάπησα. Σᾶς ἀφιέρωσα τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς μου. Ἤμουν ὅσια καί ὑπάκουη, χωρίς νά συνειδητοποιῶ ὅτι κάποια μέρα θά διαφωνοῦσα μέ ὁτιδήποτε μοῦ εἴχατε πεῖ.

Ὅταν σᾶς πρωτοσυνάντησα καί ἔμαθα γιά τόν «παράδεισο», δέν γνώριζα ὅτι γιά νά τόν ἀποκτήσω θά ἔπρεπε νά πατήσω πάνω στά νεκρά σώματα τῆς ἀγαπημένης μου οἰκογένειας, τῶν λατρευτῶν φίλων, καί τῶν γνωστῶν μου, ἐπειδή ἁπλά αὐτοί δέν ἐπιθυμοῦσαν νά γίνουν Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ.

Μέ τήν ἤρεμη γλυκειά φωνή σας καί τόν εὐγενικό σας τρόπο, μέ πείσατε πώς ὁτιδήποτε καί ὁποιοσδήποτε δέν συμφωνεῖ μαζί σας ἦταν “κακό”.

Ἔφτασα νά πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες ἦταν “κακές” καί προέρχονταν ἀπό τό Διάβολο, ὅπως καί τά μέλη τους. Εἶχα πειστεῖ ὅτι ὅλες οἱ κυβερνήσεις ἦταν κακές καί πονηρές, περιλαμβανομένης τῆς δικῆς μου καί ὅτι δέν ἔπρεπε νά ὑποστηρίζω τή χώρα στήν ὁποία ζοῦσα.

Σᾶς πίστεψα, σᾶς ἀγάπησα, σᾶς ἐμπιστεύτηκα καί σᾶς ὑπηρέτησα, καί ποτέ δέν μοῦ πέρασε ἀπ’ τό νοῦ ὅτι ἤσασταν ἱκανοί νά μέ ἐξαπατήσετε.

Σᾶς ἀγάπησα τόσο ὥστε ἀνάθρεψα τά μυριάκριβα παιδιά μου σάν Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Τά δίδαξα ὅτι εἶστε ἀξιόπιστοι καί ἀληθινοί ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ. Τά ἐκπαίδευσα νά πιστεύουν κάθε σας λέξη.

Πῶς μποροῦσα νά φανταστῶ ὅτι στό μέλλον θά μοῦ καταληστεύατε τή σάρκα καί τό αἷμα μου μέσα ἀπό τά χέρια μου καί θά τά ἐμποδίζατε νά μέ δοῦν ἐπειδή θά διαφωνοῦσα μαζί σας;

Ποτέ δέν πρόσεξα τά φαρμακερά δόντια τῆς καταπίεσης καί τῆς τυραννίας πού κρύβονταν πίσω ἀπ’ τά εὐγενικά σας χαμόγελα.

Ποτέ δέν γνώριζα ὅτι θά ζητούσατε νά παραδώσω τή διάνοιά μου, τήν ψυχή καί τό πνεῦμα μου σέ σᾶς καί ὅτι, ἄν ἤθελα νά τά πάρω πίσω, θά κρατούσατε ὁμήρους τά παιδιά μου καί καμιά ἱκεσία ἤ δάκρυ δέν θά τά ἐλευθέρωνε ἀπό τή θανάσιμη λαβή σας, ἐπειδή εἶχαν ἐκπαιδευτεῖ νά ἀποβλέπουν σέ σᾶς ὡς Θεό, μᾶλλον, παρά ἁπλούς ἀνθρώπους.

Ὅταν προσῆλθα σέ σᾶς ἤμουν νέα, ὄμορφη καί ἐντυπωσιακή, πού ἀπέβλεπε σέ μιά σχέση μέ τό Θεό, τό Δημιουργό μου.

Ἀλλά μέ καπατσοσύνη καί κενά λόγια μέ πείσατε ὅτι στήν πραγματικότητα δέν ἤμουν ἀληθινό τέκνο τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό “καθῆκον μου” ἀφοροῦσε μιά Ὀργάνωση καί ὅτι ΑΥΤΗ θά μοῦ ἔλεγε τί νά κάνω καί πῶς νά σκέφτομαι.

Μετά ἀπό χρόνια κυριαρχίας ἐπάνω μου καί χειραγώγησης, ἄρχισα νά ἀποδέχομαι τήν πενιχρή τροφή πού προσφέρατε, καί ἔγινα πρόθυμη νά τήν ἀποδέχομαι σάν τήν ἀληθινή “πνευματική τροφή” ἀπό τόν Κύριο, ἐνῶ πάντοτε αἰσθανόμουν ὅτι μοῦ ροκάνιζε τό σῶμα.

Τελικά, ἀνακάλυψα ὅτι μοῦ εἴχατε κλέψει τή χαρά μου, τήν ἀγάπη μου, τή στοργή μου καί τό ἔλεός μου, πού εἶχαν ἀντικατασταθεῖ ἀπό μιά νομικίστικη δογματική φόρμουλα πού μοῦ προκαλοῦσε φόβο, ἐνοχή καί ἀνησυχία νά ἱκανοποιήσω τήν πείνα μου.

Ὅταν εἶπα, “Θέλω κάτι περισσότερο ἀπό αὐτό”, μέ χαστουκίσατε μέ ἐκεῖνο τό μικρό μαλακό σας χέρι πού τώρα εἶχε μετατραπεῖ σέ σιδερένια γροθιά καταστολῆς καί καταπίεσης.

