Τὸν παπα-Διονύση τὸν πρωτογνώρισα στὸ Βατοπέδι στὴν πανήγυρη τῆς Ἁγίας Ζώνης. Εἶχε τελειώσει ἡ Λειτουργία. Στὸ προαύλειο χῶρο τῆς Μονῆς ἀνταλλάσσονταν χαιρετισμοί, φιλοφρονήσεις, ἀσπασμοί, ἴσως καὶ κεκαλυμμένες κολακεῖες.
Μόνον μία γλυκειὰ φυσιογνωμία μοναχοῦ καθόταν στὴν εὐλογημένη ἄκρια μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, σὰν ἄνθρωπος τοῦ ἄλλου κόσμου. Ἐλάχιστοι περιδιαβαίνοντες τοῦ ἔκαναν σχῆμα καὶ ἐλαχιστότεροι τὸν χαιρετοῦσαν μὲ χειροφίλημα. Τὸν πλησίασα. Τὸ χαμηλωμένο του βλέμμα καὶ τὰ σταυρωμένα ῥοζιασμένα χέρια, προτοῦ κἂν μιλήσουμε, μοῦ εἶπαν ἐκφραστικώτατα αὐτὸ ποὺ λέει κάθε μοναχὸς μὲ τὴν σιωπή του: «Ἐδῶ μένω». Τοῦ φίλησα τὸ χέρι εὐλαβικὰ ὅπως τοῦ ἀειμνήστου Γέροντά μου, τὸν ῥώτησα:
-Ποιός εἶσαι;
Καὶ μοῦ ἀπήντησε μὲ βαθὺ αἴσθημα τοῦ ξένου, ποὺ δὲν δικαιοῦται τίποτε, ἂν καὶ ὁλόκληρη τὴν ζωή του τὴν εἶχε περάσει στὸν Ἄθωνα:
-Εἶμαι ῥουμάνος μοναχὸς καὶ μένω στὴν Κολιτσού.
Τὸν ῥώτησα ἂν ὑπάρχει εὐλογία νὰ συντύχουμε στὸ Κελλί του.
-Ὅποτε θέλετε. Πάντα ἐκεῖ μένω. Θὰ σᾶς περιμένω.
***
Μιὰ Κυριακὴ ἀπόγευμα γύραμε τὸ Κρυόβουνο γιὰ τὴν Σκήτη τῆς Κολιτσοῦς. Εἶχε τόσο δυνατὸ βοριὰ καὶ μανιασμένη θάλασσα, ποὺ φοβήθηκα τὶς συνθῆκες διαβιώσεως σὲ αὐτὴν τὴν Σκήτη. Ἦταν ὅλοι Ῥουμάνοι, πλὴν ἑνὸς Ἕλληνα «ζηλωτῆ». Ὅλοι μᾶς ἄνοιξαν τὴν πόρτα μὲ περισσὴ προσήνεια, σὰν νὰ δέχονται τὰ ἐγγονάκια τους, ποὺ μὲ λαχτάρα τὰ περίμεναν.
Πρῶτος ποῦ συναντήσαμε ἦταν ὁ παπα-Γιάννης. Ἀρκετὰ κυρτωμένος ἀπὸ τὴν δουλειά, τοὺς καμάτους καὶ τὴν ἄσκηση. Ἴσως νὰ εἶχε καὶ κάποια σωματικὴ κάκωση. Μᾶς ἐγκωμίασε τὸν Γέροντά του, ὅπως κάνει κάθε καλὸ παιδὶ γιὰ τὸν πατέρα του:
-Τὸ φιλακόλουθο, τὸ φιλόστοργο, εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ σᾶς τὸ περιγράψω. Ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ φθάσω ἐκείνου τοὺς καμάτους. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπερεῖχε εἶναι στὸν προσωπικὸ κανόνα. Ὅλη τὴν νύχτα μετάνιζε καὶ προσευχόταν, ὅσο καὶ νὰ μοχθοῦσε στὴν δουλειὰ ὅλη τὴν ἡμέρα. Ὅταν πέθαινε μᾶς εἶπε: «Δὲν ἔχω χρήματα νὰ σᾶς ἀφήσω. Ἔχω ὅμως τρεῖς χιλιάδες ἐπιπλέον κανόνες ἀπὸ τοὺς ὡρισμένους καί, ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικούς μου δὲν προλάβει νὰ ὁλοκληρώσει τὸν κανόνα του, ἂς παίρνει ἀπὸ αὐτούς». Ζήσαμε σὲ δύσκολα καὶ ἐπικίνδυνα χρόνια. Ἔπρεπε νυχθήμερα νὰ ἐργαζώμαστε γιὰ τὸν βιοπορισμό μας. Ἡ παρηγοριὰ τῶν ξένων στὸ Ὄρος μοναχῶν εἶναι τὸ τσαπὶ καὶ τὸ δικέλλι καὶ κάποιο ἐργόχειρο.
Μᾶς ἔδειξε τὴν Καλύβα τοῦ Ἁι-Γιώργη καὶ πήραμε τὸ μονοπάτι γιὰ τὸν παπα-Διονύση τὸν Πνευματικό. Ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ γέρνει στὴν δύση καὶ ὁ παλιὸς ἐρειπωμένος πύργος ἔσκιαζε ὅλη τὴν Σκήτη τῆς Κολιτσοῦς. Αὐτὸ τὸ ὑψηλὸ οἰκοδόμημα ἀποτελεῖ τεκμήριο τῆς παλαιότητας τῆς Σκήτης. Πράγματι, ὁ τόπος εἶναι πολὺ κατάλληλος γιὰ ἀετοφωλιὲς τῶν θείων πετεινῶν. Ὅπως οἱ παλιοὶ κυνηγοὶ ἔλεγαν:«Αὐτὸς ὁ τόπος βάνει λαγό», ἔτσι καὶ οἱ ἐραστὲς τοῦ μονήρους βίου γνωρίζουν τὸ κατάλληλο τοῦ τόπου γιὰ ἐγκαταβίωση μοναχῶν.
