Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Εκείνη που δεν πήγε να πάρει φως ~ πρωτοπρ. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου


Από τις προσωπικές σημειώσεις του π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου παραθέτουμε ένα εξαίσιο γεγονός της Χάριτος, το οποίο συνέβη κάποτε στη μακαριστή οσία Γερόντισσα Μακρίνα (Βασσοπούλου· 1921–1995), από το Μοναστήρι της Παναγίας της Οδηγήτριας, στην Πορταριά του Βόλου, μια νύχτα της Αναστάσεως, πριν από πάρα πολλά χρόνια, στα μαύρα και χαλεπά χρόνια της Κατοχής. Τι ακριβώς συνέβη; Ο λόγος ανήκει στον π. Στέφανο:
«Η ίδια ήταν ακόμη λαϊκή την εποχή εκείνη και, λόγω της μεγάλης στέρησης που υπήρχε σε τρόφιμα, μόλις και μετά βίας εξοικονομούσε μια φετούλα ψωμάκι για όλη τη μέρα. Αυτό και τίποτε άλλο! Έτσι, έφτασε και η Μεγάλη Εβδομάδα. Το δε Μεγάλο Σάββατο η κατάστασή της ήταν δραματική...
Το βράδυ πήγε στην εκκλησία και κάθισε σε μια γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι και λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»...
Όλοι οι χριστιανοί που άρχισαν να καταφθάνουν στην εκκλησία κρατούσαν και από ένα κερί, άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Και στο «Δεύτε λάβετε φως…» εκείνη δεν πήγε να πάρει φως, γιατί δεν είχε ούτε το πιο μικρό κεράκι.
–Εσύ, Χριστέ μου, έλεγε μέσα της, αποφάσισες να μην κρατάω ούτε μια μικρή λαμπαδίτσα… Νά ’ναι ευλογημένο!...
Και μέσα στην προσευχή της εξέφραζε την αγωνία της και κάποια μικρά παράπονα στον Χριστό για τις στερήσεις, για την πείνα που τη θέριζε, για τη λαμπάδα που δεν είχε, ενώ συγχρόνως με δάκρυα στα μάτια έλεγε συνεχώς την Ευχή, το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» και το «Να ’ναι ευλογημένο!»...
Εν τω μεταξύ, είχε ήδη ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη!» και άρχισε η αναστάσιμη ακολουθία του Όρθρου...
Στη μέση της ακολουθίας λιποθύμησε από την εξάντληση εξαιτίας της πείνας τόσων ημερών, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτή από τους γύρω χριστιανούς. Συνήλθε στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της θείας Πασχαλινής Λειτουργίας: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος» (Ιωάν. 1, 1).
Τότε, λες και άκουγε από το στόμα του Λειτουργού ιερέως και Πνευματικού της χίλια ουράνια ραδιόφωνα να διαλαλούν αυτή την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, που είναι και ο θρίαμβός της.Αυτά τα λόγια χαράχτηκαν βαθειά μέσα στη ψυχή της, την κατέλαβαν ολόκληρη ψυχοσωματικά και της δημιούργησαν έναν πρωτόγνωρο αξιοθαύμαστο χορτασμό στην καρδιά, στις αισθήσεις και στο σώμα, χορτασμό που αδυνατούσε να τον περιγράψει με λόγια. Ήταν χορτάτη και στη ψυχή και στο σώμα, χορτάτη!...
Και, σύμφωνα με την ομολογία της, άρχισε να αισθάνεται πληρότητα στη ψυχή της, ταυτόχρονα με τούτο τον υπερουράνιο χορτασμό, έχοντας μέσα της μια υπερκόσμια ευωδία και άρρητη γεύση. Σαν να είχε γευθεί τα γλυκύτερα μέλια και όλα τα γλυκά αυτού του κόσμου...

