Γιάννη Πρόφη λαογράφου-συγγραφέα
Ἡ κυρα-Μαρία, ἡ «Καραβίδαινα», νεωκόρος, «κλησάρισσα» στὴν ἐνορία τῆς «Παναγίας τοῦ Κουρσαλᾶ» στὸ Κορωπί, μπῆκε στὴν παγωμένη ἐκκλησιὰ ἐκεῖνο τὸ βροχερὸ χειμωνιάτικο ἀπόγευμα τῆς Κατοχῆς.Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἔρημη. Τὸ λιγοστὸ φῶς ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὰ πλαϊνὰ παράθυρα δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ φωτίσει τὸ μέσα μέρος της, στὴ μεριὰ τοῦ τέμπλου. Οὔτε καντήλι οὔτε κερὶ ὑπῆρχε ἀναμμένο. Ποῦ νὰ βρεθεῖ λάδι;
Εἶχε περάσει σχεδὸν μία βδομάδα καὶ τὰ καντήλια ἦταν ὅλα σβηστά. Κι ἡ ἴδια ἡ κλησάρισσα, χήρα γυναῖκα, ἤτανε νηστικιὰ ἐδῶ καὶ τρεῖς μέρες. Δὲν εἶχε λίγο ψωμὶ νὰ βάλει στὸ στόμα της, οὔτε ξεροκόμματο.
Καμμιὰ δουλειὰ δὲν εἶχε νὰ κάνει στὴν ἐκκλησιὰ ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα ἡ κυρὰ-Μαρία. Τὶς δουλειὲς τὶς εἶχε κάνει ὅλες ἀπὸ τὸ πρωί. Στὴν ἐκκλησιὰ μπῆκε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κάνει παρέα στὴ φιλενάδα της, τὴν Παναγία τοῦ τέμπλου, καὶ νὰ κλάψει τὸν πόνο της.
Πῆρε ἕνα σκαμνί, κάθισε μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ βυθίστηκε στὶς σκέψεις της. Ἡ εἰκόνα ἤτανε σκοτεινή, μόνο ἕνα ἀντιφέγγισμα στὸ ἀσημένιο της φωτοστέφανο φαινόταν. Κι ἄλλες φορὲς εἶχε καθίσει ἔτσι κοντὰ στὴν Παναγία, ἀλλὰ τότε ἡ εἰκόνα ἤτανε φλύαρη, τῆς μιλοῦσε καὶ τῆς ἔλεγε πολλά.
Σήμερα ὅμως ἦταν ἐντελῶς σιωπηλὴ καὶ ἀμίλητη. Ἡ κυρα-Μαρία κατάλαβε: Ἡ Παναγία ἤτανε στενοχωρημένη, γιατί τὸ καντήλι της ἤτανε σβηστό. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ σκαμνὶ καὶ γονάτισε μπροστά Της. Σὰ βρύση τρέξανε ἀπὸ τὰ μάτια τῆς τὰ δάκρυα.
«Ἄχ, Παναγιά μου ἀσημένια (1) , ψιθύρισε, κᾶνε τὸ θᾶμα σου! Στεῖλε μου λίγο λάδι νὰ σ΄ ἀνάψω τὸ καντήλι σου, γιατί κι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σὲ βλέπω νἆσαι μέσα στὸ σκοτάδι. Μοῦ μαυρίζει ἡ καρδιά μου… Ὅσο γιὰ μένα, ἕνα μικρὸ κομματάκι ψωμὶ μοῦ φτάνει… Ἐσὺ ὅλα τὰ μπορεῖς, κᾶνε τὸ θᾶμα σου!…»
Ἐδῶ ἡ κυρα-Μαρία τελείωσε τὴν προσευχή της, σηκώθηκε ὄρθια, σκούπισε τὰ δάκρυά της καὶ περίμενε ἀπόκριση. Περίμενε, περίμενε, ἀλλὰ τίποτα, ἄκρα σιωπή, οὔτε ἕνας ψίθυρος δὲν ἀκούστηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα.