***
Σιγα-σιγὰ φθάσαμε σ’ ἕνα τόπο φροντισμένο. Ἀμέσως μὲ μία ἁπλὴ ματιὰ φαινόταν πὼς ὁ Ἀδὰμ καλλιεργεῖ τὸν τόπο καὶ τὸν φυλάει. Κανένα δένδρο δὲν ἦταν παραπονεμένο· ὅλα κλαδεμένα καὶ ἐλευθερωμένα ἀπὸ τὰ ἀγριόκλαδα. Τὰ δύο γεροντάκια ἀγαποῦν τὸν τόπο τους. Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ παράδεισος αὐτὸς δὲν διαθέτει σπιθαμὴ ἴσιωμα, εἶναι ἀξιοζήλευτα ἐπιμελημένος.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ βοριὰς ἔφερνε στὰ αὐτιά μας τὸν ἦχο ἀπὸ τὶς γλυκόφθογγες καμπάνες τῆς Καλύβης. Παιχνιδιάρικα τὶς ἔκρουε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ ὑποδεχθῆ τὸν Ἡγούμενο. Στὴν εἴσοδο τοῦ Κελλιοῦ ἔλαμπε ἡ φιγούρα τοῦ παπα-Διονύση μὲ τὸ ῥάσο καὶ τὸ κουκούλι του. Αὐτὸς ὁ ῥουμάνος μοναχὸς ἦταν ἄρχοντας· ἤξερε νὰ ἀποδίδει τὴν ἀληθινὴ τιμή.
Κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκα τὸ καλοκαίρι. Ἔκανε πολλὴ ζέστη καὶ βρισκόταν στὸν Ἑσπερινό. Τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ἦταν στὴν κυριολεξία φοῦρνος. Ὁ Γέροντας, τυφλὸς πιά, εἶχε βγάλει τὸ κουκούλι του καὶ εἶχε ὀλίγον ἀνασκουμπώσει τὰ μανίκια ἀπὸ τὸ τριμμένο του ἀντερί. Μόλις ὁ ὑποτακτικὸς τοῦ ἀνήγγειλε: «Ἦρθε ὁ Ἡγούμενος», κατέβασε τὰ μανίκια του καὶ ἔβαλε τὸ κουκούλι του, γιὰ νὰ παρουσιαστῆ στὸν Ἡγούμενο εὐπρεπισμένος! Ἡ ἀρχοντιὰ δὲν διδάσκεται, δὲν ὑποδεικνύεται, ἀλλὰ βιώνεται. Ὄχι προχειρότητες, ὄχι «δὲν βαριέσαι· ἀπροειδοποίητα ἦρθε, μήπως τὸν προσδοκούσαμε».
Στὸν Ἁι-Γιώργη ἔκανε δέηση καὶ στὴν μικρὴ τράπεζα μᾶς προσέφερε καλογερικὰ κεράσματα: τσίπουρο, λουκούμι καὶ καφέ. Ὁ ἴδιος ἔβαλε, ὅπως συυνήθιζε, μέσα στὶς παλάμες του τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερό, γιὰ νὰ μᾶς κάνει παρέα, νὰ μᾶς συντροφεύσει. Τὸν ῥωτήσαμε γιὰ τὸ ξεκίνημά του, τὶς πορεῖές του στὸν μοναχισμό, τὶς στράτες ποὺ βάδισε, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Μὲ ἁπλότητα ἄρχισε νὰ μᾶς διηγῆται τὴν ἱστορία του. Κάθε τόσο σταματοῦσε, γιὰ νὰ ζητήσει συγγνώμη γιὰ τὰ κακά του ἑλληνικά, ποὺ ἦταν καλύτερα ἀπὸ τὰ δικά μας. Εἶπα στοὺς μοναχούς μου:
-Αὐτὴ ἡ συνεσταλμένη βρύση θὰ μᾶς δώσει πιὸ καθάριο νερὸ ἀπὸ τὴν ὁρμητική· ἂς ἐντείνουμε τὴν προσοχή μας.
***
Ὁ Γέροντας Διονύσιος μὲ πολλὴ χάρη σκιαγραφοῦσε τὴν βιοτή του καὶ μάλιστα τὶς ἀπαρχὲς τῆς μοναχικῆς του ἀφιερώσεως. Ὅπως φαινόταν ἀπὸ τὸ ἱλαρό του πρόσωπο, αἰσθανόταν ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση νὰ μνημονεύει τὰ περασμένα καὶ μάλιστα τὸν Γέροντά του καὶ κατὰ σάρκα ἀδελφό του Γυμνάσιο, στὸν ὁποῖο χρεωστοῦσε τὰ πάντα. Δὲν φαίνεται νὰ ἀντάλλαξαν τὰ ἀδέλφια μεταξύ τους πικρόχολα λόγια, ὅπως συναντᾶμε σὲ πολλὲς παρόμοιες περιπτώσεις.
Γεννήθηκε ἀπὸ ἕνα εὐλογημένο ζευγάρι σὲ χωριὸ τῆς Μολδαβίας. Ἦταν ὀκταμελὴς ἡ οἰκογένειά του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος γιὸς ἔγιναν μοναχοὶ στὴν Σκήτη Μάγκουρα. Ὁ Δημήτρης πῆγε κοντὰ στὸν ἀδελφό του Γεώργιο 14 ἐτῶν. Καὶ τὰ δύο ἀδέλφια εἶχαν ξεχωριστὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Γεώργιος ἔγινε σχετικὰ γρήγορα μοναχός, μετονομασθεὶς Γυμνάσιος, καὶ ἀργότερα διάκονος, ἐνῶ ὁ Δημήτρης, γιὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, συγκαταριθμήθηκε στὴν ἀδελφότητα ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια φοίτησης σὲ κάποιο σχολεῖο.
Τὸ 1923 γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἦταν ἀποφράδα χρονιά. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἑορτολογίου δίχασε τὴν Ἐκκλησία. Μοιράστηκαν τὰ μέλη της σὲ ἀντιμαχόμενες μερίδες. Μάλιστα στὴν Ῥουμανία ἐπέφερε μεγάλη κρίση στοὺς πιστοὺς καὶ ἰδιαίτερα στοὺς μοναχούς. Ὁ Γέροντας Γυμνάσιος καθόλου δὲν ἀναπαυόταν μὲ τὴν ἐξέλιξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἄκουσε πὼς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἄγνωστος σ’ αὐτοὺς τόπος μέχρι τότε, ἔμεινε στὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο καὶ οἱ μοναχοὶ ἐστεροῦντο καὶ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου, ἐνῶ ἡ Ῥουμανία εὐποροῦσε. Τὸ ἀσκητικό του πνεῦμα τὸν ὡδήγησε στὸν Ἄθωνα τῶν παραδόσεων καὶ τῶν στερήσεων. Βέβαια ἡ φήμη τῆς στερήσεως τῶν μοναχῶν στὸν Ἄθωνα ἦταν πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἀκριβὸ ἤτανε τὸ ψωμί, ἀλλὰ ὄχι ὅτι δὲν ὑπῆρχε.
