Ο Άγιος Ονούφριος έζησε τον 4ο αιώνα πρώτα σε κοινόβιο κοντά στην Ερμούπολη των Θηβών της Αιγύπτου
και αργότερα, πλήρης θείου έρωτα, διέτρεξε «επί τας πηγάς των υδάτων» την περίφημη αιγυπτιακή έρημο. Εξήντα χρόνια μακριά από ανθρώπινο μάτι, μόνος με μόνο το Θεό αγωνίστηκε σκληρά ενάντια στα πάθη του και τους δαίμονες, καθαρίστηκε και καθαγιάστηκε τόσο, ώστε να γίνει «η ακρότης και η νομοστάθμη των ησυχαστών».
Μπροστά σε αυτή την προσφορά του οι Άγγελοι του Θεού γονάτιζαν και υπηρετούσαν τον «ουρανοβάμονα Ονούφριο» σε κάθε βιοτική ανάγκη και σαν κοινωνό της ουράνιας Θείας Λειτουργίας τον μεταλάμβαναν κάθε Κυριακή τα Άχραντα Μυστήρια. Σε αυτή την αγγελική ζωή τον βρήκε ο Όσιος Παφνούτιος και έγραψε το θεοπρεπή βίο του.
Ο Όσιος Παφνούτιος συνάντησε τον Άγιο Ονούφριο, κατόπιν οδηγιών των Αγγέλων του Θεού στην έρημο. Παρουσιάστηκε μπροστά του γυμνός και δασύτριχος, καλυμμένος με τρίχες σαν άγριο ζώο. Στη μέση ήταν ζωσμένος με βλαστούς δέντρων. Ο Όσιος Παφνούτιος τρόμαξε όταν τον είδε και ανέβηκε σε ένα ψηλό βράχο να κρυφτεί. Εκείνος εξαντλημένος έπεσε κάτω και είπε: «Κατέβα. Δούλε του Κυρίου, Παφνούτιε, και μη φοβάσαι. Γιατί και εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός που ασκούμαι για τη σωτηρία της ψυχής μου σε αυτή την έρημο». Ο Όσιος Παφνούτιος αφού ζήτησε συγχώρεση και την ευλογία του θέλησε να μάθει το όνομά του και πώς βρέθηκε στην έρημο.
Ο Άγιος απάντησε: «Ονομάζομαι Ονούφριος, μένω σε αυτόν τον τόπο εβδομήντα χρόνια, ζώντας με τα θηρία και τρώγοντας χόρτα. Άνθρωπο άλλο δεν είδα ποτέ εκτός από εσένα, που έστειλε ο Θεός για να ενταφιάσεις το σώμα μου αύριο. Ο πατέρας μου ήταν βασιλιάς της Περσίας. Η μητέρα μου ήταν στείρα και παρακαλούσαν και οι δύο το Θεό να τους δώσει κληρονόμο. Ύστερα από πολλές προσευχές τους επάκουσε ο Θεός και μετά την κύηση είδε ο πατέρας μου Θεία αποκάλυψη που τον προέτρεπε να με ονομάσει Ονούφριο στο άγιο βάπτισμα. Ύστερα να με οδηγήσει σε ένα Μοναστήρι που είναι τη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και το ονομάζουν ησυχαστήριο. Και έτσι έπραξε ο πατέρας μου. Ενώ κατευθυνόταν με υπηρέτες προς την Αίγυπτο, μας συνόδευε με θεία νεύση και βούληση μια ελαφίνα, που με έτρεφε με το γάλα της, ενώ διαρκούς όλη εκείνη η οδοιπορία, προς θαυμασμό και έκπληξη όλων».
