Μέσα από το βιβλίο «Από τον κήπο του Παππού, Αγιορειτικές Διηγήσεις Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου», κεφάλαιο «Σύγχρονα Μαρτυρολόγια» (εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας). Το γεγονός αυτό το έζησε ο ίδιος. Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο που έγραψε ο Γεώργιος Ανδρεάδης «Οι Κλωστοί» (εκδόσεις Γόρδιος).
Σε μια Εκκλησία του Γαλατά στην Πόλη, όπου συχνάζουν οι ναυτικοί και ταξιδιώται ν’ ανάψουν το κεράκι τους για τους δικούς τους και το καλό ταξείδι προς τις φουρτουνιασμένες θάλασσες του Πόντου. Εκεί τη Μεγάλη Σαρακοστή του 195… πήγε να λειτουργήση και να ξομολογήση τους Χριστιανούς κάποιος Γέρων Πνευματικός, για πρώτη φορά επισκεπτόμενος την Πόλη.
Ο τακτικός εφημέριος, εξυπηρετών και άλλην Εκκλησίαν εις γειτονικόν Αγίασμα, αφού τον κατετόπισε εις τα του Ιερού βήματος, του έδωσε δε και μερικές δεκάδες ονομάτων «ζώντων και τεθνεώτων», τον ωδήγησε εις συνεχόμενον σκοτεινόν Παρεκκλήσιον, καιαφού του έδειξε μικράν κλίμακα ανερχομένην ελικοειδώς τα Κατηχούμενα τον Ναού, του είπεν εμπιστευτικώς, ότι τον περιμένουν επάνω καμμιά δεκαριά άνθρωποι για να εξομολογηθούν και είναι ανάγκη ν’ ανεβή να τους εξομολογήση και μεταλάβουν είτα εις την Λειτουργίαν, διότι επείγονται να φύγουν το βράδυ με το πλοίο της γραμμής, είναι ξένοι από μακρυά. Ανέβαινε ο Γέρων συλλογιζόμενος το δύσκολον ζήτημα της συνεννοήσεως μετ’ αυτών, εφ’ όσον ήσαν ξένοι από μακρυά· αυτός δε πλην της Ελληνικής δεν εγνώριζεν άλλην γλώσσαν.
Εκεί εις το ημίφως του υπερώου διέκρινε δεκάδα ανδρών χωρικών μεγάλης ηλικίας, οίτινες εις το αντίκρυσμά του έβαλον όλοι μετάνοιαν και ο γεροντότερος του είπεν εις ποντιακήν διάλεκτον:
– «Ήμες Χριστιανοί, πάτερ, α σον Πόντον, και λαλεύομεν (φιλούμεν) τα πόδα σου, να ξαγουρεύομεν και μεταλάβομεν σήμερον και απές να λέομεν στην αγιωσύνην σου ντο θέλομεν ένα κι’ άλλον».
Ευτυχώς ότι ο Γέρων συναναστραφείς προ ετών μετά Ποντίων προσφύγων εν Μακεδονία ενεθυμείτο αρκετά της απηρχαιωμένης αυτής ελληνικής διαλέκτου και εννόησε τι ήθελον, και τι θα του έλεγον εξομολογούμενοι.
Έμαθε λοιπόν παρ’ αυτών ότι ολόκληρον το χωρίον των είναι κρυπτοχριστιανοί από πολλών ετών, και εις την ανταλλαγήν δεν τους επετράπη να φύγουν εις την Ελλάδα, διότι τα «νεφούζια» τους (ταυτότητες) ήσαν με τουρκικά ονόματα, ότι στο φανερό είναι Οθωμανοί και Τούρκοι, και στο κρυφό είναι Χριστιανοί και Έλληνες και περιμένουν να τους γλυτώση ο Θεός από την σκλαβιά. Στα φανερά λέγονται Χασάνηδες και Μεμέτηδες, και τα πραγματικά ονόματά τους είναι Γεώργιος, Παναγιώτης κλπ. Έχουν ένα δικό τους δήθεν Χότζα, αλλά ούτε περιτομή κάνουν, ούτε ραμαζάνια και Μπάϊράμια· τουναντίον, μυστικά σε υπόγειες Εκκλησίες εορτάζουν Χριστιανικά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, της Παναγίας.
Πριν της «ανταλλαγής» έπαιρναν Παπά από γειτονικά χωριά και τους βάπτιζε, τους στεφάνωνε, τους λειτουργούσε τις μεγάλες εορτές και μετελάμβανον.