Στὸ Ὄρος ἔφθασαν τὸ 1926, παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Παναγίας. Ἡ ἀγρυπνία ποὺ παρακολούθησε ὁ Γέροντας στὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Καψάλα ἦταν μία οὐράνια ἐμπειρία, τῆς ὁποίας ἡ διήγηση, παρὰ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, τοῦ ἄφηνε εὐφροσύνη στὴν καρδιά. Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ τὸν ἔκανε πολὺ γρήγορα νὰ ξεχάσει τὸ περιπετειῶδες ταξίδι του μ’ ἕνα σαπιοκάραβο ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὸν Ἄθωνα. Βέβαια γιὰ τὸν πατέρα Διονύσιο ὁ ἀδελφός του Γυμνάσιος ἦταν δένδρο εὐσκιόφυλλο, ποὺ στὴν σκιά του πάντα εὕρισκε ἀνάπαυση καὶ σιγουριά. Στὰ δύο αὐτὰ ἀδέλφια βρῆκε πλήρη ἐφαρμογὴ τό: «ἀδελφὸς ὑπ’ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὁμοιάζει μὲ πόλη ὀχυρά». Σ’ αὐτὴ τὴν μικρὴ συντροφιὰ ἀπὸ τὴν Ῥουμανία στὸν Ἄθωνα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι συνοδοιπόροι. Μπροστάρης ἦταν ὁ Γυμνάσιος, ὁ αὐτάδελφος τοῦ παπα-Διονύση.
Φαίνεται ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ Γέροντα πὼς σὲ κάθε μεγάλη γιορτὴ γινόταν ἀγρυπνία καὶ προηγεῖτο νηστεία, γιὰ νὰ ἔχουν οἱ πατέρες θεία Κοινωνία.
Θέλοντας ὁ Γέροντας Γυμνάσιος νὰ μὴν ὑστερῆ ὁ ἀδελφός του στὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς ξενιτείας, τὸν ἔστειλε σὲ ξένο Γέροντα νὰ κάνει τὸν χρόνο τῆς δοκιμασίας του. Τί ξενιτεία θὰ ἐξασκοῦσαν ἂν ἔμεναν δύο ἀδέλφια μαζὶ καὶ μάλιστα ὁ μικρότερος νὰ ἔχει πάντα τὸ θάῤῥος τοῦ μεγαλυτέρου;
Καὶ οἰ δύο ἀδελφοὶ ἐπεδίωκαν πάντα τὴν ἀκρίβεια τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὴ ἦταν ἡ διδαχή του μέχρι τὰ ἔσχατά του. Ὁ πατὴρ Διονύσιος μᾶς διηγεῖτο πὼς κάποτε ὁ ἐντεταλμένος νὰ κρούει τὸ ξύλο γιὰ τὴν ἀκολουθία ἀδελφὸς οὔτε εὐχὴ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Γέροντα οὔτε καὶ τὴν εὐχή –τὸ «Δι’ εὐχῶν...»- εἶπε, χτυπώντας τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ Γέροντα. Ὁ σατανᾶς τότε παρουσιάστηκε στὸν τυφλὸ Γέροντα καὶ τὸν πείραξε, παριστάνοντας τὸν ἐκκλησιαστικὸ μοναχό. Τοῦ λέει ὁ Γέρων:
-Γιατί δὲν λὲς τὴν εὐχή;
-Γιατί, τὴν λέτε ἐσεῖς οἱ μοναχοί;
-Πίσω μου σ’ ἔχω, σατανᾶ.
Καὶ ἐξαφανίσθηκε ὁ πειρασμός.
Οἱ Γεροντάδες προεῖδαν πὼς τὸ Ὄρος θὰ χάσει, ἰδίως ἀπὸ τὶς Καρυές, τὴν ἡσυχία καὶ γι’ αὐτὸ θὰ εὐθύνονται κυρίως οἱ μοναχοί. Γι’ αὐτὸ ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ Ὄρους, τὶς Καρυές, γιὰ τὴν Σκήτη τῆς Κολιτσοῦς, τὸ 1937. Δὲν ὑπολόγισαν καθόλου τοὺς κόπους, τὶς στερήσεις, τὶς ταπεινώσεις, τὶς περιφρονήσεις –νὰ κάνουν τοὺς μεροκαματιάρηδες γιὰ δύο κιλὰ ψωμὶ τὴν ἡμέρα- ποὺ πέρασαν στὰ Κελλιὰ τῆς Καψάλας, καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴν ἀγαπημένη τους ἐρημιά, τὴν ὁποία τοὺς ἐξασφάλιζε ἡ σκληρὴ καὶ ἀπομονωμένη Κολιτσού. Οἱ κάματοι τῶν τριῶν Γερόντων, Γεδεών, Γυμνασίου καὶ Διονυσίου, γιὰ τὴν ἀνακατασκευὴ τοῦ σχεδὸν ἀνύπαρκτου Κελλιοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου δὲν ἔχουν μέτρο συγκρίσεως. Ὁ Γέροντας Γεδεὼν εἶχε φτιάξει εἰδικὰ σαμαράκια, ποὺ τὰ φοροῦσαν στὴν πλάτη καὶ κουβαλοῦσαν πέτρες ἀπὸ τὸ ἀπέναντι ῥέμα. Ὅταν μάλιστα ἔφθασαν τὰ χρόνια τοῦ δεύτερου πολέμου, τὰ πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο. Ὁ Πατὴρ Γεδεὼν ἔφυγε στὴν Ῥουμανία γιὰ λογία, ὅπως συνηθίζετο ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ὑπὲρ ἀποπερατώσεως τοῦ Κελλιοῦ. Ἡ παλιοκατάσταση τὸν κράτησε μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 1960 στὴν Ῥουμανία.
