Οι κεκοιμημένοι συγγενείς μας ωφελούνται από τις ελεημοσύνες μας.
Κάποιος κτυπάει τήν πόρτα της. Βγαίνει νά δῆ. Ἄ, ἡ κυρά Μαρία! Eἶναι μία ἀπ᾽ τίς γιαγιάδες πού ζητιανεύουν.
—Κόπιασε μέσα, κυρά-Μαρία, κάθησε.
Ἡ γυναίκα κάθησε στόν πάγκο.
—Νά σοῦ ψήσω ἕνα καφέ, μά τί καφέ! Ἀπό καβουρδισμένα καί ἀλεσμένα κουκούτσια χαρουπιοῦ. Ἔχει καί λιγουλάκι ἀληθινό μέσα.
Σέ λίγο ὁ παράξενος καφές εἶναι ἕτοιμος. Ἔχει καί λίγες ἐλίτσες καί παξιμάδια ἀπό κουραμάνα. Ἡ γυναίκα ἤπιε τόν καφέ καί ἔφαγε μέ ὅρεξι. Εἶπε χίλια “φχαριστῶ” καί ἔφυγε.
Ἡ Πελαγία βάλθηκε νά κάνη τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ. Τό μεσημέρι ἔνιωσε κουρασμένη καί ξάπλωσε. Τά βλέφαρα βάρυναν καί ἀποκοιμήθηκε. Στόν ὕπνο της εἶδε ὅτι εἶχε βγεῖ ἔξω καί συνάντησε κάπου τό μακαρίτη τόν ἄνδρα της.
—Ποῦ πᾶς, Μανώλη μου; Δέν θά ᾽ρθης στό σπίτι νά φᾶς;
—Ὄχι, γυναίκα, εἶμαι χορτάτος. Πέρασα ἀπ᾽ τό σπίτι, ἤπια τόν καφέ ἀπό κουκουτσάλευρο καί ἔφαγα τό παξιμάδι μέ τίς ἐλιές. Εἶμαι πλήρης!... (...)
Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί ἄλλη φορά.
Εἶναι περασμένες τρεῖς τό μεσημέρι. Ἡ Ἀθηνά κοιμᾶται στό ντιβάνι τοῦ μεσαίου δωματίου. Στόν ὕπνο της εἶδε τήν πεθαμένη ἀδελφή της, τήν Ἀντιγόνη.
—Ἀθήνα, τί ὡραῖο πού εἶναι τό σπανακόρυζο, πού μαγείρεψε ἡ μαμά! Μοῦ σέρβιρε ἕνα βάθυ πιάτο. Ἔφαγα καί φχαριστήθηκα.
Πετάχτηκε ἀπ᾽ τό κρεββάτι ἡ Ἀθηνά καί ἔτρεξε ἀμέσως νά πῆ τό ὄνειρο στή μάνα της. Ἀνοίγει τήν πόρτα τοῦ διπλανοῦ δωματίου καί τά ᾽χασε!
Μία ζητιάνα καθισμένη στόν πάγκο εἶχε μπροστά της ἕνα βαθύ πιάτο σπανακόρυζο, πού μόλις ἄδειαζε!...
Τρώνε οι φτωχοί και χορταίνουν οι κεκοιμημένοι...
Οι κεκοιμημένοι συγγενείς μας ωφελούνται από τις ελεημοσύνες μας.
Πηγή: Το σπιτάκι της Μέλιας
https://logosfotos.blogspot.com