Αλλά τώρα δεν υπάρχει πουθενά Παπάς και αναγκαστικώς έρχονται στην Πόλη εκ περιτροπής για δουλειές δήθεν και γίνονται Χριστιανοί.
Ο Γέρων Πνευματικός τα ήκουσε σαστισμένος, του εφαίνετο ότι διάβαζε συναξάρι, της εποχής του Διοκλητιανού και δεν ημπορούσε να συγκρατήση τα δάκρυα από την συγκίνηση.
Εξωμολογήθηκαν βιαστικά, και όλοι μαζί κατέβηκαν αθόρυβα εις το σκοτεινό Παρεκκλήσι, απ’ όπου θα ήκουον την λειτουργίαν των Προηγιασμένων, χωρίς κανείς να τους βλέπει. Και όταν μετά την λήξιν εμετάλαβον οι άλλοι εκκλησιαζόμενοι, εγένετο η απόλυσις και έφυγε και ο Κανδηλάπτης, έμεινε δε μόνος ο λειτουργός Πνευματικός με τον γνωστόν σκοπόν της εξομολογήσεως, τότε κλείσας έσωθεν τας θύρας και λαβών τα Άγια εισήλθεν εις το Βήμα του Παρεκκλησίου και εκάλεσε τους μαρτυρικούς Κρυπτοχριστιανούς, ίνα «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθωσι».
«Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού: Γιορίκας – Γεώργιoς, το τίμιον και πανάσπιλον και ζωοποιόν Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις ίασιν σώματος και ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον. Αμήν».
«Μεταλαμβάνει ο δούλος του θεού: Ανάστας – Αναστάσιος εις…».
Μετά την «Ευχαριστίαν» και την απόλυσιν, είπον εις τον Πνευματικόν: «Πάτερ, να κάνης μας άλλον κι’ έναν χάριν, έχουμες αδά σην Πόλιν και τας καρίδας (γυναίκας) και τέσσαρα παιδία μουν, και το πουρνίν (αύριον) να βαπτίζης τα παιδία, να μυρώνης τα, Πάτερ, κουρμπάν (άγιε) Πάτερ, ποίσον τα Χριστιανούς. Ο Πουπάν αδά της Εκκλησίας φοβόσκετεν, Πάτερ, τους Τουρκάδες κ’ εβαπτίζε τα. Ντο να κάνουμεν, Πάτερ, σεμέτερον την Ελλάδαν κι’ αφήνουν μας να δεβαίνουμεν. Στο Χριστό και στην Παναγίαν την Σουμελάν ορκίζομέν σε, Πάτερ, ποίσον το καλόν α σε μας τα παιδία σου».
– «Μα ο Παπάς αδά είπε με, πως θα φύγετε το βράδυν με το παπόρ».
– «Να συγχωρέης μας, Πάτερ, λέομεν ψεματίας, ωσάν να λάσκομεν τες δουλείες μας. Ντο να κάνουμεν, Πάτερ; Ο Θεόν να λυπάται τα μέτεραν τα βάσαναν». Έμειναν σύμφωνοι να έλθουν το βράδυ με τας γυναίκας και τα παιδία, να μείνουν στο δωμάτιο του Παπά, ο οποίος υπό μίαν πρόφασιν θα έλειπε, και την νύκτα μυστικά θα γινόταν η βάπτισις των παιδιών κλπ.
Ήλθον τμηματικά και με προφυλάξεις το βράδυ προς το σουρούπωμα, έως ότου καθησυχάση ο κόσμος. Εξωμολογήθηκαν και αι γυναίκες, και προ του μεσονυκτίου εγένετο και η βάπτισις, το μύρωμα και ο Εκκλησιασμός των παιδίων εις το Παρεκκλήσιον.
Μετά το νεοβάπτισμα κοιμηθήκανε επάνω υπό την φύλαξιν μιας γυναικός, οι δε άλλοι εξημερώθηκαν εις τον Ναόν… Ο Γέρων Πνευματικός τους έκαμε ευχέλαιον, κατόπιν τους έκανε και παράκλησιν της Παναγίας, και ενόσω αυτός εδιάβαζεν και έψαλλεν, αυτοί όλοι, άνδρες και γυναίκες γονατιστοί εψιθύριζον το «Κύριε ελέησον» και «Παναγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».
