25 Ἰουλίου – Ἡ κοίμησις τῆς ἁγίας Ἄννης τῆς μητρός τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι οἱ γονεῖς –πατέρες, μητέρες– δέν θέλουν ἁπλῶς νά γεννήσουν παιδιά, ἀλλά θέλουν τά παιδιά τους νά εἶναι καί κάτι. Καί κατά κανόνα, καμαρώνουν οἱ γονεῖς πού ἔχουν παιδιά πού προκόπτουν, ἀναδεικνύονται, ἄς ποῦμε, στήν κοινωνία: καταλαμβάνουν θέσεις, κάνουν δουλειές, κατά κόσμον ἔχουν ὄνομα, ἔχουν μιά ὑψηλή θέση, τιμῶνται. Καί ἔτσι κοντά στά παιδιά τιμῶνται καί οἱ γονεῖς.
Σπανίως ὅμως οἱ γονεῖς νά ἔχουν καημό –ὄχι ὅτι ἀπουσιάζει αὐτό, ἀλλά εἶναι σπάνιο– τό παιδί τους νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἕνα παιδί τό ὁποῖο θά γίνει τοῦτο, θά γίνει τό ἄλλο, ἀλλά νά εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ καί νά γίνει ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Καί ἡ χαρά τῶν γονέων νά εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: ὅτι τό παιδί τελικά εἶναι αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, καί ὄχι αὐτό πού τούς περιποιεῖ τιμή. Αὐτό νά εἶναι ἡ χαρά τους, αὐτό νά εἶναι ἡ εὐτυχία τους. Γίνεται, ἀλλά εἶναι σπάνιο.
Μάλιστα, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, στήν Παλαιά Διαθήκη ὅλες οἱ μητέρες –ὅσες εἶχαν βέβαια εὐσέβεια– εἶχαν ἕνα κρυφό καημό, μήπως τυχόν εἶναι αὐτές πού θά γεννήσουν τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Θά ἐγεννᾶτο ὁ Μεσσίας, ἀλλά δέν ἐλέχθη ἀκριβῶς πότε θά γεννηθεῖ καί πῶς ἀκριβῶς θά γεννηθεῖ. Καί ἕνας λόγος πού οἱ στεῖρες τό ἔφερναν βαρέως στήν Παλαιά Διαθήκη, διότι δέν εἶχαν παιδιά, ἦταν τό ὅτι δέν εἶχαν τήν ἐλπίδα αὐτές νά γεννήσουν τόν Μεσσία, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες εἶχαν.
Καί μόνο νά ἔχει κανείς καημό μέσα του, ἔχει ἀξία αὐτό, ἄσχετα τί θά δώσει ὁ Θεός. Πρωτίστως, ἐκεῖνο πού ἔχει ἀξία εἶναι ἡ πρόθεση. Μπορεῖ μιά μητέρα νά ἔχει πρόθεση, καημό πολύ, νά φέρει στόν κόσμο ἕνα παιδί πού θά εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά μή γίνει τελικά. Δέν χάνει τήν ἀξία του αὐτός ὁ καημός, αὐτή ἡ πρόθεση, αὐτή ἡ διάθεση. Σέ ποιούς γονεῖς πραγματοποιεῖται αὐτό, ὁ Θεός τό ξέρει. Εἶναι μυστήρια αὐτά τοῦ Θεοῦ.
Μπορεῖ ἕνα ἀνδρόγυνο νά θέλει πάρα πολύ νά φέρει στόν κόσμο ἕνα παιδί πού θά ὑπηρετήσει τόν Θεό, καί νά μή γίνει αὐτό πραγματικότητα. Καί ἕνα ἀνδρόγυνο μπορεῖ νά μή θέλει νά ἀκούσει κάτι τέτοιο, καί νά γίνει. Ὑπάρχουν ἐξαίρετα παιδιά γονέων πού ἦταν ἐντελῶς ἀντίθετοι μέ αὐτά τά πράγματα, καί ὅμως τά παιδιά ἀφιερώθηκαν στόν Θεό· ἔγιναν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Καί ὑπάρχουν ἄλλα παιδιά, πού εἶχαν καημό οἱ γονεῖς νά γίνει κάτι τέτοιο, καί ὅμως δέν ἔγινε. Αὐτά εἶναι μυστήρια τοῦ Θεοῦ· τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτά.
