«Όταν προ 65 και πλέον χρόνων βρισκόμουνα ψηλά στην πλαγιά του Άθωνα, κατά το μέρος της Αγίας Άννας μαζί μ΄ ένα κυνηγό αντιληφθήκαμε ανάμεσα στα βράχια και τους πλούσιους βράχους μια σαν σκιά ανθρώπου.
Μη μπορώντας όμως απ΄ εκείνη τη θέση να διακρίνουμε τι πράγμα ήτανε, τρέξαμε κοντύτερα ακροβολισμένοι, αλλά η σκιά χάθηκε σαν αστραπή.
Στην επιμονή μας ανακαλύψαμε πάρα ΄κεί μια σπηλιά, της οποίας το στόμιο τόκρυβαν από φυσικού τους ένας βράχος σαν πόρτα και θάμνοι.
Αποπειραθήκαμε να μπούμε μέσα, αλλά ήταν τόσο πηχτό το σκοτάδι, που δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τίποτε.
Φοβόμασταν τ΄ αγρίμια που μας γυρόφερναν. Λύκοι, τσακάλια, αγριογούρουνα και άλλα. Μα μήτε φως κρατάγαμε για να δούμε.
Γι΄ αυτό αφήσαμε να το εξετάσουμε σε άλλη ευκαιρία.
Έτσι, ξανανταμώσαμε πάλι στο ίδιο μέρος, έχοντας τα σύνεργα για φως και πάλι ξαναείδαμε τη σκιά, που τώρα πια την αποδώσαμε σε ασκητή, αλλά και πάλι μας ξέφυγε.
Γι΄ αυτό αρχίσαμε να ερευνήσουμε τη γνωστή πλέον σπηλιά.
Ανάψαμε κεριά και μπήκαμε με προφύλαξη μέσα. γιατί φοβόμασταν τ΄ αγρίμια.
Προχωρώντας βρεθήκαμε μέσα σε μια άπλα – σαν δωμάτιο – σε μια άκρη καταγής υπήρχαν δυο σανίδια, που τάχε για κρεβάτι και μια πέτρα πλακουτσή για προσκέφαλο.
Παρακεί κρεμόταν ένα τριμμένο παλιόρασο και κάτω είχε δύο δοχεία, που είχαν το ένα νερό και τ΄ άλλο παξιμάδι και ήταν σκεπασμένα το καθένα με μια πλάκα.
Αυτό ήταν όλο το νοικοκυριό του. Μετά από αρκετό χρόνο ξαναβρεθήκαμε με την ίδια συντροφιά πάλι στο ίδιο μέρος και θελήσαμε να μάθουμε περισσότερα για τον ασκητή οπότε ξαναμπήκαμε στη σπηλιά με τις ίδιες προφυλάξεις και φως.
Τώρα όμως ξαφνιαστήκαμε, βρισκόμασταν προ ασκητού κεκοιμημένου από αρκετού χρόνου, αφού δεν υπήρχαν σάρκες παρά μόνον ο σκελετός σε πλήρη ζεύξη, επάνω στο ξύλο πούχε για κρεβάτι σε ύπτια θέση και χωρίς την παραμικρή δυσοσμία.
Τότε συγκεντρώσαμε όλα τα οστά και κατεβαίνοντας στην Κερασιά τα παραδώσαμε στον Γέροντα της Καλύβης των Εισοδίων της Θεοτόκου Ιερόθεο.
Τότε βρήκα στη σπηλιά ένα μεγάλο και χονδρό πολυφαδιασμένο κομποσχοίνι κατοστάρι.
Το πήρα και το φυλάω ως ευλογία στο Κελλί μου, που το προσκυνάνε οι διερχόμενοι επισκέπτες.
Άλλη πληροφορία δεν έμαθα από τον Γέρο – Ιερόθεο, ούτε γιατ΄ όνομα του ασκητού, παρά μόνο ότι τα παξιμάδια του τα πήγαινε κάποιος Γέροντας Ρουμάνος από ένα Κελλί κάτω απ΄ τον Σταυρό προς την Σκήτη της Αγίας Άννας».
Την ευχή του να έχουμε.
(Διήγηση 85χρονου Γέροντα Δαμασκηνού – Ιερό Κελλίο Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καψάλας).
ΠΗΓΗ : «ΠΡΩΤΑΤΟΝ», ΜΑΡΤΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1996, αριθ. 58, σελ. 49 κ.ε.
tribonio
https://simeiakairwn.wordpress.com