1. «.Βλέπω τέσσερα μικρά να με κυνηγούν.»!
Μια κυρία γύρω στα εξήντα είχε κόρη παντρεμένη εφτά χρόνια, που δεν έκανε παιδιά, και τελικά χώρισε γι’ αυτό το λόγο. Κλαίγοντας η μάνα της αποκάλυψε:
Όμως όλες τα έριξα, δύο θηλυκά και δύο αρσενικά. Λιγοψύχησα. Πως θα τα μεγάλωνα μέσα στην Κατοχή και την πείνα; Τούτη την κόρη τη γλύτωσα από το μαχαίρι του δήμιου γιατρού από Θαύμα. Την παραμονή, που θα γινόταν το έγκλημα, είδα στον ύπνο μου μια γυναίκα μαυροφόρα, γλυκιά στην όψη. Την παρομοίασα με μια Εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που είχα από τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου. Μου είπε αυστηρά:
– Σκληρή γυναίκα, ολιγόπιστη. Το κορίτσι είναι δικό μου και μην τολμήσεις να το χαλάσεις!
Ανατρίχιασα, φοβήθηκα και έτσι γλύτωσα τη Μαρία μου.
Οι τύψεις όμως δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω. Κάθε τόσο με ταράζει το ίδιο όνειρο. Βλέπω τέσσερα μικρά να με κυνηγούν, σαν να θέλουν να με πιάσουν, μα δεν μπορούν, είναι τυφλά! Ξυπνάω συγκλονισμένη. Παρακαλώ την Παναγία να μου πάρει τον ύπνο, να μη βλέπω αυτό το συνταρακτικό όνειρο.
2. «.Ένα τυφλό αγοράκι έτρεχε να μ’ αγκαλιάσει.»!
Μια άλλη κυρία, γύρω στα τριάντα της χρόνια, αποκάλυψε επίσης:
Έχω δύο κοριτσά κια, έξι κι οχτώ χρονών. Έμεινα ξανά έγκυος. Πιάσαμε μεγάλη γκρίνια με τον άντρα μου.
– Να ρίξεις το παιδί. Δεν τα βγάζω πέρα με τρία παιδιά. Βλέπεις ότι βασανίζομαι να θρέψω τόσα στόματα. Έχουμε και τους γέρους. Δεν αντέχω άλλο.
Στην αρχή αντιστάθηκα. Άκουγα με φρίκη να με σπρώχνουν σε τέτοιο έγκλημα. Δυστυχώς, με πίεζαν και τα πεθερικά. Ο άντρας μου έγινε πολύ σκληρός, με απειλούσε με διαζύγιο. Απελπίστηκα και υποχώρησα αγανακτισμένη. Το κακό έγινε. Το παιδί ήταν αγόρι. Όλοι στενοχωρήθηκαν. Τιμωρία από το Θεό, σκέφτηκα, μα ήταν πλέον αργά.
Πήγα σε Πνευματικό και εξομολογήθηκα. Μου έβαλε Κανόνα.
– Πέντε χρόνια ακοινώνη τη και με επιείκεια, γιατί το έκανες χωρίς τη θέλησή σου.
Με υπομονή δέχθηκα τον Κανόνα. Όμως πονούσε η ψυχή μου, όταν τις Μεγάλες Γιορτές όλοι στο σπίτι πήγαιναν και κοινωνούσαν, ακόμα και ο αίτιος του κακού, έστω από συνήθεια. Με πλήγωναν και τα κοριτσάκια μου, όταν με αφέλεια με ρωτούσαν:
– Μαμά, εσύ δεν θα κοινωνήσεις;
Έπρεπε κάθε φορά να σκεφτώ ψεύτικες δικαιολογίες. Η μικρή μου κορούλα μου έλεγε συχνά:
– Μανούλα, ήθελα κι εγώ να έχω ένα αδελφούλη. Θα τον αγαπούσα πολύ.
Μια φορά μου είπε:
– Μαμά, είδα στον ύπνο μου ένα αγοράκι. Μου είπε πως είναι ο αδελφούλης μου που αγαπώ. Μα πως δεν έχει μάτια να με δει;
Με πήραν τα κλάματα, γιατί το ίδιο όνειρο έβλεπα κι εγώ. Ένα τυφλό αγοράκι έτρεχε να μ’ αγκαλιάσει, μα δεν μπορούσε, ήταν τυφλό. Σκέφτηκα, αχ παιδάκι μου! Εγώ σου έβγαλα τα ματάκια σου, γιατί δεν είχα δύναμη να φωνάξω: ΟΧΙ στο έγκλημα της Εκτρώσεως, που έκαμε δυστυχισμένο κι εσένα, μια πιο πολύ εμένα. http://stratisandriotis.blogspot.gr/