Καταρχάς θέλω νά σοῦ ζητήσω συγγνώµη. Γιατί δέν ξέρω νά µιλάω ὅπως ἐσύ. Ἐγώ νιώθω ὅτι εἶµαι τοῦ συστήµατος, συµβιβασµένος καί συµβατός. Βολεµένος κάπως. Ἐσύ εἶσαι τό ἀντίθετο· ἀσύµβατος καί ἀσυµβίβαστος.
Ἐλεύθερος ἀπό κλισέ καί συµπεριφορές. Ἀγωνίζεσαι ἐνάντια σέ κάθε ἐξουσία, κράτος, δύναµη δηλαδή πού θέλει νά ἐπιβληθεῖ δυναστικά, ἀναγκαστικά. Ἀγωνίζεσαι. Ἐγώ δέν ἀγωνίζοµαι. Γι’ αὐτό καί ἡ γλώσσα µου, ὁ λόγος µου δύσκολα θά σέ βρεῖ. Τό ξέρω ὅτι ἐκπέµπω σέ συχνότητα πολύ χαµηλή γιά τ’ αὐτιά ἑνός ἀναρχικοῦ. Γι’ αὐτό προκαταρκτικά σοῦ ζητῶ συγγνώµη.
Ἤθελα ὅµως νά σοῦ πῶ πώς ἐχθές βρῆκα ἕνα γράµµα κάπου στή βιβλιοθήκη µου. Μιά ἐπιστολή γραµµένη πολύ πίσω, λίγα χρόνια, λέει, µετά τό Χριστό. Τή διάβασα· δέν τήν πολυκατάλαβα. Κάτι σκέψεις µόνο ἔκανα, σωστές ἤ ὄχι, δέν ξέρω. Εἶπα ὅµως ὅτι ἐσύ θά τήν καταλάβεις καλύτερα, γι’ αὐτό καί κάθισα νά σοῦ γράψω, να στή δείξω, κι ἄν θές, βόηθα µε καί µένα νά τήν «πιάσω».
Λέει γιά τήν ἐµφάνιση στόν κόσµο µιᾶς νέας τότε τάξης ἀνθρώπων, πού ἄρχισαν νά τούς ὀνοµάζουν «Χριστιανούς» (Εἶναι αὐτοί, οἱ σηµερινοί… ἄστα, κι ἐγώ σ’ αὐτούς λέω ὅτι ἀνήκω). Ἀλλά λέει κάποια παράξενα γι’ αὐτούς, δηλαδή πῶς ζοῦσαν.
Ἀπαντᾶ σέ κάποιον Διόγνητο, πού εἶχε κάνει µιά ἐρώτηση: Τί τελοσπάντων εἶναι ἡ νέα αὐτή γενιά τῶν ἀνθρώπων πού µπῆκε τώρα τελευταῖα στή ζωή µας, καί πῶς συµβαίνει ὅλοι τους νά περιφρονοῦν τόν κόσµο καί νά καταφρονοῦν τό θάνατο…
Καί τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἐπιστολογράφος καί τοῦ γράφει:
Αὐτοί, τοῦ λέει, οἱ Χριστιανοί, ἐξωτερικά δέν ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους, οὔτε καµιά ἐπισηµότητα πάνω τους ἔχουν. Παρόλα αὐτά – στό γράφω ὅπως τό λέει – «ὁµολογουµένως παρουσιάζουν θαυµαστή καί παράξενη στάση ζωῆς. Κατοικοῦν στίς πατρίδες τους, ἀλλά σάν προσωρινοί» (σά νά ποῦµε, µετανάστες). Κι ἐξηγεῖ τήν ἔννοια τῆς πατρίδας γι’ αὐτούς: «Κάθε ξένη γῆ εἶναι πατρίδα τους, καί κάθε πατρίδα τούς εἶναι ξένη»!
Τί θέλει νά πεῖ µ’ αὐτό; Θυµήθηκα ὅτι κάπου, σ’ ἕναν τοῖχο, εἶχα διαβάσει ἕνα σύνθηµα πού εἶχες γράψει: «Πατρίδα µας ἡ γῆ». Κάτι τέτοιο µᾶλλον θέλει νά πεῖ, ἔ;… Ἤ ὄχι;
Παρακάτω λέει ὅτι δέν εἶναι πατρίδα τους ἡ γῆ. «Ζοῦν στή γῆ, ἀλλά πολιτεύονται στόν οὐρανό». Εἶναι φευγάτοι, λέει. Πατρίδα τους ἔχουν τόν οὐρανό. Δέν τούς κρατᾶ ἡ γῆ. Ἀδέσµευτοι. Ἐλεύθεροι κι ἀπ’ τούς νόµους τῆς βαρύτητας. (Τώρα πού στα γράφω αὐτά θυµᾶµαι καί κάποιους ἀπ’ αὐτούς, πολύ πλούσιους, πού µοίρασαν ὅλη τήν περιουσία τους κι ἔµειναν µ’ ἕνα κοµµάτι ὕφασµα µόνο πάνω στό σῶµα τους, γιά νά εἶναι, λέει, ἐλαφροί, ἀδέσµευτοι, νά µήν τούς κρατᾶ ἡ γῆ. Κι ἕνας µάλιστα ἀπ’ αὐτούς – παπάς ἦταν κι ὅλας, δεσπότης – στήν ἐξουσία πού ἦρθε νά τον ἀπειλήσει µέ δήµευση, ἐξορία, θάνατο ἀπάντησε: «Βρές τίποτε ἄλλο νά ἀπειλήσεις, γιατί αὐτά πού λές δέν µ’ ἀγγίζουν καθόλου· ἀφοῦ γιά δήµευση δέν θά βρεῖς τίποτε νά πάρεις, ἐξορία πάλι δέν ἰσχύει γιά µένα, διότι πουθενά δέν εἶµαι µόνιµα ἐγκατεστηµένος, καί ὁ θάνατος εἶναι ἡ µεγαλύτερη εὐεργεσία πού µπορεῖς νά µοῦ κάνεις, καθώς θά µέ φέρεις µιά ὥρα γρηγορότερα στό Θεό, γιά τόν ὁποῖο ζῶ»).