Ἀπελπίστηκε ἡ κυρα-Μαρία. Ἔπιασε τὸ κεφάλι της ἀνάμεσα στὶς παλάμες της καὶ θρήνησε: «Ἄχ, Παναγιά μου ἀσημένια, ξανάπε, μόι! πῶς καταντήσαμε ἔτσι ἐμεῖς οἱ δύο; Ἐσὺ χωρὶς λάδι κι ἐγὼ χωρὶς ψωμί (2) …» Πῆγε καὶ ξανακάθισε στὸ σκαμνὶ καὶ περίμενε μήπως ἀκούσει κάτι.
Κι ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα τόσο τὴν ἔπνιγε ἡ ἀπελπισία. «Δὲν μπορεῖ, κάτι θὰ γίνει», σκέφτηκε σὲ μία στιγμή, γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν ἑαυτό της. Καὶ νά, μέσα σ’ αὐτὴ τὴ σιωπή, κάτι τῆς φάνηκε ὅτι ἄκουσε, σὰν κάποιος νὰ γύρισε τὸ χερούλι τῆς πόρτας.
Ἀλλὰ ὁ ἦχος ἤτανε τόσο ἐλαφρὺς καὶ σιγανός, ποὺ νόμισε ὅτι τ’ ἀφτί της τὴν ξεγέλασε. Δὲν ἔδωσε σημασία καὶ παραδόθηκε καὶ πάλι στὶς μαῦρες σκέψεις της. Ὅμως τώρα τῆς φάνηκε πὼς ἄκουσε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ ἀνάλαφρα βήματα, σιγανὰ καὶ ἤρεμα, ποὔρχονταν πρὸς τὸ μέρος της.
Γύρισε καὶ κοίταξε πίσω της. Εἶδε μία σκοτεινὴ γυναικεία μορφὴ μὲ μαντήλι στὸ κεφάλι. Τρόμαξε λίγο, μὰ ἀμέσως μπόρεσε νὰ ξεχωρίσει στὸ πρόσωπο τῆς γυναίκας ἕνα μικρὸ χαμόγελο καὶ ἡσύχασε.
«Κάποια γνωστὴ θἆναι», σκέφτηκε κι ἀμέσως ρώτησε: «Ποιά εἶσαι, θέλεις τίποτα;»
Ἡ ἀπόκριση ἦρθε ἀμέσως: «Ἡ Κοῦλα εἶμαι, Μαρία μου… Ἡ Κοῦλα τοῦ Ἠλία τοῦ Πρόφη… Εἶναι σκοτάδι ἐδῶ μέσα, γι’ αὐτὸ δὲν μὲ γνώρισες…»
«Ἄ, ἡ Κοῦλα εἶσαι; Καλῶς τηνε…», τῆς εἶπε ἡ κλησσάρισσα καὶ συνέχισε: «Καὶ πῶς ἦρθες τέτοια ὥρα ἐδῶ, μόι Κοῦλα; Ἀπόψε δὲν ἔχουμε λειτουργία…».
«Τὸ ξέρω, ἀλλὰ ἦρθα νὰ σοῦ φέρω αὐτά», εἶπε ἡ γυναῖκα κι ἀμέσως ξεκρέμασε ἕνα μικρὸ ταγάρι ποὖχε στὸν ὦμο της καὶ τὄδωσε στὴν κλησάρισσα.
«Καὶ τί ’ναι αὐτὰ ποὺ ἔφερες;», ξαναρώτησε αὐτὴ μὲ λαχτάρα καὶ τὸ μυαλό της πῆγε στὸ λάδι καὶ στὸ ψωμί.
«Σοῦ ‘φερα ἕνα μικρὸ μπουκάλι μὲ λάδι καὶ μισὸ καρβέλι ψωμί, ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔψησα σήμερα στὸ φοῦρνο», ἀπάντησε ἡ Κοῦλα.
