Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ή Πατροκοσμάς μαρτύρησε, μετά από απόφαση του Κουρτ Πασά χωρίς καμιά επίσημη κατηγορία, στο Κολικόντασι της Αλβανίας.
Πέρασε στην Ιστορία σαν ο Ελληνορθόδοξος ιερομόναχος, ιερομάρτυρας, ισαπόστολος, διαφωτιστής και εθνεγέρτης που, όπως λέγεται, ίδρυσε 250 σχολεία μέσα σε δεκαέξι χρόνια.
«Η σπουδή της ελληνικής γλώσσας και η ισχυροποίηση των ασθενών εθνολογικώς και γλωσσικώς διαμερισμάτων της εθνότητας, ιδίως των βορειότερων, υπήρξε ένας από τους κυριότερους σκοπούς του.»
Αυτοί που τον εχθρεύονταν και τον πολεμούσαν γι αυτό δεν ήταν μόνο Τούρκοι κατακτητές αλλά και Ενετοί, Εβραίοι, κοτζαμπάσηδες και άλλοι πλούσιοι της περιοχής όπου έδρασε. Μαζί του ήταν όμως χιλιάδες πιστοί Χριστιανοί, ακόμα και Μουσουλμάνοι.
Η μνήμη του παρέμεινε για δεκαετίες ολοζώντανη και μετά τον βίαιο θάνατό του στην κρεμάλα, όπως φαίνεται και από το περιστατικό της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου από τον Αλή Πασά και τη σχετική λιτανεία μέσα στο αρχοντικό σεράι του, που περιγράφει παραστατικότατα ο βιογράφους του Αλή, ο Γάλλος Jeraumer de la Lauce * :
«Συναντήσαμε στο δρόμο το λείψανο του Αγίου Κοσμά κι ακολουθήσαμε κι εμείς μαζί με τάλλο πλήθος προς το σεράι. (…) Η πομπή τέλος μπήκε στην κεντρική αυλή γιομάτη κι αυτή από πλήθος (…) Οι Έλληνες καλόγεροι πέρασαν από διπλούς στίχους σωματοφυλάκων του Αλή, παρατεταγμένων από δω κι από κει. Φορούσαν τις επίσημες στολές τους κόκκινες και χρυσοκέντητες και στα σιλάχια τους λαμποκοπούσαν τα καθάρια τους άρματα. Ξαφνικά στο ύψος της μεγάλης σκάλας, πούφερνε στο εσωτερικό του παλατιού παρατήρησα ένα θέαμα περίεργο κι ανεκδιήγητο. Εκατό πενήντα χριστιανόπουλα από κείνα, που ζούσαν στο σεράι, ασπροντυμένα κι ολοκάθαρα, χύθηκαν στον πυλώνα του παλατιού,
κρατώντας στα χέρια τους ασημένια θυμιατά. Χανούμισσες με τους διάφανους λευκούς φερετζέδες τους βγήκαν πίσω από τα παιδιά. Ανέβαιναν περίπου σε τριακόσιες και στριμώχθηκαν όλες στο βάθος του πυλώνα από δω κι από κει της μεγάλης πύλης της εισόδου. Από μακριά μούκαναν την εντύπωση ομίλων από άσπρα φαντάσματα. (….)
Έξαφνα είδα τον Αλή να προχωρεί, έχοντας στο πλευρό του μιαν ωραία ξεσκέπαστη γυναίκα. Ήταν η Κυρά Βασιλική ολόμαυρα ντυμένη, που βημάτιζε σεμνά, πλάι στον τύραννο με δακρυσμένα τα μεγάλα της μάτια και κυττάζοντας χάμω ντροπαλά. Κι ενώ οι καλόγεροι, που σήκωναν το λείψανο ανέβαιναν σιγά τις πέτρινες σκάλες, όλο εκείνο το πλήθος γονάτισε.
Πρώτος έδωσε το παράδειγμα ο Αλής. Στον πυλώνα, μέσα στην αυλή, τα παιδόπουλα του σεραγιού, οι σωματοφύλακες κι ο άλλος λαός, στο νεκροταφείον απέναντι, έξω στο δρόμο, χιλιάδες άνθρωποι, προσκυνούσαν τον Άγιο γονατιστοί. Η φωνή του παπά ακούστηκε τότε διακριτή κι ηχηρή : «Από λιμού, λοιμού και πολέμου σώσον ημάς Κύριε».
Ο Αλής κι η Βασιλική σηκώθηκαν τότε κι ασπάστηκαν μ΄ ευλάβεια τη γυάλινη θυρίδα της ασημένιας κάσσας. Τα παιδόπουλα κουνούσαν τα θυμιατήρια τους, που γιόμιζαν την ατμόσφαιρα μ΄ άσπρα σύννεφα καπνού. Έπειτα όλοι χάθηκαν στο βάθος του σεραγιού κι ο λαός διαλύθηκε έξω.»
https://proskynitis.blogspot.com
http://yiorgosthalassis.blogspot.com/