***
Μέσα στὶς ἑπόμενες δύο δεκαετίες κοιμήθηκαν οἱ παλιοὶ Γεροντάδες καὶ ἀνέλαβε τὸ ἱερὸν Κελλὶ ὁ Πατὴρ Διονύσιος. Ποτὲ δὲν ἀνέφερε τὴν λέξη «Κελλίον» μόνη της, ἀλλὰ πάντα «ἱερὸν Κελλίον». Καὶ τὸν Γέροντα τοῦ Κελλίου Ἡγούμενο τὸν προσφωνοῦσε. Ὁ Γέροντας θεωροῦσε κάθε τόπο ποὺ γίνεται προσευχὴ καὶ Λειτουργία σεβαστὸ καὶ ἱερό. Δὲν ἄκουγες ποτὲ ἀπὸν τὸν δάσκαλο λόγια κούφια. Γιὰ τὸν Πατέρα Διονύσιο τὰ πιὸ ἀγαπητά του πράγματα ἦταν ἡ ἀκολουθία, ἡ διακονία, τὸ ἱερὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, γιὰ τὸ ὁποῖο πολὺ κοπίασε, τὸ ἱερὸν Μοναστήριόν του καὶ ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς ἔλεγε:
-Ἀδέλφια μου, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τίποτε, παρὰ μόνον τὸν Θεόν, τὴν Παναγία καὶ τὸ Μοναστήρι. Μετὰ τὸν Θεὸν ἡ καταφυγή μας εἶναι τὸ Μοναστήρι.
Ἡ διδαχή του ἦταν εὐαγγελική, πατερικὴ καὶ ἐκκλησιαστική. Ἦταν ὁ μόνος Γέροντας ποὺ ἔλεγε:
-Ἀκολουθεῖτε τὶς συμβουλὲς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ ἀληθινὸς καὶ μοναδικὸς δρόμος τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σ’ αὐτὴν μαθαίνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς θὰ προετοιμαστοῦμε σ’ αὐτὴν τὴν ψεύτικη ζωὴ γιὰ τὴν αἰώνια καὶ ἀληθινή.
Ὁ λόγος του εἶχε μέτρο τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Δὲν ἔλεγε ὑπερβολές γιὰ νὰ φανῆ αὐτὸς ψηλὰ καὶ ὁ ταλαίπωρος λαϊκὸς ὅσο γίνεται πιὸ χαμηλά.
-Πῶς αἰσθάνεστε, Πάτερ Διονύσιε;
-Πολὺ ἁμαρτωλός, ἀλλὰ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου ποτὲ δὲν τὴν ἔχασα. Πάντα τὴν ἀφήνω στὸ μέγα ἔλεος.
Δὲν παρουσίαζε μεγάλες τὶς ἀποστάσεις μεταξὺ μοναχῶν καὶ λαϊκῶν γιὰ νὰ κονιορτοποιήσει τὸν ἄλλον. Παρήγορα λόγια εἶχε καὶ γιὰ τὸν ἱστάμενο καὶ γιὰ τὸν πεσόντα. Ἔλεγε:
-Ἠ ἀπόσταση θὰ φανῆ βεβαία μόνον στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ παίζει τὸ πρᾶγμα καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους καὶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ὁ λόγος του ἦταν βατὸς γιὰ ὅλους. Μόνον δύο ἢ τρεῖς φορὲς ἀναφέρθηκε στὴν διδαχή του σὲ ἔκτακτες θεῖες ἐνέργειες ἢ σατανικὲς ἐμφανίσεις. Ὁ Γέροντας τὰ πρῶτα χρόνια δὲν δίδασκε. Στὶς ἐρωτήσεις ἀπαντοῦσε πολὺ συνεσταλμένα. Ὅταν δὲν ἔβλεπε νόημα στὶς ἐρωτήσεις, ἔλεγε ὅτι τὰ ἑλληνικά του δὲν εἶναι καλά. Γιὰ τὰ σαρκικὰ πάθη ποτὲ δὲν μιλοῦσε· θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀκατάλληλο. Ἀργότερα, ἴσως μὲ τὴν παρότρυνση κάποιων ποὺ τὸν εὐλαβοῦντο, ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσει διδασκαλία. Σ’ ὅλα τὰ πράγματα εἶχε παγιωμένες θέσεις. Γι’ αὐτό, ὅσες φορὲς καὶ νὰ δίδασκε, ἔλεγε τὰ ἴδια του. Ὁ λόγος του δὲν ἦταν ἐφημερίδα· ἦταν εὐαγγελικός, πατερικός, ἐκκλησιαστικός. Ὁ Κολιτσιώτης Γέροντας δίδασκε πολὺ ὡραῖα πράγματα γιὰ τὴν Μητέρα ἡμῶν Ἐκκλησία:
-Αὐτὴ ἡ μεγάλη Ἁγία συμβουλεύει ὅσα συντελοῦν στὴν σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ πέραν τοῦτο τίποτε ἄλλο. Δὲν λαλεῖ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς περιέργειές μας, ἀλλὰ μόνον γιὰ σωτηρία. Δὲν εἶναι ἐγκυκλοπαίδεια· εἶναι τὸ πάντοτε ἀνοιχτὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Μόνον ὅποιος ἐπιζητεῖ τὴν σωτηρία του τὸ διαβάζει.
Ὁ Γέροντας ἤτανε μία βρύση, στὴν ὁποία δὲν ἔβλεπες κάνουλα. Ἔφτανε νὰ τὴν σκουντήξεις, γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ τρέχει νερὸ βουνίσιου, καθαρὸ καὶ δροσερό.
***
Ὁ λόγος του γιὰ τὴν προσευχὴ ἤτανε ζεστὸς σὰν τὸ φρεσκοαρμεγμένο γάλα ποὺ πίναμε ὅταν ἤμαστε μικρὰ παιδιά:
Μία εἶναι ἡ θύρα τοῦ ἐλέους. Ὅλες οἱ ἄλλες οὔτε κὰν παραπόρτια δὲν εἶναι. Αὐτὴ ἡ πόρτα τοῦ θείου ἐλέους ἀνοίγει μόνον μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ταπείνωση.
Συνιστοῦσε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὡς τὴν πιὸ μικρὴ καὶ τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ εὔκολη καὶ τὴν πιὸ δύσκολη προσευχή.
-Ἐὰν συνεχῶς τὴν λέγεις, γίνεται τόσο εὔκολη σὰν τὴν ἀναπνοή σου. Ὅταν μάλιστα στὸ τέλος τῆς εὐχῆς προσθέτης «ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», πολεμεῖται πολὺ ὁ σατανᾶς. Τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο τοῦ διαβόλου εἶναι ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ τοῦ χριστιανοῦ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Ἀπὸ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχὴ παίρνει πολλὴ ὠφέλεια,. Μαζὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...» λέγε καὶ τὸ «δόξα σοι, ὁ Θεός». Ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς μοναχοὺς πάντα αὐτὴν τὴν φωνὴ ἀκουγες ἀπὸ τὸ στόμα τους: «ἐλέησόν με-δόξα σοι, ὁ Θεός». Ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ ζητᾶμε πάντα τὴν σωτηρία μας. Τὰ ἄλλα θὰ μᾶς τὰ δώσει μόνος Του, ὅπως λέει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον.