«Καὶ πῶς σηκώθηκες νἄρθεις ἐδῶ, μόι Κοῦλα, μὲ τέτοιο νερόχιονο ποὺ ρίχνει ἔξω;», ρώτησε αὐτὴ παίρνοντας στὰ χέρια της τὸ ταγάρι.
Ἡ Κοῦλα κάθησε καὶ σκέφτηκε, δὲν εἶχε ἕτοιμη ἀπάντηση νὰ δώσει, ἀλλὰ στὸ τέλος τὴ βρῆκε: «Δὲν ξέρω, ἀλλὰ νά, ἐκεῖ ποὺ καθόμουνα στὸ τζάκι μόνη μου, σὰν κάποιος νὰ μὲ ἔσπρωξε καὶ νὰ μοῦ ’πε: Σήκω καὶ πήγαινε στὴν Παναγία, νὰ δώσεις λάδι καὶ ψωμὶ στὴ Μαρία τὴν κλησάρισσα. Γι’ αὐτὸ σοῦ τὰ ἔφερα…».
Ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια ἡ κυρα- Μαρία ταράχτηκε. Τὰ μάτια της πλημμύρισαν καὶ πάλι μὲ δάκρυα. Πῆγε μπροστὰ στὴν εἰκόνα κι ἔκανε ἀμέτρητα σταυροκοπήματα. Κι εὐχαριστοῦσε τὴν Παναγία μὲ λόγια ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει κανείς.
Κι ὅταν τελείωσε, γύρισε καὶ εἶπε στὴν Κοῦλα: «Ἐγὼ ξέρω, μόι Κοῦλα, ποιός σ’ ἔστειλε. Νά, αὐτὴ ἡ Παναγία, ἡ Ἀσημένια, σ’ ἔστειλε. Τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ καθόσουνα στὸ τζάκι, ἐγὼ ἔκανα προσευχὲς καὶ τῆς ζητοῦσα νὰ κάνει τὸ θᾶμα Της, νὰ στείλει λίγο λάδι ν’ ἀνάψω τὸ καντήλι Της καὶ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ νὰ φάω κι ἐγώ… Καὶ νὰ ποὺ ἔκανε τὸ θᾶμα… Ἔστειλε ἐσένα νὰ τὰ φέρεις… Σ’ εὐχαριστῶ, Παναγία μου, καὶ σένα Κοῦλα μου!».
Ἡ Κοῦλα δάκρυσε τώρα ἀπὸ χαρά. Δὲν τολμοῦσε οὔτε νὰ τὸ φανταστεῖ πὼς ἡ Παναγία τὴν εἶχε διαλέξει νὰ ἐκτελέσει τὴν ἐπιθυμία Της. Ἤτανε πολὺ μεγάλη αὐτὴ ἡ τιμὴ ποὺ τῆς ἔκανε. Πῆγε καὶ γονάτισε μπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ μὲ τὴ μελωδική της φωνὴ ἔψαλε ταπεινὰ μία προσευχή: «Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι…».
«Ἔλα τώρα ν’ ἀνάψουμε τὸ καντήλι της, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν ἔχουμε σπίρτα», εἶπε τώρα ἡ κλησάρισσα στὴν Κοῦλα.
«Φέρε ἐσὺ τὸ καντήλι καὶ σπίρτα ἔχω ἐγὼ μαζί μου», ἀπάντησε αὐτή.
Ἔβαλε ἡ κυρὰ Μαρία τὸ σκαμνὶ κάτω ἀπὸ τὴν καντῆλα, ἀνέβηκε πάνω καὶ κατέβασε τὸ ποτῆρι τοῦ καντηλιοῦ. Ἡ Κοῦλα τὸ γέμισε μὲ λάδι. Βάλανε καινούργιο λουμίνι, τὸ ἀνάψανε καὶ ἡ κυρα-Μαρία ἀνέβηκε καὶ πάλι πάνω στὸ σκαμνὶ καὶ ξανάβαλε τὸ ποτήρι στὴ θέση του.