Συνεχίζω νά σοῦ µεταφέρω τήν ἐπιστολή πού βρῆκα: «Ὑπακοῦνε στούς θεσπισµένους νόµους (ἐδῶ τό καταλαβαίνω, δέν χρειάζεται νά µοῦ ἐξηγήσεις τίποτε), καί µέ τή διαγωγή τους νικοῦν τούς νόµους». Πάλι πρόβληµα. Τί θά πεῖ νικοῦν τους νόµους; Ἐγώ ξέρω ὅτι σεῖς οἱ ἀναρχικοί ἀγωνίζεστε γιά νά πέσουν οἱ νόµοι. Αὐτοί τί θά πεῖ ὅτι νικοῦν τούς νόµους; Νικῶ ξέρω ὅτι θά πεῖ βρίσκοµαι ἀπό πάνω, πατῶ µέ τά πόδια µου ὅ,τι ἔχω νικήσει. Μήπως θέλει νά πεῖ ὅτι, µοῦ δίνει π.χ. ὁ νόµος το δικαίωµα νά τόν πάω τόν ἄλλον µέσα, κι ἐγώ δέν τόν πάω; τοῦ τή χαρίζω; Αύτό θέλει νά πεῖ; Μ’ ἀρέσει αὐτό. Δέν ξέρω τί λές…
Κι ἄλλα λέει παρακάτω: «Ἀγαποῦν τούς πάντες, κι ἀπ’ ὅλους καταδιώκονται. (Οὔτε αὐτό τό καταλαβαίνω: Πῶς, ἀφοῦ ἀγαποῦν, µισοῦνται καί καταδιώκονται; Καί πῶς ἀγαποῦν, ἀφοῦ µισοῦνται;) Περιφρονοῦνται καί καταδικάζονται. Ἀτιµάζονται, καί µέσα στίς ἀτιµώσεις δοξάζονται. (Θέλει νά πεῖ, µᾶλλον, ὅτι θεωροῦν δόξα τους νά ἀτιµάζονται ἀπό τούς ἄλλους[!;]). Κακολογοῦνται, κι αὐτοί σκορποῦν καλά λόγια. Ὑβρίζονται, κι αὐτοί τιµοῦν. Κάνουν τό καλό, καί τιµωροῦνται ὡς κακοί. Τιµωροῦνται, καί χαίρονται σά νά τούς δίνουν ζωή…».
Φίλε µου, δέν µπορῶ ἄλλο νά παρακολουθήσω τό κείµενο αὐτό. Μπλόκαρα. Γι’ αὐτό σοῦ τό δίνω, ἐπειδή νοµίζω ἐσύ θά τό καταλάβεις πιό καλά. Γιατί βλέπω πώς ἡ δική σου θεώρηση ἔχει κοινά σηµεῖα µέ τή διαγωγή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ἐγώ τό µόνο κοινό πού ἔχω µ’ ἐκείνους εἶναι τό ὄνοµα. Ἄν ὅµως θά ’θελα νά ’µουν εἰλικρινής µέ τόν ἑαυτό µου, θά ἔπρεπε νά τό ἀλλάξω.
Ἐκτός, σκέφτοµαι, ἄν ἀλλάξω διαγωγή. Ξέρω ὅτι Αὐτός τοῦ ὁποίου τό ὄνοµα φέρω, Αὐτός εἶναι πού ἔφερε τά πάνω κάτω στή θεώρηση τῶν πάντων. Αὐτός γκρέµισε τό πιό φοβερό κατεστηµένο καί ἀνέτρεψε τήν ἰσχυρότερη ἀρχή πού κρατοῦσε µέχρι τότε, τήν ἐξουσία τῆς ἁµαρτίας. Αὐτός µοῦ εἶπε πάλι πώς ἄν θέλω να Τόν ἀκολουθήσω, πρέπει νά ’χω κρατηµένο µέσα µου ἕνα µίσος· µίσος γιά τον ἑαυτό µου, νά ρίχνω δηλαδή γροθιές στή βιτρίνα τοῦ ἐγώ µου, κι ἔτσι νά Τόν ἀκολουθῶ. Ἔτσι, µοῦ ὑποσχέθηκε, θά βρῶ ἀληθινά τόν ἑαυτό µου, ἔτσι καί τόν διπλανό µου σέ µιά νέα τάξη πραγµάτων, καµιά σχέση µ’ αὐτή πού ἐπικρατεῖ τώρα στον κόσµο.
Τί λές, φίλε ἀναρχικέ; Δοκιµάζουµε; Ἐσύ ἴσως Τόν καταλάβεις καλύτερα. Μετά µοῦ λές κι ἐµένα…
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”,
Τεύχος Φεβρουαρίου 2011
http://katixitikooinois.blogspot.com/