Ὁ ὅσιος σπουδαία θεωροῦσε καὶ τὴν προσευχὴ τῆς 24ωρης ἀκολουθίας. Κάποιος ἄλλος ἀββᾶς ἔλεγε:
-Μοναχὸς ποὺ δὲν παρακολουθεῖ τὶς ἀκολουθίες πρέπει νὰ ἀπελαύνεται τοῦ Ὄρους.
Τὸ ἱερὸν Κελλίον λειτουργοῦσε ὅπως ἕνα ἀρχαῖο κοινόβιο μὲ τὶς ἀκολουθίες στὶς τακτὲς ὧρες τοῦ 24ώρου, τὸν προσωπικὸ κανόνα στὸ Κελλί, τὴν κοινὴ τράπεζα καὶ τὴν διακονία.
Στὰ ὑστερνά του εἶχε δύο δοκιμασίες. Πρώτη: ἡ ὁλοκληρωτικὴ τύφλωση· σ’ αὐτὴν λυπότανε μόνον ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βοηθήσει τοὺς ἀδελφοὺς στὴν διακονία. Καὶ ἡ δεύτερη καὶ ὀδυνηρότερη γιὰ τὸν Γέροντα ἤτανε ποὺ τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του ἔχασε τὸ κουράγιο του νὰ παρακολουθῆ στὴν ἐκκλησία τὴν ἀκολουθία καὶ τὴν Θεία Λειτουργία. Ἔλεγε:
-Μπροστὰ στὴν Θεία Λειτουργία πάντα βλέπω τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς μου.
***
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁ Γέροντας ἄστραφτε σὰν τὸν ἥλιο ἤτανε στὴν διδαχὴ γιὰ τὴν ταπείνωση. Ἀπὸ καμμία συζήτηση δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ ὁσιακό του στόμα ἡ διδαχὴ γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν βδελυκτὴ ὑπερηφάνεια. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶχε καταλάβεει πὼς ὁ Θεὸς τίποτε ἄλλο δὲν ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ μόνο ταπείνωση. Αὐτὴν τὴν θεοΰφαντη ἀρετὴ μὲ ποικίλους τρόπους καὶ λόγους ἐγκωμίαζε:
-Στὸν κόλπο τῆς ταπεινοφροσύνης θὰ βρῆς τὸν Χρισστό, ἐνῶ στοὺς κόλπους τοῦ ἐγωϊσμοῦ τὸν διάβολο. Ὁ ἐγωϊστὴς πάντα βαδίζει ἀριστερά. Εἴτε χαμηλὰ βρίσκεται εἴτε ὑψηλὰ στὴν κοινωνία, τὸ ἴδιο κακὸ κάνει: σκορπίζει τὸν θάνατο. Ἡ ταπεινοφροσύνη δένει ὅλες τὶς ἀρετὲς μεταξύ τους, ἐνῶ ὁ ἐγωϊσμὸς τὶς διαλύει καὶ τὶς ἐξαφανίζει. Ὁ ἐγωϊσμὸς εἶναι ἡ φυγαδεύτρα δύναμη καὶ ὁ σκορπισμὸς ὅλων τῶν ἁγίων ἀρετῶν.
Καὶ συμπλήρωνε ὁ Ὅσιος:
-Μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη γινόμαστε ἀπρόσβλητοι ἀπὸ τὸν σατανᾶ καὶ παιδιὰ ἀγαπητὰ τοῦ Θεοῦ, φυλαγμένα ἀπὸ τὴν Χάρη Του. Ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ φρούριο τῶν ἀρετῶν, εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο γιὰ νὰ ἀνέλθη ψηλὰ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἡ πιὸ σίγουρη ὑψωτικὴ μηχανή –καλλιεργώντας βέβαια καὶ τὶς ἄλλες ἀρετές. Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀρετὴ καλλιεργεῖται, ἂν ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι πετυχαίνει τὸ θεωρῆ φώτιση Θεοῦ καὶ οὐχὶ δικό του ἐπίτευγμα. Ἀλλιῶς, γίνεται παντοδύναμος, ὑπεράνθρωπος, καὶ ἀρνεῖται τὸν Θεό. Ἔτσι, ἡ ἀθεΐα θέριεψε τὸν κόσμο μὲ τὰ ἐπιτεύγματα τῆς τεχνικῆς ἐπιστήμης. Ὁ ἐγωϊστὴς ποτὲ δὲν μένει κοντὰ στὸν Θεό. Ἡ κατάληξή του εἶναι νὰ γίνει ὁ ἴδιος ἑωσφόρος. Ὅταν λαλῆ, δὲν ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλ’ ὁ ἑωσφόρος ποὺ κατοικεῖ μέσα του.
Γι’ αὐτὸ ἤθελε καὶ στὸν γάμο καὶ στὸν μοναχισμὸ ὑπακοή, ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος καὶ ταπεινοφροσύνη. Συνεχῶς συμβούλευε ὁ Γέρων:
-Ἂν ἡ ταπείνωση δὲν μᾶς ἔχει γίνει πεποίθηση, δὲν ἐλεούμεθα ἀπὸ τὸν Θεό. Πάντα πίστευε στὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀναξιότητά σου θὰ τὸ ζητᾶς καὶ ὅλα θὰ σοῦ τὰ δώσει ὁ καλὸς Θεός. Ἡ ταπείνωση βοηθᾶ νὰ βλέπουμε τοὺς ἄλλους ἁγίους, νὰ μὴν κατακρίνουμε κανέναν. Αὐτὸ φέρνει τὴν θεία Χάρη στὴν ψυχή μας καὶ ἐργαζόμεθα τὶς ἅγιες ἀρετές. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἐκκοπὴ τῶν παθῶν. Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀτελειῶν μας κρατᾶ τὸν Θεὸ κοντά μας, φωλιάζει στὴν καρδιά μας ὁ Κύριός μας, μᾶς κάνει μόνιμο οἶκο διαμονῆς Του.