Συνέχισε ο Άγιος Ονούφριος λέγοντας: «Όταν φτάσαμε στο Μοναστήρι ο Ηγούμενος αναρωτήθηκε πώς θα επιβιώσει το παιδί σε εκείνες τις συνθήκες. Και ο πατέρας μου απάντησε: «Όπως ο Κύριος οικονόμησε και μας συνόδεψε σε όλο το δρόμο η ελαφίνα που το έτρεφε, έτσι ξανά με τη θεία προσταγή θα έρχεται εδώ καθημερινά να το θηλάζει, μέχρι να μεγαλώσει». Ο πατέρας μου έφυγε για το παλάτι και η ελαφίνα ερχόταν καθημερινά, μέχρι και τον τρίτο χρόνο και με θήλαζε. Οι Μοναχοί τηρούσαν όλες τις εντολές του Κυρίου, νήστευαν και προσεύχονταν συνεχώς. Έμαθα από αυτούς και διδάχτηκα την Αγία Γραφή και όλη την τάξη της μοναχικής πολιτείας με κάθε ακρίβεια. Πολλές φορές επαινούσαν τον Προφήτη Ηλία πως δυναμώθηκε από το Θεό στην έρημο με την υπομονή και την άσκηση και έλαβε τη θεία χάρη να κάνει θαυμαστά πράγματα, καθώς και τον υπέρτιμο Βαπτιστή τον Πρόδρομο, που πάνω από όλους τους Αγίους είναι Χριστομαρτύρητος και τον επαινούσαν πάρα πολύ».
Στο ερώτημα του Αγίου Ονουφρίου αν οι αναχωρητές έχουν περισσότερη παρρησία στο Θεό, οι πατέρες του Κοινοβίου του έλεγαν ότι οι ασκητές έχουν μεγαλύτερη παρρησία, καθώς δεν έχουν ανθρώπινη παρηγοριά, αλλά ολόψυχα ελπίζουν μόνο στο Θεό. Στις ακολουθίες και τις προσευχές δίνονται περισσότερο, οι Άγγελοι του Θεού τους διακονούν καθημερινά και όταν εξέρχεται η ψυχή τους από το σώμα την παίρνουν με πολλή φροντίδα και τη φέρνουν μπροστά στην Παναγία Τριάδα ψάλλοντας με ευφροσύνη και αγαλλίαση. Αφού άκουσε αυτά ο Άγιος Ονούφριος, γεννήθηκε ο πόθος στην ψυχή του να γίνει ασκητής. Και ολοένα μεγάλωνε. Μια νύχτα πήρε μαζί του λίγα ψωμιά και βγήκε από το Μοναστήρι, παρακαλώντας το Θεό να τον οδηγήσει όπου είναι ευάρεστο σε Εκείνον για να κατοικήσει. Όταν έφτασε στην έρημο εμφανίστηκε μπροστά του ένα υπέρλαμπρο φως και μέσα σε αυτό μια υπέροχη ανθρώπινη μορφή που του είπε: «Μη φοβηθείς Ονούφριε. Εγώ είμαι ο Άγγελος του Θεού που με πρόσταξε να σε φυλάω από την ώρα που γεννήθηκες, ως την ώρα που θα πεθάνεις. Προχώρα, λοιπόν, και μη φοβηθείς του διαβόλου τις πονηριές, ή τους πειρασμούς, ή οτιδήποτε σου συμβεί. Γιατί εγώ είμαι μαζί σου για να σε προσέχω, μέχρι να παραδώσω την ψυχή σου στα χέρια του Θεού».
Στη συνέχεια ο Άγγελος τον οδήγησε σε μια σπηλιά και εξαφανίστηκε. Εκεί βρισκόταν ένας Γέροντας, ο οποίος τον καλωσόρισε και τον νουθέτησε για την άσκηση. Κατόπιν τον οδήγησε σε μια σπηλιά ησυχαστική, στην εσωτερική έρημο, στην οποία ο Κύριος θέλησε να κατοικήσει μόνος του και να πολεμήσει ενάντια στο δαίμονα για να λάβει τα τρόπαια της νίκης. Το όνομα του Γέροντα ήταν Ερμείας από τη φυλή του Ισαχάρ.