Ναί, μέ ἐμπαίζατε πάντοτε, διότι ἄλλοι εἶχαν ἐμπαίξει καί ἐξαπατήσει πρίν ἀπό πολύ καιρό ἐσᾶς καί σᾶς φέρανε αἰχμάλωτους στό δικτατορικό βασίλειο τοῦ τρόμου πού εἶχαν στήσει.

Μέ εἴχατε πείσει ὅτι τά λόγια τῶν ἀνθρώπων ἦταν λόγια Θεοῦ, ἐπειδή καί σεῖς πραγματικά πιστεύατε ὅτι αὐτό ἦταν ἀλήθεια. Σᾶς πίστεψα ἐπειδή ἤσασταν εὐγενικοί, γλυκομίλητοι, καί κουβαλούσατε τήν Ἁγία Γραφή κάτω ἀπ’ τό μπράτσο σας.

Μοῦ εἴπατε ὅτι ἀπολαμβάνατε “ἐλευθερία”, καί μόνο ἀργότερα, ὅταν προσπάθησα νά ξεφύγω ἀπό αὐτό τό εἶδος τῆς “ἐλευθερίας”, ἀνακάλυψα ὅτι οἱ ἀτσαλένιες μπάρες τῆς πύλης εἶχαν κλείσει καί βρισκόμουν στό ἔλεός σας διότι, τότε, εἴχατε ἤδη ἀποκτήσει τόν ἔλεγχο τοῦ νοῦ μου καί τῶν
συναισθημάτων μου.

Ἔκλαψα καί ἱκέτευσα νά μέ ἀφήσετε νά φύγω, καί εἴπατε μέ τήν αὐστηρή βρυχώμενη φωνή σας, “ Ὄχι μέχρι νά σέ ἀπογυμνώσουμε”, καί τό κάνατε.

Μέ ἀπογυμνώσατε ἀπό τήν ἀξιοπρέπειά μου, ἀπ’ τόν αὐτοσεβασμό μου, τήν τιμή μου καί τήν ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ μου!

Εἴπατε στήν οἰκογένειά μου καί στούς φίλους μου ὅτι ἤμουν Δαιμονική, κακή, μιά ἀποστάτις, μιά πνευματική πόρνη, ἄξια ὁλικῆς καταστροφῆς ἀπ’ τόν ὀργισμένο Θεό σας, τόν ὁποῖον, μάλιστα, προσπαθήσατε νά παρουσιάσετε σάν Θεό “ἀγάπης”.

Σᾶς πίστεψαν, καί ἀκόμη σᾶς πιστεύουν, ἐπειδή οἱ ὀφθαλμοί τους εἶναι τυφλωμένοι ἀπό τήν ὑπόσχεση τοῦ “παραδείσου”, καί δέν μποροῦν νά “δοῦν” τήν Κόλαση πού τούς περιβάλλει.

Ὁ κάθε ἀπατηλός “παράδεισος” προσφέρεται στούς εὔπιστους σάν τό καρότο στή μύτη τοῦ κουνελιοῦ καί γίνεται αἰτία νά θυσιάζουν οἰκογένειες, φίλους, σταδιοδρομίες, ἐκπαίδευση, ἐλπίδες καί ὄνειρα στό βωμό τῆς Βιβλικῆς καί Φυλλαδικῆς Ἑταιρίας Σκοπιά.

Τώρα εἶμαι μεγαλύτερη, τώρα εἶμαι σοφότερη, ἀλλά τώρα εἶναι πολύ ἀργά καί ἡ ζωή φεύγει.

Μέ δάκρυα κραυγάζω γιά τήν ὄμορφη κόρη μου καί τά ἐγγόνια μου, ἀλλά ἐσεῖς τά δένετε ὅλο καί πιό σφιχτά καί τούς λέτε ὅτι ΕΣΕΙΣ εἶστε τώρα ἡ “Μητέρα τους”. Καί αὐτό εἶστε!

Ἱκέτευσα νά πάρω πίσω τήν τιμή μου καί τήν ἀξιοπρέπειά μου, ἀλλά γελάσατε μέ τά ἀστραφτερά σας δόντια καί εἴπατε, “Ἀποκλείεται, εἶσαι μόνη σου”.

Τά κάποτε ὄμορφα καί γλυκά λόγια, τώρα δέν ἦταν οὔτε ὄμορφα οὔτε γλυκά, ἀλλά λόγια συκοφαντικά, ὑβριστικά, γεμάτα μίσος καί ἐχθρότητα – καί τά εἴπατε μέ τέτοιο τρόπο πού οἱ ἄλλοι νόμιζαν ὅτι ἐσεῖς ἤσασταν δίκαιοι καί ἐγώ πονηρή καί κακή.

Εἴπατε ψέματα γιά μένα, ἀλλά κανένας δέν πίστεψε ὅτι ΨΕΥΣΘΗΚΑΤΕ, διότι σᾶς ἐμπιστεύονται, γιατί εἶστε γλυκομίλητοι, εὐγενικοί, καί κουβαλᾶτε μιά περιποιημένη Ἁγία Γραφή κάτω ἀπ’ τό μπράτσο σας.

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Ἁγία Ἄννα
Τριµηνιαῖο περιοδικό Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Ἄννης Κατερίνης
† B΄ – Γ΄ Τρίμηνο 2011 – Τεῦχος 105ο – Ἔτος 14ο

Εἰκόνα: «Λευκά περιστέρια δραπετεύουν ἀπό τό κλουβί » ἔργο τῆς Melani Pyke

τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»