Όταν εξημέρωσε, τους είπε να μη φύγουν, να πάνε να ησυχάσουν και την άλλην ημέραν την Παρασκευήν θα κάμη πάλιν Λειτουργίαν να μεταλάβουν αι γυναίκες και τα νεοβάπτιστα παιδία. Τους άφησε και εισήλθε εις το Ιερόν, ίνα ρίψη ολίγον νερό εις το πρόσωπόν του εις τον «Νιπτήρα» και ανανήψη εκ της αγρυπνίας. Αυτοί ανέβηκαν επάνω και σε λίγο κατέβηκαν πάλιν δύο, οι γεροντότεροι και του είπαν:
– «Ατώρα, Πάτερ, να λέομέν σε έναν κι’ άλλον τ’ αμέτεραν τας δουλείας. Τα πόδα σου να λαλεύομεν, κουρμπάν Πάτερ, ν’ ακούης μας, σ’ εμέτερον το χωρίον Πουπάν κι’ έχουμεν, ανάστασιν και ξέρομεν αδά στα τριάντα χρονίας. Ντο ψυήν να δίομεν σον Θεόν, Πάτερ; Τα παιδία μουν αντρέβουν χωρίς Πουπάν, στεφάν ποίον να θέκη τα στο αφκάλ; Γκουρτσουλάν (οι καϋμένοι) παπούδες μας και χασταλήδες (άρρωστοι) ποθαίνουν χωρίς Λειτουργίαν, Πάτερ. Αχ! αφωρισμένον σκλαβίαν. Ενέγκαμεν, Πάτερ, ένα σακίν μικρό, χώμα τεμέτερον το κοιμητήρ, να διαβάζης το να ρίξωμεν εκεί και σην τάφοιν του. Να διης μας, Πάτερ, λειτουργίαν, να δίομεν σαμέτερα τα παιδία, Πάσχα έρχετεν, Πάτερ, και να κάνης μας και ίναν ανάστασιν, ν’ ακούσουμε «Χριστός ανέστη», Πάτερ, κι’ απές ας πεθάσκομεν».
Τους είπεν ο Πνευματικός να έλθουν πάλι και το βράδυ όλοι τους, όπως και έγινε. Και αφού κοιμήθηκαν τα παιδία, τους είπε όσα ηδύνατο περί της αγίας θρησκείας μας, τους συνεβούλευσε να είναι σταθεροί εις την πίστιν του Χριστού και να έχουν εις αυτόν την ελπίδα τους, ότι μια μέρα θα τελειώσουν τα βάσανά τους. Τον διέκοπταν με ερωτήσεις σπαρακτικές: «Ντο κάνουν ταμέτερα τα παιδία, Πάτερ, στη Πατρίδα μας την Ελλάδαν; Ντο κάνει ο μέτερον ο Βασιλέαν ο Κωνσταντίνον;…».
Του ξέφυγε και τους είπε με δάκρυα στους οφθαλμούς ότι ο Κωνσταντίνον ο Βασιλέαν απέθανεν!… Όλοι τους ήρχισαν τα κλάμματα, και αι γυναίκες περισσότερον να κλαίγουν λέγοντας: «Ο Κωναταντίνον μας κι’ επεθαίνει, ο Βασιλέαν μας ζη, ο Κωνσταντίνον μας θα παίρνη μας να δεβαίνομεν στη Πατρίδα, αοίκον λόγον χαπάρ κι’ χουμε, Πάτερ».
Τους καθησύχασε λέγοντας, ότι ο Θεός θα στείλη άλλον Κωνσταντίνον να τους ελευθερώση και να τους πάγη όπου αυτός θέλει, και μόνον υπομονήν και ελπίδα να έχουν και αγάπη μεταξύ των. Μετά κατέβηκαν στην Εκκλησίαν και ο Γέρων Πνευματικός ανέγνωσε την νεκρώσιμον ακολουθίαν με τα ονόματα των «τεθνεώτων» επί του χώματος, έπειτα τους έδωσε και το κλειδίον του άλλου δωματίου, όπου έμενεν αυτός και τους έστειλε να ξεκουραστούν, και το πρωί θα τους ξυπνούσε ο ίδιος.
Όρθρου βαθέος ανέβηκε και τους εξύπνησε, και έως ότου αυτοί ετοιμασθούν, έψαλλε τον κανόνα του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης», κατέβηκαν και αυτοί και από τα γράμματα κατάλαβαν, ότι θα τους κάνη την Ανάστασιν. Εκάλεσε τον γεροντότερον και του είπε να πάρη από το παγκάρι τόσα κηρία, όσες ψυχές είναι εις το χωρίον των και να μοιράση εις όλους ανά δέκα. Εισελθών δε εις το Άγιον Βήμα και φορέσας λευκά άμφια εξήλθεν εις την ωραίαν Πύλην με αναμμένη λαμπάδα και είπε με φωνήν παλλομένην: «Δεύτε λάβετε φως», «δεύτε λάβετε φως», «δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών».