Οι κακουχίες και τα βάσανα που βίωσε στην έρημο ήταν πολλές. Καύσωνας το καλοκαίρι, παγωνιά το χειμώνα, πείνα και αρρώστιες. Όλα όμως τα υπέμενε καρτερικά, στοχαζόμενος όπως πρέπει να κάνει κάθε άνθρωπος, τα ανείπωτα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός για αυτούς που τον αγαπούν. Ο Κύριος δε κατά θεία οικονομία ευδόκησε και φύτρωσαν τρίχες σε όλο του το σώμα για να σκεπάζεται και να μην αισθάνεται τη παγωνιά, ενώ καθημερινά Άγγελος του έφερνε ψωμί για να σιτίζεται και να υπηρετεί το Θεό με περισσότερη θερμότητα.
Ο Όσιος Παφνούτιος όταν άκουσε τη διήγηση του Αγίου Ονουφρίου θέλησε να μάθει πώς κοινωνεί τα θεία Μυστήρια. Και εκείνος του απάντησε λέγοντας ότι κάθε Κυριακή έρχεται Άγγελος και μεταλαμβάνει όλους τους ερημίτες. Την ημέρας της θείας κοινωνίας πλημμυρίζουν με πνευματική παρηγοριά. Δεν νιώθουν ούτε πείνα, ούτε δίψα, ούτε πόνο ή θλίψη. Και αν κάποιος επιθυμήσει να δει άνθρωπο, αναλαμβάνεται από τους Αγγέλους στον Παράδεισο και βλέποντας την τόση λαμπρότητα και ωραιότητα των ουρανίων ταγμάτων θαμπώνεται. Γίνεται ένα με το θείο φως, χαίρεται το πνεύμα του, ευφραίνεται και αγάλλεται περισσότερο, ενώ λησμονεί όλους τους προηγούμενους κόπους και τις στενοχώριες που υπέμενε. Αυξάνει ο πόθος του στο θείο έρωτα και ασκείται περισσότερο με όλη την ψυχή του στους πνευματικούς αγώνες για να αξιωθεί να κληρονομήσει αιώνια την τόση μακαριότητα.
Αφού αναπαύθηκαν, την επόμενη ημέρα, ο Άγιος Ονούφριος του είπε: «Νη φοβηθείς, αδελφέ, γιατί ο αγαθότατος και σπλαχνικός Κύριος σε έστειλε για να θάψεις το σώμα μου. Να που σήμερα τελειώνει η παροικία μου και φεύγει η ψυχή μου για την ανείπωτη ευφροσύνη της ουράνιας μακαριότητας και να θυμάσαι όταν πας στην Αίγυπτο να κηρύξεις στους Μοναχούς και σε όλους τους Χριστιανούς ότι ζήτησα αυτή τη χάρη από το Θεό: όποιος κάνει το μνημόσυνό μου και με γιορτάσι ή γράψει και κηρύξει το βίο μου, όπως σου διηγήθηκα, να μην του έλθει πειρασμός από το διάβολο». Τότε ο Όσιος Παφνούτιος του ανταπάντησε: «Έχω μεγάλη επιθυμία, Άγιε Πάτερ, για αυτόν τον τόπο. Δώσε μου την ευλογία σου να μείνω εδώ το υπόλοιπο της ζωής μου». Και εκείνος του είπε: «Δεν σε έστειλε ο Κύριος να μείνεις εδώ, αλλά μόνο να θάψεις το σώμα μου και να ευφρανθείς με τους Οσίους δούλους Του, που μένουν σε αυτή την έρημο και να κηρύξεις στους φιλόχρηστους τον τρόπο ζωής τους προς δόξα Θεού για να τους μιμηθούν όσο μπορούν».
