Ἦταν τότε ποὺ ἀνέβαιναν στὸ Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν τῆς Ἀρκαδίας. Οἱ περισσότεροι μὲ τὰ ζῶα. Κάποιοι ἀπὸ πιὸ ἀπόμακρα χωριὰ ἔφθαναν ὣς τὸν κεντρικὸ δρόμο μὲ τὸ λεωφορεῖο τῆς ἄγονης γραμμῆς. Κι ἀπὸ κεῖ μὲ τὰ πόδια στὸ χωματόδρομο ἔφθαναν στὸ Μοναστήρι.
Ἦταν τότε πανηγύρι. Μέρα ποὺ γιόρταζε ὁ Ἅγιός τους. Γιόρταζαν καὶ οἱ καρδιὲς ὅλων. Ἔλαμπαν καὶ τὰ πρόσωπά τους. Γιατὶ ἦταν καλεσμένοι στὸ θεῖο πανηγύρι τοῦ φίλου τοῦ Θεοῦ. Μόλις εἶχε γίνει ἡ ἀπόλυση. Καὶ ὁ ἡγούμενος μοίραζε σ’ ὅλους μὲ τὴ σειρὰ τὴν εὐλογία, τοὺς διαβασμένους ἄρτους. Κάποιος ἀπὸ τοὺς προσκυνητὲς εἶχε δίπλα του γονατίσει στὴν ἀνθοστολισμένη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαιγε καὶ ἔλεγε:
–Φέρ’ το μου, φέρ’ το μου, ἅγιε, τὸ πορτοφόλι μου! Πῶς θὰ γυρίσω πίσω στὸ μακρινὸ χωριό μου; Πῶς θὰ πληρώσω τὸ εἰσιτήριο;
Τά ’χασε ὁ ἡγούμενος ἀκούγοντας τοῦτο τὸ αἴτημα. Σταμάτησε τὸ βλογημένο μοίρασμα. Καί ’βαλε φωνὴ μεγάλη:
–Γιὰ σταθεῖτε μιὰ στιγμή, χριστιανοί μου. Ὅποιος βρῆκε κάποιο πορτοφόλι, νὰ τὸ παραδώσει ἀμέσως ἐδῶ.
Βγῆκε καὶ ἔξω στὴν αὐλὴ μὲ τ’ ἄμφιά του ντυμένος. Τό ’πε καὶ τὸ ξανάπε καὶ ’κεῖ γύρω δυνατά. Νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι.
–Χάθηκε ἕνα πορτοφόλι. Ὅποιος τὸ εἶδε, νὰ τὸ φέρει γρήγορα ἐδῶ στὸν μπαρμπα-Νίκο.
Ἀλληλοκοιτάχθηκαν οἱ προσκυνητές. Ἔδειχναν ἀμηχανία καί ἀπορία. Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κλέφτης ἀνάμεσά τους; Κάποιοι προθυμοποιήθηκαν νὰ βοηθήσουν τὸν ταραγμένο ἄνθρωπο…
Σὲ λίγο ἔφευγαν παρέες-παρέες οἱ προσκυνητές. Οἱ σημαῖες κυμάτιζαν περήφανα καὶ οἱ καμπάνες χτυποῦσαν χαρμόσυνα. Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ ἑνὸς κτυποῦσε ἄλλη καμπάνα πένθιμη. Ἦταν ἀπὸ τὴ συνείδησή του ποὺ διαμαρτυρόταν γιὰ τὴν κλοπή. Κατέβαινε καὶ αὐτὸς χωρὶς νὰ δίνει ὑποψίες σὲ κανέναν πὼς ἦταν ἔνοχος.
Ἔφθασε στὸ σπίτι του ὁ Μῆτρος. Ἄνοιξε κρυφὰ τὸ κλεμμένο πορτοφόλι. Δὲν πρόσεξε πόσα ἦταν τὰ χρήματα. Ὅσα ὅμως καὶ νά ’ταν, τὰ εἶχε ἀνάγκη. Ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ. Ὅσο μπόρεσε νὰ κοιμηθεῖ. Ξύπνησε πρωί, ταραγμένος. Πῶς νὰ ἡσυχάσει; Ξεκίνησε γιὰ τὰ χωράφια του καὶ τὰ ζῶα του. Ἐπέστρεψε σχετικὰ νωρίς. Τὸν εἶδαν οἱ συγχωριανοί του ἀπὸ τὸ πρῶτο καφενεῖο καὶ τρέξαν μὲ ἀγωνία νὰ τοῦ ποῦν:
–Τά ’μαθες, Μῆτρο; Γιὰ τὸ παιδί σου! Τὸ μικρό σου!