Η ακατάπαυστη αυτή γλυκύτητα και ο πνευματικός αυτός χορτασμός αισθάνθηκε να καταπλημμυρίζουν όλα τα κύτταρα του σώματός της και όλες οι αισθήσεις της ψυχής της να πληρούνται από ουράνιο πλούτο...
Η καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει από την πολλή ευτυχία που απολάμβανε, διότι ενώ εκείνη δοξολογούσε τον Θεό με την διπλή Ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» και με το «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς!», ταυτόχρονα μέσα στην καρδιά της έψαλλε όχι μόνο με το επίγειο πλήθος των χριστιανών, αλλά και μαζί με πλήθος χορών αγίων Αγγέλων το «Χριστός Ανέστη!»...
Γι’ αυτό μετά τη θεία Κοινωνία και πριν τελειώσει η Αναστάσιμη Λειτουργία, έφυγε αμέσως πολύ γρήγορα για το σπίτι της, για να μη χάσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο που βίωνε ψυχοσωματικά με τόση μεγαλοπρέπεια...
Κι εκεί πάλι δεν ήθελε να φάει αυτό που τόσο φτωχά της είχε ετοιμάσει η ξαδέλφη της.
Τίποτε, μα τίποτε, ούτε μια σταγόνα νερό δεν ήθελε!...
Και μου έλεγε:
–Πάτερ Στέφανε, τα χείλη μου δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν την ουράνια γεύση που αισθάνονταν και ήταν –πώς να το πω;– σαν να γεύονταν χίλια μέλια της Χάριτος!...»
Αλλά, ας ακούσουμε πώς μας αφηγείται αυτοπροσώπως τούτο το γεγονός του παράδοξου χορτασμού από την επίσκεψη της θείας Χάριτος, η ίδια η οσία Γερόντισσα Μακρίνα:
«Θα σας πω κάτι που μου συνέβη τότε στην πείνα, στην Κατοχή. Είχα ένα χρέος, που έπρεπε να το δώσω. Είχα εντολή να το εξοφλήσω μέχρι το Πάσχα. Και έκανα μεγάλη οικονομία, για να κλείσω το χρέος. Έτρωγα όλη την Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, που κι αυτό ακόμη δεν μπορούσα να το αγοράσω· έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο. Θέλω να σας πω τι κάνει ο Θεός στη στέρηση, στην ανέχεια τη μεγάλη και πώς βοηθάει. Όχι ότι είχα αξία, αλλά με γλύκανε, για να μου δείξει πόσο Δυνατός είναι και πόσο πρέπει να Τον λατρεύουμε...

Ήλθε το Μέγα Σάββατο και πήγα στις οκτώ το βράδυ στην εκκλησία, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε από νωρίς τις “Πράξεις των Αποστόλων”. Όπως γίνεται και στο Άγιον Όρος. Και κάθισα σε μια γωνιά και τραβούσα κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτε, ούτε ένα κεράκι, τίποτε!...
Τώρα πώς να πήγαινα στο “Δεύτε λάβετε φως”, αφού δεν είχα κερί. Είπα με το νου μου: “Αφού θέλεις, Χριστέ μου, να μην έχω μια λαμπαδούλα να πάρω το άγιο φως, να ’ναι ευλογημένο το θέλημά Σου!”...
Έλεγα λόγια στον Χριστό, έλεγα παράπονα, έλεγα τον πόνο μου. Θυμήθηκα και τους ασκητάδες και σκεφτόμουν: “Πώς οι ασκητάδες στην έρημο δεν έχουν ψωμάκι, δεν έχουν φαγάκι κι εκείνους ο Θεός τούς φροντίζει, άρα τι στενοχωριέμαι; Κι εμένα ο Θεός θα με φροντίσει. Άμα θελήσει ο Θεός, θα στείλει ανθρώπους να μου φέρουν κι εμένα κάτι, θα φωτίσει να μου φέρουν και μια λαμπαδούλα”.
Είδα λοιπόν μια γυναίκα να έρχεται και να μου λέει:
–Δεν έχεις λαμπάδα;
–Όχι, δεν έχω! της απάντησα.
–Τέτοια μέρα δεν έχεις λαμπάδα; Αναστάσιμη μέρα και να μην έχεις λαμπάδα; Απόρησε η γυναίκα.
–Άμα θέλεις, φέρε μου απ’ το παγκάρι μια λαμπάδα κι εγώ θα σου τα δώσω τα χρήματα. Τώρα δεν έχω, την άλλη εβδομάδα θα σ’ τα δώσω, της είπα.
–Σώπα, παιδάκι μου, που θα μου την πληρώσεις! Θα σου πάρω εγώ μια λαμπαδούλα.
Πήγε και μού ’φερε μια λαμπαδούλα και μ’ έπιασε το παράπονο. Συλλογιζόμουν: “Ας πάω με τους ερημίτες, θα συνεορτάσω εκεί πέρα που είναι μακριά οι εκκλησίες τους, που δεν έχουν κανέναν να τους πάει τίποτε”. Τότε είχε τυπικό ο Πνευματικός μας μετά την Ανάσταση, μόλις μπαίναμε μέσα, να προσκυνάμε την εικόνα της Αναστάσεως.
Μόλις προσκύνησα, μου φάνηκε ότι η αγία Ανάσταση ήρθε μέσα στην καρδιά μου και την κατάπια και άκουσα μια φωνή, σαν να είχαν ανοίξει όλα τα ραδιόφωνα του κόσμου, που έλεγε: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος».
Άκουγα μέσα μου το Πασχαλινό Ευαγγέλιο, χωρίς να το λέει ο παπάς, και λιποθύμησα· δεν κατάλαβα τίποτε, ούτε πώς με σήκωσαν, τίποτε.
Όταν συνήλθα, αυτός ο λόγος ήταν μέσα στα αυτιά μου και μέσα στην καρδιά μου· και μου ήρθε ένας χορτασμός, σαν να είχα φάει αυγά και τυριά, τα κρέατα όλου του κόσμου και αισθανόμουν σαν να μη βρισκόμουν στην εκκλησία. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη· πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχαν τυπωθεί μέσα στη ψυχή μου. Άκουγα αυτή την ωραία φωνή σ’ όλη την Πασχαλινή Ακολουθία κι αυτά τα λόγια μού φέρνανε έναν χορτασμό. Πώς τρως κατά κόρον και δεν μπορείς μετά να σταθείς, έτσι ακριβώς αισθανόμουν!...
Κι ύστερα μου ήρθε ο λογισμός: “Να, και οι Πατέρες στην έρημο, που δεν τρώνε, που δεν γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται!”. Έτσι μια φωνή μου το ’λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας περιγράψω, τι άρρητα ρήματα γλύκαιναν μέσα τη ψυχή μου και αισθανόμουν άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά! Κι ενώ τη Μεγάλη Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και τη στέρηση, μετά έλαβα δυνάμεις. Πώς αισθάνεται ένας πολύ δυνατός άνθρωπος;»
Ύστερα, λοιπόν, έλαβα ισχυρές δυνάμεις και την ώρα που είπε ο Πνευματικός μου «Χριστός Ανέστη!» ήρθε και απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στη ψυχή μου. Όταν κοινώνησα, συμπληρώθηκε αυτός ο κορεσμός και ούτε να φάω ούτε να πιω ήθελα...