***
Καὶ στοὺς μοναχοὺς ἀπηύθυνε ὄμορφους καὶ ἐπικοδομητικοὺς λόγους, σὰν πατέρας φιλόστοργος σὲ ἀγαπημένα παιδιά του:
-Παιδιά μου, δύο δρόμοι ὑπάρχουν: ἡ καλογερικὴ καὶ ὁ γάμος. Αὐτοὶ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καὶ στοὺς δύο τὴν εἰρήνη νὰ διώκετε. Καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος θέλουν αὐτοθυσία, ἀγάπη καὶ ὑπομονὴ μεγάλη. Ἡ προσέλευση στὸν μοναχισμὸ εἶναι μυστήριο καὶ ἡ καλὴ πρόθεση τοῦ προσερχομένου φαίνεται, ὅταν ἀμέσως ῥωτᾶ τὸν Γέροντα ὁ ἴδιος: «Τί νὰ κάνω, γιὰ νὰ γίνω καλὸς μοναχός». Τὰ καθήκοντα τοῦ μοναχοῦ καὶ τῆς ἐργασίας του δὲν εἶναι ἀπὸ ἄνθρωπο· εἶναι δοσμένα ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἔγινες, ἀδελφέ μου, μοναχὸς στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας; Μὴ ζητήσεις μήτε πλούτη μήτε δόξες μήτε τιμές, γιατὶ θὰ χάσεις τὴν σωτηρία σου καὶ τὴν Παναγία ἀπὸ ἐγγυήτρια τῆς σωτηρίας σου. Μοναχέ μου, ὅσο καὶ νὰ δυσκολεύεσαι στὸ Ὄρος, μὴν μετανιώσεις ποὺ ἄφησες τὴν ὄμορφη πατρίδα σου καὶ τοὺς συγγενεῖς σου. Ὄχι· εἶναι γογγυσμὸς στὸν Θεὸ ποὺ σὲ κάλεσε στὸ μοναχικὸ ἐπάγγελμα. Ὁ μοναχός, ὅποιος καὶ νὰ τὸν νουθετῆ, τὸν βλέπει στόμα Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερα τὸν Γέροντά του. Τὸ «νά’ναι εὐλογημένο», ὅταν προφέρεται μὲ ταπείνωση, ἐπιφέρει καρποὺς ἀμαράντους εὐαγγελικοὺς στὴν ψυχή μας. Ὅταν ὅμως λέγεται μὲ πεῖσμα καὶ ἐγωϊσμό, ἐπισύρουμε κατάρα θεήλατο ἐπάνω μας.
-Γιὰ τὴν μοναχικὴ πολιτεία ὑπάρχει μόνον ἕνα δρόμος: ἡ ἀκολουθία, ὁ κανόνας καὶ ἡ διακονία. Ἄλλη στράττα δὲν ὑπάρχει. Μὴν ψάχνεις σταυροδρόμια, γιὰ νὰ πετύχεις τοῦ σκοποῦ σου. Ἐπιλέγετε νὰ ἔχετε καλὸ πνευματικὸ πατέρα καὶ νὰ λέγετε ὅλους τοὺς λογισμούς σας. Ἔτσι, εὔκολα καὶ σωστὰ θὰ βαδίσετε τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου. Τὸ θεμέλιο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή, ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη. Μὲ αὐτὰ γίνεται δυνατὸς πόλεμος τῶν ἀκαθάρτων πολέμων.
-Ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ἐπιφέρει ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση προσευχὴ καὶ θεολογία. Μοναχέ, ἡ ἁγία ὑπακοὴ κάνει καὶ τὰ πιὸ βαριὰ διακονήματα εὔκολα καὶ ξεκούραστα. Βέβαια ἡ ὑπακοὴ εἶναι αὐτοκαταδίκη τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶναι πολὴ δύσκολη. Γιὰ νὰ εἶσαι ἁγιορείτης μοναχός, πρέπει νὰ πιστεύεις εὐλαβικὰ στὶς ἁγιορείτικες παραδόσεις, στοὺς ὅρους καὶ τὰ ἀποφθέγματα τῶν Γερόντων.
Τὸν ἀγωνιστὴ μοναχὸ τὸν ὠνόμαζε παλληκάρι.
***
Καὶ τοὺς λαϊκοὺς μὲ πολλὴ ἀγάπη ὑποδεχόταν καὶ μὲ ἀπέραντη συγκατάβαση στὶς ἀδυναμίες τους. Πάντα ῥωτοῦσε τὸ ὄνομα, τὴν καταγωγή, τὴν ἐργασία καὶ τὴν οἰκογενειακή τους κατάσταση. Καί, κατὰ τὴν ἀρχαία ἀσκητικὴ παράδοση, ῥωτοῦσε:
-Τί σὲ ἔκανε νὰ ἔρθεις πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς;
-Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀξιοθαύμαστος λαό. Ἔδωσαν τὸ φῶς τους στὸν κόσμο. Ἀλλὰ σήμερα, μὲ τὶς ὑποχωρήσεις στὸν σύγχρονο πολιτισμό, σκοτάδι σκορπίζουν.
-Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐσχατολογικὸ σημάδι εἶναι ποὺ σήμερα, ἀντὶ νὰ εἴμαστε φῶς, γίναμε ψηλαφητὸ σκοτάδι. Ἀδελφοί μου, ὁ Κύριός μας εὔκολα πράγματα μᾶς ζητᾶ, ἀλλ’ ὁ πειρασμός, ποὺ κυριεύει τὴν ψυχή μας μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν παθῶν, μᾶς τὰ παρουσιάζει ὅλα δύσκολα καὶ ἀκατόρθωτα. Ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας μᾶς ἄφησε ἐλευθέρους νὰ ἐπιλέξουμε τὸν δρόμο μας. Ἀλλ’ ὅμως, ὅπως πάντοτε φιλάνθρωπα φερόμενος, ἐφώτισε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας διὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων πατέρων μας εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. Οἱ δρόμοι τῆς σωτηρίας εἶναι ἀνοιχτοί, ἂν ἀκολουθοῦμε τὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
-Τὰ ἐμπόδια τῆς σωτηρίας μας εἶναι οἰ ἀδυναμίες μας καὶ ὁ πείραζων διάβολος. Γι’ αὐτὸ χρειαζόμαστε συνεχῆ προσπάθεια. Ἡ συνεχὴς προσάθεια εἶναι ἡ σκάλα τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ λέξη «προσπάθεια» ἄρεσε πολὺ στὸν Γέροντα, καὶ τὴν πρόφερε παχειά. Ἀκόμα καὶ τὶς λέξεις «ἅγιοι Πατέρες, Ἐκκλησία Ὀρθόδοξη» ὅταν τὶς ἔλεγε, ἔσταζε τὸ στόμα του μέλι καὶ γάλα. Πίστευε καὶ διακήρυττε μὲ στετόρεια φωνὴ πὼς εἴμαστε τέκνα ἀγαπητὰ ἁγίων Πατέρων καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς ἤθελε ζωντανά, πιστὰ μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας.
