Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Άγιος Παΐσιος επεμβαίνει στη ζωή ενός νέου ναρκωμανή και αυτό γίνεται τραγούδι!

Αποτέλεσμα εικόνας για αρτεμης παθη και αρετεςΈχω έναν φίλο τον Μάξιμο, τον φωνάζουμε Μαξ. Σύχναζε Αριστοτέλους και πλατεία Σκρά εναλλάξ. Πορωμένος χιπχοπάς, από τη μέρα την πρώτη, κι έκανε τρέλες, απ᾽ αυτές που κάνουμε όλοι στη νιότη. Η διαφορά με τον Μαξ ήταν, ότι κάποια στιγμή, είχε αρχίσει να τραβάει στ' άκρα το σχοινί. Ανησυχούσαν οι κολλητοί, χανόταν βλέπεις για μέρες, κάποιοι είπαν άραζε σε άλλα στέκια, μ' άλλες παρέες. Την εποχή αυτή ήταν που έμπλεξε και με τους μπάφους, κι άρχισ' η ζωή του, να ορίζεται έξ αυτού του πάθους, και για να προλάβω κάποιους, που θα πουν: ε, και τί έγινε; Ακούστε, γιατί ενός κακού μύρια έπονται! Λοιπόν, ο Μαξ, άσχετα από την τρέλα του, ήταν ευαίσθητη ψυχή, γι' αυτό και όταν η κοπέλα του μια μέρα του 'πε να χωρίσουν δίχως προφανή λόγο, ένιωσε, ότι έχασε κάτω απ' τα πόδια του τον κόσμο! Τον ψυχικό πόνο, το συναισθηματικό κενό, νόμιζε θα το κάλυπτε με την κόκα και την Ηρώ. Η βουτιά αυτή δε χρειάστηκε κόπο, το χόρτο που κάπνιζε τόσα χρόνια, είχε λειάνει τον δρόμο. Και έτσι η νέα ιστορία,που είχε αρχίσει με τις σκόνες, δεν άργησε και να τον οδηγήσει εμπρός στις πόρτες της Ψυχιατρικής Κλινικής Θεσσαλονίκης. Μπήκε τέσσερις φορές, ήτανε καθεστώς φρίκης! Τέσσερις φορές, τέσσερα εικοσαήμερα, μα oι προσωπικοί του δαίμονες, δεν καταβάλλονταν με τίποτα! Προς στιγμήν 'φεύγαν οι ουσίες από το αίμα του, δεν έφευγε όμως η ιδέα, που ήταν ριζωμένη μέσα του! Κι έτσι ο Μαξ συνέχιζε το δρομολόγιο το παλιό, σε Εύοσμο, σε Δενδροπόταμο και Κορδελιό. Σκηνικό, που άπ' τη μνήμη του ποτέ δε θα σβηστεί, η νύχτα αυτή, που έγινε η καρφωτή. Σειρήνες, φωνές, (ψηλά τα χέρια) παντού μπλε φώτα, να τον σημαδεύουνε των αστυνομικών τα όπλα! Του περνάνε βραχιόλια και του βγάζουν άμεσα εισιτήριο, για του Αστυνομικού Μεγάρου το κρατητήριο. Τις πιο ζόρικες στιγμές εκεί τις βιώνει, του βγαίνουνε στερητικά, αφόρητοι σωματικοί πόνοι. Σκοτοδίνη! Εκλιπαρεί έστω για μία ασπιρίνη! Ειρωνικό βλέμμα είναι αυτό, που ο σκοπός του δίνει. Μετά από δυο εβδομάδες είναι ένα ανθρώπινο ερείπιο, σαν νεκροζώντανος, οδηγείται στό δικαστήριο. Η απόφαση που βγαίνει, ειν' η χαριστική βολή, ο Μάξιμος θά περάσει έναν χρόνο στή φυλακή! Τώρα είναι μεσ' στην κλούβα κι οδεύει πρός τη Νέα Σίνδο. Στις φυλακές Διαβατών θα βρίσκεται σε λίγο. Περνά την πύλη, νιώθει πως εισέρχεται στον Άδη, πώς έφτασε ως εδώ, δεν έχει ακόμη καταλάβει! Ακολουθεί τον φρουρό, με το κεφάλι σκυφτό, τον οδηγεί στο κελί που 'χει το νούμερο οχτώ. Στο εξής θα μένει εκεί μαζί με πέντε συγκατοίκους και για θέα θα 'χει μόνο κάγκελα και τοίχους. Έρχονται κάποιες στιγμές, που αγγίζει την τρέλα, του μπαίνουν λογισμοί, ως και στη ζωή του να θέσει τέρμα. Ώσπου μία μέρα, κολλάει στο έξώφυλλο ενός βιβλίου, ήταν το Πάθη και Αρετές, του πατρός Παϊσίου! Έρχεται σ' επαφή με την αλήθεια, που ελευθερώνει, νιώθει έλεύθερος, παρόλο που ειν' στη φυλακή ακόμη! .....