Εκείνη την εποχή, τα πρώτα χρόνια της ιερωσύνης του, ο π. Ιάκωβος πολλές φορές λειτουργούσε, γιορτές και Κυριακές, στα γύρω μικρά χωριά.
Οι προσκυνητές της Μονής τότε (1950-1970) ήσαν σχεδόν ανύπαρκτοι ή ελάχιστοι.
Κι εγώ ο ίδιος, καίτοι είχα υπηρετήσει στο Πρωτοδικείο Χαλκίδος
ως Πρόεδρος Πρωτοδικών την 2ετία 1971-1973 και είχα έπισκεφθεί προσκυνηματικά πολλά Μοναστήρια της περιοχής (Αγίου Νικολάου Γαλατάκη,
Αγίου Γεωργίου Ιλίων, Αγίου Νικολάου Αμαρύνθου κ.λπ.) δεν είχα επισκεφθεί τον Όσιο Δαβίδ ούτε μία φορά.Μια γιορτή λοιπόν ο Γέροντας λειτούργησε στην εκκλησία ενός μικρού χωριού στο νότιο μέρος της Μονής. Τότε αυτοκίνητο η Μονή δεν διέθετε, γι΄ αυτό
οι Πατέρες εξυπηρετούντο με ένα μουλάρι της Μονής. Είχε μεταβεί λοιπόν ο π. Ιάκωβος στην εκκλησία ενός χωριού με το μουλάρι, με το οποίον,
αφού ετελείωσε την Θεία λειτουργία, την κατάλυση και όλα τα σχετικά, επέστρεφε.
Στο δρόμο ανηφορίζοντας, υπήρχε αριστερά ένα αγροτικό σπιτάκι, στο όποιον έμενε μια φτωχή αγροτική οικογένεια, αποτελούμενη από τους δύο γονείς,
3 μικρά παιδιά, ηλικίας 2-5 ετών, και μία ηλικιωμένη γιαγιά.
Περνώντας κοντά από το σπιτάκι ο π. Ιάκωβος βλέπει την γιαγιά ξαπλωμένη κάτω από μια συκιά στην αυλή του σπιτιού, σκεπασμένη με κουβέρτες.
Όποτε έπλησίασε και την ρώτησε:
-«Τί κάνεις Γερόντισσα, πως περνάς;».
-«Πώς να περνώ παπά μου, κρυώνω, αλλά τί να κάνω. Το σπίτι είναι μικρό
και δεν παίρνει το αντρόγυνο και τα 3 παιδιά κι έμενα. Κι έτσι μένω εγώ εδώ, μέχρις ότου φθινοπωριάσει. Μετά έχει ο Θεός».Τότε ο π. Ιάκωβος λυπήθηκε την γιαγιά όπως την είδε έξωσμένη από το σπιτάκι, κρυωμένη και πεινασμένη. Αλλά τί να της κάνει. Λεφτά δεν είχε, τρόφιμα δεν είχε. Είχε μόνο ένα μικρό πρόσφορο που περίσεψε από την λειτουργία, και πήρε μαζί του διά τους φτωχούς Πατέρες της Μονής.
Κατέβηκε από το μουλάρι και το έδωσε στην παγωμένη και πεινασμένη γιαγιά, η οποία φίλησε το χέρι του Γέροντα, του είπε χίλια ευχαριστώ και καλά λόγια και το έκρυψε κάτω από τις κουβέρτες.
Ο π. Ιάκωβος ανέβηκε στο μουλάρι του και ξεκίνησε να φύγει. Δεν είχε όμως απομακρυνθεί ούτε 20 μέτρα, οπότε γυρίζοντας το κεφάλι του να δει τί συμβαίνει, γιατί άκουσε φωνές, βλέπει τα 3 εγγονάκια της γιαγιάς να την έχουν πλησιάσει, να αρπάζουν το πρόσφορο του Γέροντα και μπαίνουν τρέχοντας στο σπίτι τους, ενώ η γιαγιά έκλαιγε και διεμαρτύρετο με κραυγές.Τότε ο Γέροντας, γυρίζοντας πίσω, κατέβηκε από το μουλάρι, ζήτησε το πρόσφορο από την μητέρα των παιδιών, το έκοψε με το μαχαίρι στα δύο,
έδωσε το ένα κομμάτι, το μικρό στη γιαγιά και το άλλο, το μεγάλο, στην μητέρα των παιδιών με την συναίνεση πάντων. Αλλά και την ικανοποίηση πάντων.
Έφυγε δε, αφού προηγουμένως έβαλε τα παιδιά να φιλήσουν το χέρι της γιαγιάς και να ζητήσουν συγχώρεση. Έτσι ηρέμησαν τα πνεύματα και άπεκατεστάθη η ομόνοια και η γαλήνη στην οικογένεια.
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης όπως τον γνώρισα” του Δημητρίου Αλεξ. Τζούμα (Πρωτοπρεσβυτέρου Αρεοπαγίτου ε.τ.), εκδόσεις “Επτάλοφος”
http://agiosmgefiras.blogspot.com/