***
Ἦταν ἄνθρωπος τῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε:
-Τὰ πάθη ξεῤῥιζώνονται μὲ τὴν συνεχὴ ἐξομολόγηση. Ὅσες φορὲς καὶ νὰ πέσεις, τράβα στὸν Πνευματικό.
Ἤθελε τὸν ἐξομολόγο νὰ τὸν ἔχουμε κοντά μας, γιὰ νὰ μὴν βρίσκουμε δικαιολογία τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ.
-Τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἡ φιλανθρωπικὴ πρόνοια, ἀλλὰ τὸ νὰ συγχωρῆς ἁμαρτίες.
-Δὲν θὰ τιμωρηθοῦμε γιατὶ ἁμαρτήσαμε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανοήσαμε. Τὴν ἐξομολόγηση ὁ Θεὸς τὴν ἔδωσε, γιατὶ γνώριζε τὶς ἀδυναμίες μας. Χωρὶς αὐτὴν κανένας δὲν σώζεται.
-Χριστιανὸς εἶναι ὁ ἔχων μυστηριακὴ ζωὴ καὶ ἐκκλησιασμό. Ἀλλιῶς, ἂς λέει ὅτι εἶναι χριστιανός. Χωρὶς ἐξομολόγηση δὲν ὑπάρχει σωτηρία, μὴ σὲ ἀπατᾶ ὁ λογισμός: «Τὰ εἶπα στὴν εἰκόνα, τὰ εἶπα στὴν Παναγία, τὰ εἶπα στὸ πλησίον μου· συγχωρέθηξκα». Ἡ ἐξομολόγηση θέλει παπᾶ καὶ πετραχήλι, ὅμως μᾶς παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία. Οἱ συμβουλὲς τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ μεγάλη μας ἐλπίδα, ποτὲ μὰ ποτὲ μὴν ξεχνᾶμε πὼς τὰ ἅγια Μυστήρια εἶναι οἱ φάροι τῆς Ὀρθοδοξίας. Προσέχετε. Ὁ γάμος διαλύετε ἀπὸ ὑποψίες, ἐγωϊσμοὺς καὶ λογισμούς. Οἱ πνευματικοὶ πατέρες πολὺ βοηθοῦν στὴν συγκρότηση τοῦ γάμου. Ὁ Πνευματικὸς συμβουλεύει ὡς τρίος, χωρὶς συναισθηματισμοὺς καὶ προσωποληψίες. Ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων εἶναι τὸ ὡραιότερο πρᾶγμα πάνω στὴν γῆ καὶ πολὺ βοηθᾶ στὴν διατήρηση τῆς οἰκογένειας. Ἡ ἀγάπη ἀποκτᾶται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ κατάκριση εἶναι ὁ σεισμὸς τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἄδεια νὰ κατακρίνουμε, γιατὶ ἀφ’
ἑνὸς ἀπομακρύνουμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφ’ ἑτέρου παίρνουμε ἐπάνω μας τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, ἐμεῖς ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ βαστάξουμε τὶς δικές μας.
***
Γιὰ ὅλες τὶς ἀρετὲς ἐπέμενε στὴν καλὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδικῶν χρόνων.
-Τὰ παιδικά μας χρόνια σημαδεύουν ὅλη μας τὴν ζωή. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ παιδὶ πειράζεται καὶ ὅταν μάλιστα μαργαρίζεται ἀπὸ τὶς βρώμικες εἰκόνες τῆς τηλεόρασης, ὁ ἀγώνας γίνεται πολὺ μεγαλύτερος.
Ἡ τηλεόραση στὴν καρδιὰ τοῦ Γέροντος ἤτανε κάρβουνο ἀναμμένο.
-Ἔγινε μὲ πολλὴ σοφία αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἂν δείχνει καλά, βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ ὅμως συνήθως εἶναι περισσότερα τὰ κακά, χαλοῦν τὸν λογισμό. Προτιμότερο εἶναι νὰ μὴν ὑπάρχει στὰ σπίτια τῶν χριστιανῶν. Ἡ τηλεόραση καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα συμμάχησαν, γιὰ νὰ καταστρέψουν τὸν ἄνθρωπο, καὶ ποτὲ δὲν τὰ χαλοῦμε μεταξύ τους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κρατοῦντες ἔχουν τεράστια εὐθύνη, ὅποια χώρα καὶ νὰ κυβερνοῦν, ἰδιαίτερα ὅμως οἱ ὀρθόδοξοι ἀρχηγοί. Τρία πράγματα κάνουν σήμερα τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν δύσκολη: ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, οἱ κακὲς παρέες καὶ ἡ τηλεόραση. Σπέρνουν ἀγκάθια καὶ τριβόλια στὴν διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν καὶ ὅσο διαβαίνει ὁ χρόνος τὰ πράγματα θὰ γίνονται δυσκολότερα. Σὲ λίγο ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ βρίσκει παρθένους νὰ χειροτονήσει ἱερεῖς καὶ παρθένα ζευγάρια νὰ εὐλογήσει στὸν γάμο. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἤθελαν τὸν γάμο στὰ 16 τῆς γυναίκας καὶ στὰ 18 γιὰ τὸν νέο, προτοῦ μολυνθοῦν ἀπὸ τὶς σαρκικὲς ἁμαρτίες.
-Σοφὰ κυκλοφόρησαν τὴν Ἁγία Γαφὴ σὲ εἰκόνες γιὰ τὰ παιδιά, ἀλλὰ τί νὰ κάνει μόνο αὐτὸ μπροστὰ στὶς ἄπειρες ἀναίσχυντες εἰκόνες ποὺ κυκλοφοροῦν οἱ ἄθεοι καὶ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως δὲν θὰ κάνουμε τὴν χαρὰ τῶν δαιμόνων νὰ ἀπελπιστοῦμεν. Δὲν θὰ ἀφεθοῦμε τῆς προσπάθειας νὰ ἐμφυτεύσουμε στὴν καρδιά τους τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία.