Βγαίνει ἀπό αὐτό ἐπίσης ὅτι γενικά οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ –στήν Παλαιά Διαθήκη, στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ἔπειτα στήν Καινή Διαθήκη καί μέχρι σήμερα– ἔχουν αὐτόν τόν καημό μέσα τους: νά ἀναφέρονται πάντοτε στόν Θεό, νά ἔχουν καλή σχέση μαζί του, νά γίνεται πάντοτε τό θέλημά του, νά εἶναι ὄργανά του. Δέν εἶναι, δηλαδή, ἄνθρωποι πού ζοῦν γιά τόν κόσμο αὐτόν.
Ζοῦν καί περνοῦν τίς μέρες τους καί θέλουν δέν θέλουν κάνουν ὁρισμένα πράγματα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά ὅμως σταυρώνονται γιά τόν κόσμο. Ὁ νοῦς τους, ἡ καρδιά τους, ἡ ὅλη διάθεσή τους εἶναι στόν Θεό. Ἔτσι περνοῦν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο –εἶναι ἁπλῶς περαστικοί– καί ἔτσι κινοῦνται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.
Τώρα αὐτά ὁρισμένοι ὅσο κι ἄν τά ἀκούσουν, δέν τούς πιάνουν, δέν τά καταλαβαίνουν. Ἀκοῦν, ἀκοῦν καί μένουν πάλι ἔτσι, χωρίς νά ἀλλάξουν. Εἶναι ἄλλοι, πού μιά φορά νά ἀκούσουν κάτι τέτοιο, μιλάει στήν ψυχή τους καί μπαίνουν στόν δρόμο αὐτό· στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο μυστήριο αὐτό. Μπορεῖ κανείς ἀκόμη καί κληρικός νά εἶναι –καί θά λέγαμε ὅτι καθένας κληρικός εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ· ναί, εἶναι– ἀλλά νά μήν εἶναι ὅλη ἡ φροντίδα του γι᾿ αὐτό. Καί μοναχός νά εἶναι κάποιος καί πάλι νά μήν εἶναι τόσο ἡ φροντίδα του γι᾿ αὐτό. Εἶναι μυστήρια τοῦ Θεοῦ αὐτά.
Θά ἔλεγα ὅτι εἶναι μακάριοι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀκοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, μιλάει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα τους καί ζοῦν ζωή ὅπως θέλει ὁ Θεός. Αὐτό τό βλέπουμε στούς βίους τῶν ἁγίων. Δέν ὑπάρχει δηλαδή ἅγιος πού νά μήν πῆρε ἔτσι τή ζωή καί ὁ ὁποῖος ἀπό τότε πού γνώρισε τόν Θεό –γιατί ἔχουμε καί ἁγίους πού γιά πολλά χρόνια ζοῦσαν στήν ἄγνοια– νά μήν εἶχε καημό μέσα του νά γίνεται πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καί ὁ ἅγιος, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν ἀφήνει τόν ἑαυτό του νά χαλαρώσει, νά ξεχαστεῖ, λίγο νά ξεφύγει. Δέν ἔχει τέτοια· ὄχι. Βρίσκεται ἀπό μιά ἄποψη σέ μιά ἔνταση συνεχῶς. Εἶναι ὅπως ὁ μαθητής, ὁ ὁποῖος ἔχει ἕνα ὁρισμένο χρονικό διάστημα καί λογαριάζει ὅτι μόνο ἐάν ἀξιοποιήσει ὅλες τίς ὧρες μέσα σ᾿ αὐτό τό χρονικό διάστημα, θά ἑτοιμασθεῖ γι᾿ αὐτό πού πρέπει νά ἑτοιμασθεῖ. Καί ξεχνάει τά πάντα καί παραδίδεται στήν προσπάθεια αὐτή μέ ὅλες του τίς δυνάμεις.
Δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του οὔτε νά ξεχαστεῖ λίγο, οὔτε νά ξεφύγει λίγο, οὔτε νά κοιμηθεῖ παραπάνω. Δέν ἀφήνεται· δέν ξεχνιέται. Ἔτσι εἶναι ὁ μαθητής ἐκεῖνος πού τό ἔβαλε σκοπό νά ἑτοιμασθεῖ καί νά προχωρήσει. Εἶναι καί οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι θά διαβάσουν καί λίγο, ἀλλά θά πᾶνε νά κάνουν κι ἄλλα. Λοιπόν, ἔτσι εἶναι οἱ ἅγιοι.
Καί οἱ ἅγιοι εἶναι πρότυπα, παραδείγματα ὁλωνῶν μας, καί ἀπό αὐτούς πρέπει νά ἐπηρεαζόμαστε στή ζωή. Εἶναι μεγάλο λάθος, τό λέω ἀκόμη μιά φορά, ὅταν κανείς λέει: «Ἔ, αὐτός ἅγιος ἦταν, ἐγώ δέν θά γίνω». Καί μόνο πού τό σκέπτεται καί τό λέει ἔτσι ὁ ὅποιος ἄνθρωπος, εἶναι πολύ σοβαρό. Δέν κατάλαβε ἀκόμη περί τίνος πρόκειται.