–Τί;
–Στὸ προαύλιο τοῦ σχολείου στὸ διάλειμμα στὰ καλὰ καθούμενα ἔπεσε χάμω καὶ ἔμεινε ἀκίνητο, ξερό, ἀναίσθητο. Ἡ καρδούλα του χτυποῦσε ἀργά-ἀργά. Τὸ χρῶμα του χάθηκε, εἶχε ἀσπρίσει. Ἔτρεξε ὁ Γιώργης μὲ τὸ ἀγροτικὸ κι ἔφερε γιατρό. Τὸ ξήτασε. Ἀλλὰ δὲν βρῆκε τίποτα. Τὸ πῆγαν στὸ σπίτι. Ἀκόμη δὲν ἔχει συνέλθει. Ψάχνουν νὰ βροῦν τί ἔχει.
–Ζεῖ;
–Ἀκόμα ζεῖ…
Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ τοῦ Μήτρου ἡ σκέψη: «Τὸ φάρμακο τοῦ παιδιοῦ σου τό ’χεις ἐσύ! Καὶ εἶναι ἡ μετάνοιά σου». Ἔτρεξε στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ἦταν ἀνοιχτή. Βρῆκε τὸν παπα-Θύμιο νὰ καθαρίζει τὰ στασίδια. Καί ’πεσε στὰ πόδια τοῦ σεβάσμιου ἱερέα, ποὺ ἤξερε τὸ περιστατικό.
–Παπα-Θύμιο, τοῦ λέει, συγχώρεσέ με, ἐγὼ εἶμαι ὁ κλέφτης.
–Ὄχι σὲ μένα. Στὸν ἡγούμενο νὰ πᾶς, Μῆτρο. Ἐκεῖ νὰ τὰ πεῖς ὅλα. Καὶ μὴν ντραπεῖς, καὶ μὴ φοβηθεῖς, Μῆτρο. Φύγε γρήγορα!
Τί νὰ κάνει ὁ πονεμένος πατέρας! Πῆρε ἀλαφιασμένος τὸν ἀνήφορο. Τὰ πόδια του ἔτρεχαν γοργά. Ἡ καρδιά του πήγαινε νὰ σπάσει. Νὰ προλάβει νὰ πεῖ τὸ «ἥμαρτον»! Νὰ παραδώσει τὸ κλεμμένο στὸν κάτοχο του. Ἔφθασε. Χτύπησε τὴ μεγάλη κουδούνα τῆς βαριᾶς σιδερένιας πόρτας.Τοῦ ἄνοιξαν.
–Παρακαλῶ νὰ δῶ τὸν ἅγιο Ἡγούμενο, εἶναι ἐπεῖγον τὸ θέμα μου, εἶπε.
Σὲ λίγο κατέθετε ὁ Μῆτρος τὸ βαρύ του φορτίο στὸν Θεὸ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν.
–Ἅγιε μου Γέροντα, πατέρα, συγχώρεσέ με. Ἐγώ εἶμαι πού… μπῆκε τὸ πνεῦμα τοῦ προδότη Γιούδα μέσα μου. Μὲ τύφλωσε καὶ μ’ ἔκανε νὰ κλέψω. Μοῦ ’φερε μετὰ τὴν ντροπὴ νὰ σ’ τὸ ἀποκαλύψω. Ἀλλὰ μὲ βρῆκε συμφορὰ στὸ σπίτι καὶ ἔτρεξα νὰ ξομολογηθῶ καὶ νὰ παραδώσω πίσω τὸ κλεμμένο ὅπως τὸ πῆρα… Συγχώρα με, Κύριέ μου, Κύριέ μου, καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα κρίματα τῆς ζωῆς μου.
–Μὴ φοβᾶσαι, Μῆτρο μου. Τό ’ξερα πὼς ὁ Ἅγιος θὰ φέρει πίσω τὸ κλεμμένο, γιατὶ δὲν ἀνέχεται στὸν τόπο του ἀταξίες καὶ ἀσχήμιες. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ συγχωρέσει. Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ καλὴ ὑγεία στὸ παιδί σου… Σὲ περιμένω νὰ τὰ ξαναποῦμε. Σήμερα ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας σου.
Δὲν πρόλαβε νὰ φθάσει στὸ σπίτι του ὁ πατέρας καὶ ἡ χαρμόσυνη εἴδηση εἶχε ἀκουσθεῖ σ’ ὅλο τὸ χωριό. Τὸ μικρό του παιδὶ ἔγινε τελείως καλά! Τὴν ὥρα ποὺ ὁ πατέρας ὁμολογοῦσε τὸ μεγάλο του κρίμα στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου, ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα του. Ὄχι μόνο ἕνα θαῦμα. Ἕνα στὴν ψυχὴ τοῦ πονηροῦ πατέρα καὶ ἕνα στὸ σῶμα τοῦ ἀθώου παιδιοῦ του.
Τὸ φάρμακο τοῦ παιδιοῦ τὸ βρῆκε ὁ πατέρας.
https://www.osotir.org/2014/06/17/alithini-istoria/