Ο ηρωικός θάνατός του στις 13 Οκτωβρίου 1904 στα Στάτιτσα – σημερινό χωριό Μελάς.
«ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ»:
«Αξίζει να πεθαίνεις για την Μακεδονία
αξίζει για την ΕΛΛΑΔΑ»
….Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος), ο Παύλος Μελάς και η ομάδα του κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του, που τότε ήταν πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή τη στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: “… Είναι αμαρτία, τα παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα, ας μείνωμεν εις το χωριό να στεγνώσουν ολίγον …”. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά, Ντίνας Στεργίου, μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια.
Την Τετάρτη στις 13 Οκτωβρίου του 1904 έπειτα από προδοσία των Βουλγάρων, της συμμορίας του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, κατά τις 5 το απόγευμα κυκλώθηκε από 150 Τούρκους. Μετά από δίωρη λυσσαλέα μάχη διέταξε αιφνίδια έξοδο. Ωρμησε πρώτος και μια σφαίρα τον πήρε στη μέση. Αφού έπεσε κάτω, έβγαλε το σταυρό του και τον παρέδωσε στον πιστό και αφοσιωμένο σύντροφό του Πύρζα, λέγοντας: «Τον σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι μου, όπως σου είπα, του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα…». Η τελευταία του φράση ήταν: “Βούλγαρος να μη μείνει” Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα άφησε την ψυχή του στα χέρια του πλάστου και δημιουργού Θεού.
Για να μην αναγνωριστεί ο νεκρός από τους Οθωμανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν ποιος ακριβώς ήταν ο άνδρας που είχαν σκοτώσει και δημιουργηθεί διπλωματική κρίση, οι σύντροφοι του Μελά απέκοψαν την κεφαλή του, την οποία με θρήνους και οιμωγές ο Παπα-Σταύρος Τσάμης ενταφιάζει στον προ της Ωραίας Πύλης χώρο της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι, στις 18 Οκτωβρίου. Το δε νεκρό σώμα μετεφέρθη από τους Τούρκους στην Καστοριά, όπου ο ατρόμητος και γενναιόφρων Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης σχεδόν απειλώντας τον Οθωμανό Καϊμακάμη παρέλαβε απαρηγόρητος τον λατρεμένο του Παύλο Μελά και με θρήνους εναπέθεσε το λείψανο στον περίβολο του βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών, όπου ανεφώνησε. «Ο Παύλος Μελάς δεν πέθανε. Τώρα αρχίζει η πραγματική του ζωή. Η θυσία του θα εμπνεύσει όλους, μικρούς και μεγάλους. Ο Αγώνας θα φουντώσει ως την επιτυχία». Η θυσία του έφερε την Ανάσταση. Ο ηρωικός θάνατός του συγκλόνισε την Ελλάδα, από κάθε γωνιά της Ελληνικής γης άρχισαν να καταφθάνουν στη Μακεδονία γενναίοι άνδρες, που έγιναν δεκτοί από τους Μακεδόνες καπεταναίους με ενθουσιασμό.
***
Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης περιγράφοντας τα της κηδεύσεως του σώματος του Παύλου Μελά έγραφε στην με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1904 επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Μελά, τα εξής:
«Φίλτατε αδελφέ,
Μαθών ότι εφτάσατε εις Αθήνας, εν συγκινήσει ψυχής και φρικτή δοκιμασία τεθλιμμένης καρδίας, υποβάλλω τη Υμετέρα Αγάπη θερμά συλλυπητήρια επί τη εθνική απωλεία του ενδόξου ήρωος, ενθουσιωδώς πατριώτου, πολυκλαύστου αδελφού μου, πολυτίμου γαμβρού σου και πρωτομάρτυρος της εθνικής ημών παλιγγενεσίας. Εγώ τον εθρήνησα και τον θρηνώ εισέτι απαρηγόρητος. Φαντάζομαι δε μακρόθεν οποία καταιγίς φρικώδης ενέσκηψεν εις τον δεδοξασμένον οίκον σας και ποίαν πληγήν κατήνεγκεν εις την τρυφεράν σου καρδίαν και να παρηγορήση χήραν και ορφανά εν τη φρικώδει δοκιμασία».
Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23η του απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. Είναι αδύνατον να περιγράψω ενταύθα την άληστον και ζοφώδη εκείνην ψυχολογικήν στιγμήν. Μικρού δειν έπιπτον λιπόθυμος εν τω Διοικητηρίω και οι κρουνοί των δακρύων μου προύδοσαν εις τους πέριξ την ανεμοζάλην της κλονισθείσης ψυχής μου. Συνελθών εκ της αποτόμου σκοτοδινιάσεως εζήτησα να ενταφιάσω το ιερόν λείψανον του αειμνήστου μας μάρτυρος.
Περί την δύσιν του ηλίου παρεδόθη μοι υπό των Αρχών, αλλά το μεν ένεκα της παρελθούσης ώρας, το δε θέλων να κερδίσω καιρόν προς προετοιμασίαν ανάλογον του μεγάλου ανδρός, κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κείμενης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ εαυτώ όπως με παρηγορήση, ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέως, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν μετάξινον μανδήλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μίαν εικόνα και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του. Πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού και μη υπάρχοντος εν αυτώ νεκροταφείου, μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου, όπως θρηνώ τον αοίδιμον ήρωα. Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του. Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον, επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου ανατείλη η ημέρα καθ’ ην η πατρίς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον. Τη 22α τρέχοντος ετελέσθη αθορύβως μνημόσυνον, είθε δε η θεία πρόνοια να ευδοκήση μετ’ ου το πολύ να τελέσωμεν μνημόσυνον πάνδημον οι πάντες επί το αυτό.
Δεν θα λησμονήσω επί ζωής τας οδυνηράς πικρίας, ας διήλθον τας ημέρας αυτάς, εξακολουθώ δε ευρισκόμενος νοερώς εν μέσω υμών και συνοδευόμενος υμίν.
Απαρηγόρητος.
Κώστας Γεωργίου (ψευδώνυμο του Μητρ. Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη)».
πηγή: iconandlight.wordpress.com
https://simeiakairwn.wordpress.com