Και παίρνω ένα δρόμο και πηγαίνω στο σπίτι, για να μη χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτε, τίποτε! Ούτε νεράκι ούτε ψωμί, τίποτε δεν ήθελα. Με φώναξε η ξαδέλφη μου, που ήταν απέναντι από το σπίτι μου, να πάω να φάω πατσά. Εγώ πού να πω ότι “είχα φάει”; Δεν είπα τίποτε. Πήγα να φάω, ούτε η πρώτη κουταλιά δεν κατέβαινε...
Το μεσημέρι με είχε καλέσει για φαγητό η κουμπάρα μου, που της είχα βαπτίσει δυο παιδάκια. Ήταν πολύ πλούσια αυτή. Μέχρι το μεσημέρι, δεν είχα φάει τίποτε και σκεφτόμουν “πώς θα πάω σ’ αυτό το σπίτι τώρα;”. Ήταν πνευματικός κόσμος και ντρεπόμουν, γιατί θα με ρωτούσαν το ένα, το άλλο, και δεν ήθελα να καταλάβουν την πνευματική αυτή κατάσταση που μου έδωσε ο Θεός.
Λέω λοιπόν: “Τι κάνει ο Θεός!”.... Αισθανόμουν τη μεγαλοσύνη του Θεού και θαύμαζα πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο! Γι’ αυτό, είναι αλήθεια αυτό που λέει στο Ευαγγέλιο ότι, δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά με τη Χάρη του Θεού (πρβλ. Δευτ. 8, 3 και Ματθ. 4, 4). Εις δόξαν Χριστού σάς το λέω, αισθάνθηκα τη Χάρη του Χριστού, λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στέρησης. Μου έδωσε να καταλάβω, ο Θεός, τι δίνει στη στέρηση επάνω. Η εγκράτεια και η προσευχή πόσο καλό κάνουν στον άνθρωπο!...
Όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στον Θεό ολοκληρωτικά, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, γεύεται τον Θεό· και όλα αυτά τα μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, τα δίνει δωρεάν ο Θεός. Δεν μας στερεί τίποτε...
Εμείς δεν πλησιάζουμε τον Χριστό μας, για να μας δώσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευόμαστε, να το σκεφτόμαστε και να Τον αγαπάμε. Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώσει το ένα, να μας δώσει το άλλο, ό,τι έχει να μας χαρίσει.
Άμα δούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να τα συλλάβει η διάνοια του ανθρώπου τα κάλλη του Παραδείσου. Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου!...
Θέλει να ’χουμε αγάπη, να αγαπήσουμε τον Θεό. Αν Τον αγαπήσουμε, θα μας τα δώσει όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ’ Εκείνον. “Να ’ναι ευλογημένο!” και“Ευλόγησον!” αυτά χρειάζονται, για να βρει κανείς τη ψυχή του στον Θεό»...


(1) «Λόγια Καρδιάς» Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1925)

Μέρος 1ο, Κεφ. 1ο, §4, σελ. 44–45· Μέρος 2ο, Λόγος 35ος, σελ. 333–337,

Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγητρίας, Πορταριά Βόλου, 2013.



(2) Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου: «Η Ευχή μέσα στον κόσμο»,
κεφ. 7ο, σελ. 258–260, Πειραιάς, Οκτώβριος 20165.


Πηγή: Το Ειλητάριον