Όταν νύχτωσε, ο λαός της Κωνσταντινούπολης σαν να είχε ωθηθεί από ένα αόρατο χέρι, συγκεντρώθηκε στην Αγία Σοφία για µία κατανυκτική δέηση. Ορθόδοξοι και καθολικοί εξοµολογήθηκαν και έλαβαν τη Θεία Κοινωνία.
Στις 25 Μαΐου του 1453 έγινε λιτανεία στους δρόµους της πόλης µε την ιερή εικόνα της Παναγίας. Σε κάποιο σηµείο η εικόνα γλίστρησε και έπεσε στο έδαφος και, όπως µας διαβεβαιώνουν όλοι οι συγγραφείς, µετά έγινε ανεξήγητα βαριά και κατάφεραν να τη σηκώσουν µε µεγάλη προσπάθεια. Στη συνέχεια, η λιτανεία διακόπηκε λόγω σφοδρής θύελλας και καταρρακτώδους βροχής.
Την επομένη, µία πολύ ασυνήθιστη ανοιξιάτικη οµίχλη κάλυψε ολόκληρη την πόλη – ψιθυριζόταν πως η Θεία Παρουσία έκρυβε µε πέπλο την αποχώρησή Της. Εκείνο το βράδυ ένα παράξενο φως εθεάθη στον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Το είδε και ο Μωάµεθ και το ερµήνευσε σαν σηµάδι από τον Αλλάχ πως η επιθυµία του θα γινόταν πραγματικότητα.
Ο σουλτάνος έκανε µία τελευταία απόπειρα να κερδίσει την πόλη ειρηνικά. Έστειλε έναν εξωµότη Έλληνα στον αυτοκράτορα προσφέροντάς του δύο εναλλακτικές λύσεις: είτε να του πληρώνει ο Κωνσταντίνος ένα µεγάλο ετήσιο φόρο υποτέλειας ή ο λαός της Κωνσταντινούπολης να εγκαταλείψει την πόλη µαζί µε τις οικογένειές του και τα υπάρχοντά του. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε.
Δύο µέρες αργότερα ο 21χρονος σουλτάνος –παραβιάζοντας τη συµβουλή του βεζίρη του και των ανώτατων αξιωµατικών του που θεωρούσαν µία απόπειρα εφόδου κατά της Κωνσταντινούπολης παρακινδυνευµένη– ενηµέρωσε τον στρατό του πως θα µπορούσε να µοιραστεί όλους τους θησαυρούς των Ελλήνων και ότι από τη στιγµή που θα περνούσε τα τείχη, θα είχε στη διάθεσή του τρεις µέρες για να σκοτώσει και να λεηλατήσει όσο ήθελε. Ο αλαλαγµός «Λα ιλ Αλλάχ ιλ Αλλαχού, Μουχαµέντ ρουσούλ Αλλάχ!» (ένας είναι ο Θεός όλων των θεών, και ο Μωάµεθ είναι ο προφήτης του!) µπορούσε να ακουστεί χιλιόµετρα µακριά.
Η Δευτέρα 28 Μαΐου ήταν ηµέρα ανάπαυσης για τους Τούρκους, οι οποίοι διατάχθηκαν να κρατήσουν τις δυνάµεις τους για τη µεγάλη έφοδο που είχε προγραµµατιστεί για το επόµενο πρωί. Ο Μωάµεθ απηύθυνε ένα σύντοµο λόγο στους ανώτατους αξιωµατικούς του και ρύθµισε τις τελευταίες λεπτοµέρειες για τη διάταξη µάχης. Μέσα στην πόλη οι καµπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν και γίνονταν λιτανείες λειψάνων και εικόνων, ιδίως στα ασθενέστερα τµήµατα του τείχους. Δεν υπήρχε τώρα κανένας διαχωρισµός µεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών – όλοι ήταν ενωµένοι για να σώσουν τον τελευταίο προµαχώνα της Ανατολικής Χριστιανοσύνης.
Ο Κωνσταντίνος εκφώνησε λόγο, στον οποίο διακήρυξε την πρόθεσή του να πεθάνει για την πίστη του και για την πόλη του. Παρότρυνε όσους τον άκουγαν, Έλληνες και Ιταλούς, να θυµηθούν τους ήρωες της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώµης και να τους µιµηθούν απέναντι στους εχθρούς του Χριστού. Όταν τελείωσε τον λόγο του, απευθύνθηκε προσωπικά σε καθέναν από τους παριστάµενους και τους αγκάλιασε, ικετεύοντας τη συγγνώµη τους αν είχε προσβάλει ποτέ κάποιον απ’ αυτούς.
Όταν νύχτωσε, ο λαός της Κωνσταντινούπολης σαν να είχε ωθηθεί από ένα αόρατο χέρι, συγκεντρώθηκε στην Αγία Σοφία για µία κατανυκτική δέηση. Ορθόδοξοι και καθολικοί εξοµολογήθηκαν και έλαβαν τη Θεία Κοινωνία. «Αυτή τη στιγµή», γράφει ειρωνικά ο Ράνσιµαν, «υπήρξε ένωση στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης».
https://blog.psichogios.gr/oi-teleytaies-meres-prin-apo-thn-alwsh-ths-kwnstantinoypolhs/