***
-Τὸ ἡμερολόγιο δὲν εἶναι ἄρθρο πίστεως, ὅπως δογματίζουν οἱ παλιοημερολογίτες. Ἐπέφερε ὅμως κομμάτιασμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγινε σχίσμα. Δὲν εἶναι πιὰ συμπαγής, ὁλόκληρη. Ἔφυγε ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἀνεπτύχθησνα ἀντιπαλότητες καὶ μάχες καὶ ἔριδες. Τὸ παλιὸ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει ἀκρίβεια χρόνου, νὰ χάνει, ἀλλ’ εἶναι τῶν ἁγίων Πατέρων. Εἶπα κάποτε στὸν Γέροντά μου: «-Ἡ Καινὴ Διαθήκη πάλιωσε πολύ· νὰ σοῦ πάρω καινούργια;». «-Ὄχι, παιδί μου, εἶναι τοῦ πατέρα μου».
Ἡ Ἐκκλησία δὲν μετρᾶ χρόνους καὶ καιρούς. Ζῆ πάντα τὸν δικό της χρόνο. Πολὺ πονεῖ ἡ ψυχή μου γιὰ τὸ κομμάτιασμα τῆς Ἐκκλησίας. Χάθηκε ἡ ἑνότητα γιὰ τὴν ὁποία πολὺ προσευχήθηκε ὁ Χριστός. Πολὺ φοβᾶμαι πὼς μία νέα παραχάραξη θὰ φέρει καὶ δεύτερο κομμάτιασμα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς.
***
Ὁ παπα-Διονύσης εἶχε κάποιες λέξεις καὶ φράσεις ποὺ ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε καὶ ἄλλες ποὺ ἐβδελύσσετο.
Τὸ «δὲν βαριέσαι» εἶναι ἡ καταστροφὴ καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἄλλης καὶ τὸ οἴκτιρε πάντοτε. Ἀκόμη καὶ τὴν φράση τῶν κοσμικῶν «ἐδῶ εἶναι ὁ παράδεισος, ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ κόλαση» τὴν θεωροῦσε ἐξουδετέρωση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας –σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία«ἐδῶ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή»- καὶ ἀνακεφαλαίωση τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπιστίας τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου.
Ἐνῶ, οἱ γλυκειὲς λέξεις τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἐρημίτου ἤταν: ἡ «ψυχούλα». Τὴν ἔλεγε ἔτσι γιὰ νὰ τὴν καλοπιάσει, νὰ τὴν διεγείρει νὰ βρίσκεται πάντοτε στὶς ἐπάλξεις τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα. Ἡ ἄλλη φράση ἦταν ἡ «αἰώνια ζωή», τὴν ὁποία διέστελλε ἀπὸ τὴν ψεύτικη. Αὐτὰ ἀπὸ τὸ στόμα του εἶχαν ἰδιαίτερο ἄκουσμα. Ἔῤῥιχναν τὸν μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ τῆς ἐδῶ ζωῆς μὲ ἐκείνης καὶ γινότανε μία ὄμορφη συνέχεια.
Φαινόταν ὁ ἀσκητὴς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δίδασκε πὼς ἦταν βαθὺς γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πρέπει ὅλη νὰ τὴν μελέτησε μὲ πολλὴ προσοχή. Στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Δικαίου Ἰὼβ διασαφήνιζε πολὺ σωστὰ γιατί ὁ Θεὸς ὅλα τοῦ τὰ διπλασίασε μετὰ τὸν πειρασμό, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παιδιά. Στὴν πραγματικότητα τοῦ τὰ ἔδωσε καὶ αὐτὰ διπλᾶ, γιατὶ εἶχε 7 στὸν οὐρανό. Δὲν χάθηκαν· ἤτανε κοντὰ στὸν Θεό. Ἔλεγε:
-Ἐδῶ, παιδιά μου, ὑποφώσκει τὸ μυστήριο τῆς ἀναστάσεως, γι’ αὐτὸ ἡ περικοπὴ αὐτὴ διαβάζεται τὴν Μεγάλη Παρασκευή.
-Ὅσο πιὸ ἁμαρτωλὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο καλύτερο βλέπει τὸν ἑαυτό του. Ὅσο ὅμως περισσότερο προχωρεῖ στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, τόσο χειρότερο τὸν βλέπει· ἀντιστρέφονται τὰ πράγματα.
***
Ὅλα ὁ Κολιτσιώτης Γέροντας τὰ ἔβλεπε ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος:
-Μὲ ἔφερε σὲ αὐτὴ τὴν ζωή, γιὰ νὰ προετοιμαστῶ γιὰ τὴν αἰώνια. Καὶ τὸ ὅτι ἔγινα μοναχὸς ὀφείλεται στὴν ἐπιθυμία γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Καὶ τὸ ὅτι δίδασκε τὸ ἔκανε γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Λειτουργοῦσε κάθε μέρα, γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν δρόμο γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
-Οἱ ἀσκήσεις γίνονται νυχθήμερα γιὰ καλὲς ἀποσκευὲς γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ὅλα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ νοητά, καὶ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Τὸ ἀντίκρυσμα τῆς ἁγίας ἀσκήσεως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Αὐτὴ σημαδεύει τὴν ζωή μας καὶ τῆς δίνει νόημα καὶ περιεχόμενο. Καὶ ὁ γάμος καὶ ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν στὴν ἀιώνια ζωὴ ἀποβλέπουν.
Ἕνα ὄνειρο εἶχε στὴν ζωή του: νὰ γίνει πολίτης τοῦ οὐρανοῦ καὶ μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρωτοτόκων, τῶν ἀπογεγραμμένων στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἔπειτα ἀπὸ 71 χρόνια ἐγκαταβιώσεως στὸ ἱερὸ βουνὸ τοῦ Ἄθωνα, σὲ βαθὺ γῆρας, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ἡ ὑψίκορμος δρῦς τῆς Κολιτσοῦς δὲν ἔπεσε, δὲν πλάγιασε, ἀνακλίθηκε στὴν στρωμνή του, γιὰ νὰ ξαποστάσει ὀλίγον γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι στὴν αἰωνιότητα. Ὁ Θεὸς ἐκκπλήρωσε τὸν μεγάλο πόθο τῆς ζωῆς του: νὰ κοιμηθῆ στὸν Ἄθωνα καὶ νὰ ταφῆ στοὺς τάφους τῶν πατέρων του.
ΠΗΓΗ: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
(Έκδοση Ι.Μ.Δοχειαρίου.Άγιο Όρος 2010.)
http://agioritikesmnimes.blogspot.com