Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Ένας Θεός για κάθε χρήση


Πριν αρκετό καιρό, ήρθε μια γυναίκα, γύρω στα πενήντα πέντε και μου ‘δωσε μια μπλούζα. Την ρώτησα τι ακριβώς ζητούσε κι εκείνη μου απάντησε πως ήθελε να την σταυρώσω πάνω στην Αγ. Τράπεζα, ώστε αφού την βάλει ο γιος της,

χωρίς αυτός να ξέρει ότι αγιάστηκε, να μπει στον ίσιο δρόμο. Την ρώτησα πόσα χρόνια πάει στην εκκλησία κι εκείνη μου απάντησε ότι εκκλησιάζεται από μικρό παιδί.
Η χειρότερη αμαρτία μας είναι ότι ενώ μας χαρίζεται ο Θεός, εμείς Τον κάνουμε κτήμα μας. Τον παραφράζουμε απ’ τα θέλω μας. Η γυναίκα αυτή θεωρούσε ότι η Χάρη του Θεού μπορεί να λειτουργεί σα ξόρκι. Άμεσα, αυτό σημαίνει ότι πιστεύει στον Θεό, ως Δύναμη, η οποία καταργεί την ελευθερία. Κι αν στο μυαλό της γυναίκας αυτής, και του καθενός από εμάς, ο Θεός μπορεί να λειτουργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, τότε ποια η σχέση της γυναίκας αυτής και του καθενός από εμάς, μ’ έναν Θεό που παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου; Κοιτάμε τον Θεό σαν κεκτημένο. Έτσι, σώνει και καλά, οι άλλοι πρέπει να ακολουθήσουν. Εμ, δεν τους δείχνουμε τον Χριστό, θέλουμε να επιβάλλουμε την παράφρασή μας. Εμάς θέλουμε να ακολουθήσουν, όχι τον Χριστό. Σαν τον δούλο, εκεί που του αφαιρέθηκε το χρέος από τον κύριό του, ο ίδιος στον συνδούλο του, επέβαλλε ουσιαστικά το θέλημά του και δεν χάρισε το δάνειο, όπως έπραξε στον ίδιο το κοινό τους αφεντικό.
Βρισκόμαστε μες την Εκκλησία, λαβαίνουμε τα Δώρα της Ζωής, συλλειτουργούμε στη Θυσία του Χριστού, Σώμα και Αίμα. Ενώ ακούμε τον Θεό, δεν φοβόμαστε σαν τον Αδάμ, αλλά απ’ Αυτόν τρεφόμαστε. Στ’ αλήθεια, πόση ελευθερία; Όμως μαζί, πόσο μαζεμένη η δική μας ανοησία. Ανοησία, ακριβώς γιατί το κενό του νου μας, καλύπτεται από την αντικατάσταση με τον εαυτό μας. Βρισκόμαστε μες την Εκκλησία, ο Χριστός στο Σταυρό μας έλυσε τις αυταπάτες κι αντί να ζήσουμε αυτή την ελευθερία, στον εαυτό μας πάλι καταλήγουμε. Και τότε είναι που, σίγουροι πια για τις δυνάμεις μας, πάμε να ευαγγελίσουμε τους άλλους… Κι αντί να διδάξουμε Χριστό, διδάσκουμε την ψυχολογική μας αυταπάτη. Κρίνουμε και κολάζουμε, δεν δίνουμε άφεση στους άλλους, όπως έδωσεν ο Χριστός σε ‘μας. Όμοιοι με τον άσπλαχνο δούλο.
Λέει το Γεροντικό για κάποιον μοναχό, που είχε διακριθεί στον κόσμο ως μέγας ψάλτης. Όταν πήγε στο κοινόβιο, έκανε να ψάλλει δέκα χρόνια, κατόπιν απαγόρευσης του γέροντά του. Κι έκανε υπακοή. Όταν έψαλλε μετά, ήταν σα να ‘χε γεννηθεί στο μοναστήρι! Πρώτα έμαθε ν’ ακούει. Έπειτα, στο βίωμα που απέκτησε, εφάρμοσε την τεχνική της μουσικής, που κατείχε απ’ τον κόσμο. Αυτός ο μακάριος στη σιωπή διδάχθηκε. Εμείς απ’ την άλλη, δεν ακούμε τίποτε, είμαστε άμαθοι στη σιωπή και παντού θόρυβοι κι ανησυχία. Η σιωπή μας φέρνει αντιμέτωπους με τις αλήθειες μας. Και τούτο φρικτά μας φοβίζει. Αυτογνωσία; Επίπονο ακούγεται… Στην ίδια σιωπή εμφανίζεται ο Θεός, σαν σιγαλή αύρας φωνή. Μην Τον περιμένουμε με τύμπανα και μπάντες! Πώς μίλησε στ’ αλήθεια ο Θεός στον προφήτη Ηλία και στους ασκητές όλων των αιώνων; Αληθινούς μας θέλει ο Χριστός, στα πάντα μας. Τακτοποιημένους πνευματικά.
Για ‘μας δουλεύει ο Θεός! Ο Χριστός αυτό θέλει: “οἰκεῖν ἐν ἐμοί”, να με ξεκουράσει. Ό,τι ανάπαυση λαμβάνω, αυτήν στους άλλους θα δώσω. Την Αγάπη που ζω με τον Χριστό, αυτήν στον κόσμο ταξιδεύω. Πότε μίσησεν ο Χριστός; Πότε περιφρόνησε; Πότε έβαλε σε κατηγορίες; Μίλησε το ίδιο σε όλους, ανεξάρτητα αν όλοι ήταν έτοιμοι να Τον ακούσουν. Να ‘μαστε, αδελφοί μου, πάντα έτοιμοι πάντα να Τον ακούμε. Χωρίς προσπάθεια νικάει το εγώ μας. Τότε στο μυαλό μας ο Σωτήρας Χριστός σε προϊόν μεταποιείται, σ’ έναν θεό για κάθε χρήση, που αγιάζει μαγικά τις μπλούζες ενόσω Αυτός, στ’ αλήθεια, Θεός ελέους, οικτιρμών και φιλανθρωπίας υπάρχει!


Ιάσων Ιερομ.