Τους είπε και ήναψαν όλα τα κηρία, ανέγνωσεν έπειτα το β’ εωθινόν «Διαγενομένου του Σαββάτου» και μετά το «Δόξα τη αγία και ζωοποιώ και αδιαιρέτω Τριάδι…» έψαλλε το «Χριστός ανέστη» εκ τρίτου. Και ότε έστρεψε ίνα ειπή εις αυτούς να ψάλλουν και αυτοί, όλοι τους ήσαν αγκαλιασμένοι και έκλαιον και κατεφιλούντο. Ήρπασε και αυτός εις τας αγκάλας του τα μικρά νεοφώτιστα και τα εφίλησε, είτα τους είπε παρηγορητικούς λόγους, ότι «και το Γένος θ’ αναστηθή μίαν ημέραν ολόκληρον, και ηνωμένον θα εορτάζη πλέον την Ανάστασιν του Κυρίου, ως μία οικογένεια». Τους συνέστησε έπειτα να σβήσουν τα κηρία, και όταν υπάγουν εις το χωρίον των την ημέραν του Πάσχα να τα μοιράσουν εις όλους να τ’ ανάψουν βαπτισμένοι και αβάπτιστοι, να ψάλλουν το «Χριστός ανέστη», και ότι όσοι είναι βαπτισμένοι και στεφανωμένοι να μεταλάβουν από την Αγίαν Κοινωνίαν, που θα τους δώση αύριον να πάρουν μαζί τους.
Έως ότου ξημερώση καλά, εδιάβαζεν εις επήκοον πάντων την Ακολουθίαν της Μεταλήψεως, είτα την συγχωρητικήν ευχήν. Όλοι τους εισήλθον εις το Παρεκκλήσιον, αφ’ όπου ήκουον την θείαν Λειτουργίαν. Εις το τέλος μετέδωκε πρώτον τα άχραντα Μυστήρια εις τα νεοφώτιστα παιδία, εις τας γυναίκας έπειτα, και κατόπιν εις τους άνδρας.
Εκείνοι εδίσταζαν: «Ίνεται, Πάτερ, έναν και άλλον κοινωνίαν»; [Γίνεται, Πάτερ, να κοινωνήσουμε ξανά;]
«Γίνεται», τους είπε, «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε». Όλα έγιναν εν τάξει. Και όταν μετ’ ολίγον ανέβηκε εις το δωμάτιον και επρόκειτο να χωρισθούν, ίνα προς το εσπέρας φύγουν με το πλοίον, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς, αλλά σιωπηλός κατέκλυσε την αίθουσα! Αυτοί δεν ήθελον να τον αφήσουν, και αυτός δεν ημπορούσε να τους ξεπροβοδίση πέραν της Εκκλησίας, διότι φορούσε τα ράσα… Και η… πολιτισμένη αυτή χώρα δεν τα επιτρέπει. «Να λαλεύομέν σε, Πάτερ… να μνημονεύης, Πάτερ, ντο να λέομέν σε, Πάτερ;».
Να ειπήτε τας ευχάς μου στους Χριστιανούς μας, να είναι καλοί Χριστιανοί, να πιστεύουν στον Χριστόν μας και στην Ελλάδα μας και ο Θεός θα τους ευλογή, η Πατρίδα μας θα τους σκέφτεται πάντ
οτε και εγώ δεν θα σας λησμονήσω ποτέ».
Και πώς να τους λησμονήση, όπου τα δάκρυά των κατέβρεξαν τας χείρας του, πώς να μην ενθυμήται την άκραν ευλάβειάν των και τα περιστατικά των, όμοια προς τα των Χριστιανών των πρώτων αιώνων, πώς να ξεχάση την κατακόμβην του Παρεκκλησίου της Γοργοεπηκόου; Πάντοτε τους ενθυμείται και αρκείται ήδη εν γήρει εις το ψαλμικόν: «Μνήσθητι, Κύριε, της ταλαιπωρίας των πτωχών και του σπαραγμού των πενήτων· Κύριε, επίφανον το πρόσωπόν σου και σωθησόμεθα».
Πώς να λησμονήσω τα βάσανα της εκλεκτής αυτής Φυλής, που βρέθηκε γεωγραφικώς μεταξύ λαών βαρβάρων την ψυχήν, λαών ανεπιδέκτων πραγματικού πολιτισμού, λαών με θηριώδη ένστικτα!…
πηγή
http://trelogiannis.blogspot.com