Σελίδες

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς Ιωάννης ξυπνάει (κυριολεκτικά)!

” Είπε ο Τούρκος στρατηγός, στον Έλληνα ομόλογό του :

"…Εσείς οι Έλληνες , δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης ; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου…"

ΔΕΝ ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, ούτε και πρόκειται να αλωθεί.

Καθώς γράφουμε, ξεπηδά από τα βάθη της μνήμης μας μια ιστορία, που αν δεν είναι αληθινή, τουλάχιστον θα μπορούσε να αποθανατιστεί σαν θρύλος.

Μας την αφηγήθηκε, πριν μερικά χρόνια, προσωπικότητα αξιόλογη (τηρούμε την ανωνυμία της) και πάντως ούτε ευφάνταστη, ούτε παραμυθόλογα.

Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από μια δεκαετία, υπηρετούσαν, απ΄τη μια κι΄απο την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν την Θράκη μας στα δυο, αντίστοιχα, Ελληνας και Τούρκος στρατηγός

Οι δυο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα. Όταν έφτασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφο του. “Τόσον καιρό”, του είπε, “περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δυο χώρες μας, μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι΄ εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω.”

Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλληνας επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Τούρκου. Νύχτα αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να πλησίασαν στις παρυφές της. Ύπνος βαθύς είχε καθηλώσει στα κρεβάτια τους κατοίκους της. Ησυχία στους δρόμους.

Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε βγήκε από στενά, από περιπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα ελληνικά.

Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματιστεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’ το μυαλό, πως μπορούσαν να΄ναι και κακές οι προθέσεις του.

Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. ’νοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δυο, σε διαδρόμους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Που πήγαιναν, έτσι στα τυφλά;  Που κατευθύνονταν; Ανάστροφα στον χρόνο. Σε ποιον χρόνο; Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό

Ο Τούρκος ήξερε. Αλλά δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση. Μα ούτε και πρόφταινε να προβληματιστεί. Ακλουθούσε. Με την βεβαιότητα, πως η στιγμή ήταν μοναδική. Πως δεν θα’ χε την ευκαιρία, ποτέ ξανά, να την ξαναζήσει. Ακολουθούσε. Ονειρευόταν άραγε; Υπνοβατούσε ;

Φτερωμένη η φαντασία του, ανάπλαθε μονοπάτια, που μόνο σε ελαφρύ ύπνο βαδίζει κανείς. Ένα ήταν σίγουρο: δεν θα ξανάβρισκε ποτέ τον δρόμο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρίς οδηγό. Είχαν φτάσει στο τέρμα

Θύρα και πάλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Η σιγή της υστάτης ώρας. Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου. Μισάνοιξε η βαριά θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;

Και τότε, τότε μόνον μίλησε ο Τούρκος : “Εσείς οι Έλληνες, δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγία στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο; Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ? Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου.”

Στο πάτωμα, μισοανασηκωμένο στον ένα αγκώνα, ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.


Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια του. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκεί, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ. Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι.

Μίλησε και πάλι ο Τούρκος : “Πριν μερικά χρόνια κείτονταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά-σιγά ν’ ανασηκώνεται. Πάμε.”

Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια. Ξαναπέρασαν την καγκελλένια πόρτα. Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Σιωπηλοί. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα.

Δεν είχε ακόμη ξημερώσει όταν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωριστούν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο. “Γυρίζει πίσω το ποτάμι”, μονολόγησε ο Ελλην. στρατηγός. “Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός”.

Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο.

Προτού αποστρατευτεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην προσωπικότητα που μας το εμπιστεύτηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω από το βλέμμα του Θεού και της Παναγίας. Κάναμε και μείς τον σταυρό μας μουρμουρίζοντας “Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΑΛΩ”.

“.

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ

* Η Λαϊκή παράδοση λέει για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στην πραγματικότητα κανείς ’γιος και κανείς προφήτης δεν μιλάει για Κωνσταντίνο, όλοι οι προφήτες μιλούν για Ιωάννη.

* Ο Έλληνας στρατηγός πέθανε τον Φεβρουάριο του 2001 πλήρης ημερών. Εμείς μετά από επισταμένη έρευνα, αναζητήσαμε και βρήκαμε την αδελφή του στρατηγού και μας επιβεβαίωσε ότι η μοναδική ευκαιρία που είχε ο αδελφός της ήταν πραγματικότητα, είδε με τα μάτια του τον Αυτοκράτορα Ιωάννη, γιατί έτσι έγραφε η επιγραφή πάνω από το κεφάλι.