Ἀνάψανε μετὰ καὶ τὸ καντήλι τοῦ Χριστοῦ, δεξιὰ ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη. Ἡ ἐκκλησιὰ φωτίστηκε ὁλόκληρη. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν τὴν εἴχανε δεῖ τόσο φωτισμένη. Ἡ Παναγιὰ στὴν εἰκόνα τῆς φαινότανε τώρα εὐχαριστημένη. Στὰ χείλη τῆς διακρίνανε ἕνα μικρὸ χαμόγελο. Ἡ ἐκκλησιὰ ζεστάθηκε ἀπότομα κι ἡ παγωνιὰ κι ἡ θλίψη ἐξαφανίστηκαν.
Οἱ δύο γυναῖκες γονάτισαν τώρα μαζὶ μπροστὰ στὴν Παναγιὰ καὶ ψιθύριζαν προσευχές. Ἔψαλαν στὸ τέλος, «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Σηκώθηκαν μετὰ ὄρθιες, φίλησαν τὶς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καὶ στάθηκαν ἀρκετὴ ὥρα νὰ τὶς κοιτάζουν. «Τώρα ἂς πηγαίνουμε», εἶπε σὲ κάποια στιγμὴ ἡ κυρα-Μαρία.
Κάνανε γιὰ τελευταία φορὰ τὸ σταυρό τους, προχώρησαν μαζὶ πρὸς τὰ ἔξω κι ἔκλεισαν τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς. Τώρα ἔξω εἶχε σκοτεινιάσει ἐντελῶς. Χαιρετηθήκανε, φιληθήκανε κι ἡ κάθε μία ἑτοιμάστηκε ν’ ἀναχωρήσει γιὰ τὸ σπίτι της.
«Νἆσαι καλά, μόι Κοῦλα, ποὺ ἦρθες, γιατί πῆρες ἀπὸ πάνω μου μεγάλη σταναχώρια. Ἀπόψε θὰ κοιμηθῶ ἥσυχη», εἶπε ἡ κλησάρισσα.
«Δὲν ἔκανα καὶ τίποτα σπουδαῖο, ἀλλὰ θέλω νὰ μὴν πεῖς σὲ κανένα τίποτα», ἀπάντησε ἡ ἄλλη φεύγοντας.
«Ἔννοιά σου καὶ δὲν θὰ τὸ πῶ», τὴν καθησύχασε ἡ κυρα-Μαρία.
Ἡ κλησάρισσα δὲν κράτησε τὸν λόγο της. Κάποτε διηγήθηκε αὐτὸ ποὺ συνέβη στὴ θεῖτσα Ἑλένη τοῦ Λουκᾶ τοῦ Πρόφη. Κι ἐκείνη τὸ εἶπε στὶς κόρες της.
Κι οἱ κόρες της μᾶς τὸ διηγήθηκαν ὅταν ἔγινε τὸ μνημόσυνο τῆς μαμᾶς, σαράντα μέρες μετὰ τὸν θάνατό της καὶ πενήντα χρόνια μετὰ τὸ γεγονός. Ὅλοι τότε νιώσαμε νὰ γεμίζει ὁ ἀέρας γύρω μας μὲ μίαν«ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς».
1. Ἀρβανίτικα: Shërmëri ergjënde= Παναγία ἀσημένια.
2. Ἀρβανίτικα: Ti pa val edhe u pa bukë= Ἐσὺ χωρὶς λάδι κι ἐγὼ χωρὶς ψωμί.
Ἀναδημοσίευση ἀπό 11-8-2016
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Εικόνα από: Pinterst
το «σπιτάκι της Μέλιας»