Κατόπιν του έδωσε την ευχή του ο Κύριος να τον ευλογήσει από κάθε αμαρτία και πειρασμό του εχθρού και να εκπληρώσει την επιθυμία του να γίνει ενάρετος. Και οι Άγγελοι να τον σκεπάσουν και να τον φυλάξουν από τις επιβουλές του εχθρού, για να μη του βρει ο ψυχοφθόρος κανένα φταίξιμο την ώρα της Κρίσης. Κατόπιν γονάτισε, ύψωσε τα χέρια και το βλέμμα στον ουρανό και με δάκρυα προσευχήθηκε. Τελειώνοντας την προσευχή του είπε: «Κύριε στα χέρια σου αφήνω το πνεύμα μου». Και ξάπλωσε στη γη π[προσευχόμενος ξανά. Το πρόσωπό του έγινε σαν φως και τότε άρχισε να αναδύεται ευωδία από την ανείπωτη πνοή και γλυκύτητα του Παραδείσου. Βροντές και αστραπές ξέσπασαν ταυτόχρονα με την κοίμηση του Αγίου και στον ουρανό στρατιές Αγγέλων έψαλλαν πάνω από τον Άγιο ύμνους και μελωδικά άσματα με τάξη, με λαμπάδες αναμμένες και χρυσά θυμιατά στα χέρια τους σαν διάκονοι. Ανάμεσά τους φάνηκε φως υπέρλαμπρο και μέσα από αυτό έβγαινε γλυκύτατη φωνή που έλεγε: «Έλα ψυχή, φίλτατή μου, για να σε οδηγήσω σε εκείνη την ανάπαυση των δικαίων και την ανείπωτη αγαλλίαση που πόθησες».
Τότε χωρίστηκε από το σώμα η μακάρια ψυχή του Αγίου Ονουφρίου με τη μορφή κάτασπρου περιστεριού και ανέβηκε στον ουρανό με τους Αγγέλους για να την πάρει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στα πανάχραντα χέρια Του. Ο Όσιος Παφνούτιος μένοντας έκθαμβος για ότι συντελέστηκε, αποφάσισε να θάψει το λείψανο στου Αγίου, όμως δεν είχε κανένα εργαλείο. Τότε εμφανίστηκαν δύο λιοντάρια και πλησιάζοντας με πραότητα έγλυφαν τα πόδια του και κινούνταν με πόνο και θλίψη. Αμέσως άρχισαν να σκάβουν με τα νύχια τους τη γη και άνοιξαν λάκκο. Κατόπιν τύλιξε το άγιο λείψανο με το μισό πανωφόρι του και το έθαψε με ευλάβεια. Τα δύο λιοντάρια έκανα μετάνοια στον τάφο του Αγίου και έφυγαν.
Ο Όσιος Παφνούτιος σκεφτόταν να παραμείνει σε εκείνο τον τόπο, υπομένοντας τις θλίψεις. Αλλά αμέσως έγινε σεισμός και κατέπεσε το βουνό εκείνο και καταπλάκωσε τη σπηλιά, την πηγή και τη φοινικιά και όλα εξαφανίστηκαν. Βλέποντας το γεγονός κατάλαβε ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να μείνει εκεί και άρχισε κα κλαίει. Τότε φανερώθηκε ένας Άγγελος και του είπε: «Μην κλαις, αλλά αντίθετα να χαίρεσαι γιατί αξιώθηκες να δεις πράγματα θαυμαστά. Πήγαινε λοιπόν στην Αίγυπτο και κήρυξε τη ζωή του μακαρίου Ονουφρίου και των άλλων που είδες και θα δεις σε αυτή την έρημο. Πορεύσου λοιπόν εν ειρήνη ενδυναμωμένος από το Θεό». Και πράγματι έτσι έπραξε.
Ο Άγιος Ονούφριος κοιμήθηκε την 12 Ιουνίου, οπότε και τιμά τη μνήμη του η Εκκλησία μας.
http://www.romiosini.org.gr