Μέ τήν εὐκαιρία λοιπόν πού ἀπόψε γιορτάζουμε τήν κοίμηση τῆς ἁγίας Ἄννας, τῆς μητέρας τῆς Παναγίας –ἡ ὁποία μάλιστα γιά μεγάλο χρονικό διάστημα δέν ἔφερνε στόν κόσμο παιδί καί ὕστερα ἀπό πολλή προσευχή ἔλαβε ὡς δῶρο τήν Παναγία– μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἄς βάλουμε μιά ἀρχή. Τό νά βάζεις κάθε μέρα ἀρχή, δέν κουράζει.
Τό νά θυμᾶσαι κάθε μέρα πού ξυπνᾶς ὅτι εἶσαι τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά ζεῖς κατά Θεόν, δέν κουράζει. Κάθε ὥρα, κάθε στιγμή ἄν τό κάνεις αὐτό, νά θυμᾶσαι δηλαδή ὅτι εἶσαι τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά ζεῖς κατά Θεόν, δέν κουράζει. Ἄλλο κουράζει. Αὐτή εἶναι ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὡς πλάσματος τοῦ Θεοῦ: Νά ἀναφέρεται συνεχῶς στόν Θεό, νά τόν θυμᾶται, νά κινεῖται ὅλο πρός τόν Θεό, νά τόν ἀγαπᾶ, νά ζεῖ ἐν Θεῷ, νά ζεῖ μέσα του ὁ Θεός. Τό ἄλλο εἶναι ἀφύσικο, κι ἐκεῖνο εἶναι πού κουράζει.
Ὑποθέτω κι ἐσεῖς θά συμφωνεῖτε μαζί μου. Ἐγώ δέν συνάντησα ἀκόμη ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος πῆρε ἔτσι τά πράγματα καί κουράζεται. Ἀκούω συχνά πνευματικούς ἀνθρώπους νά λένε: «Κουράστηκα, εἶμαι κουρασμένος, δέν μπορῶ», καί σάν νά θέλουν νά χαλαρώσουν στήν πνευματική τους ζωή. Δέν εἶναι φυσιολογική κατάσταση αὐτό.
Ἄλλο εἶναι τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅποιος ἄνθρωπος κι ἄν εἶναι, καθώς ἔχει σῶμα, ὅταν δέν φάει, θά πεινάσει, ὅταν δέν θά κοιμηθεῖ, θά νυστάξει, ὅταν τόν πονέσουν, θά πονέσει, ὅταν περπατάει ἀρκετή ὥρα, θά κουραστεῖ καί θά χρειαστεῖ νά καθήσει. Καί ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος καί νύσταξε καί κοιμόταν, καί κοπίασε καί μόλις ἔφτασε στήν πηγή, κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ. Αὐτά εἶναι φυσιολογική κατάσταση. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό κόπωση. Ἡ κόπωση ἡ ψυχική πού συνήθως νιώθει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκείνη πού σκοτώνει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἡ ἀκεφιά πού νιώθει γιά τά πνευματικά, γιά τήν πνευματική ζωή, τό νά θέλει νά ξεφύγει λίγο ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι φυσιολογικό πράγμα· αὐτό εἶναι ἀφύσικο. Καί εἶναι μιά πραγματικότητα καί ἐμφανίζονται αὐτά, ἡ ἀκεφιά, τό νά θέλει νά ξεφύγει ὁ χριστιανός, γιατί τά τῆς πνευματικῆς ζωῆς δέν τά παίρνουμε σωστά.
Δέν παραδειγματιζόμαστε ἀπό τούς ἁγίους, δέν μᾶς ἐμπνέει ἡ ζωή τους. Βέβαια, λίγοι διαβάζουν τούς βίους τῶν ἁγίων, ἀλλά ἀρκετοί ἀπό αὐτούς, ἐνῶ τούς ἀρέσουν οἱ βίοι τῶν ἁγίων ὡς ἀνάγνωσμα, δέν ἐμπνέονται καί δέν παρακινοῦνται ἀπό αὐτούς γιά νά ξεφύγουν ἀπό τήν ἀφύσικη ζωή πού ζεῖ ἐκεῖνος πού δέν εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Δέν παρακινοῦνται νά ξεφύγουν ἀπό αὐτή τήν ἀφύσικη ζωή καί νά ζήσουν κατά Θεόν.
https://simeiakairwn.wordpress.com