«Γιατί Θεέ μου;» ανεφώνησα βαθιά μέσα στην ψυχή μου όταν μου ανακοινώθηκε ότι το ελικοφόρο ATR της κρατικής αεροπορικής εταιρείας, με το οποίο έφτασα στο Ιπφόντο για να συνεορτάσω με την αρχαιοτάτη φυλή των Πυγμαίων την Πεντηκοστή, απεσύρθη αιφνιδιαστικά και επ'αόριστον λόγω επικινδυνότητος! «Γιατί Θεέ μου; Πώς θα φύγω τώρα από εδώ;».Με δυσκολία συγκράτησα τους λυγμούς στους οποίους αυθόρμητα ήθελα να ξεσπάσω. Ευρισκόμενος στα βόρεια του Κονγκό, σε ένα υποτυπώδες ξενοδοχείο χωρίς ρεύμα, τρεχούμενο νερό και τηλέφωνο, όπου όταν έρχομαι πλένομαι με έναν κουβά κρύο νερό κι ένα κύπελο τρώγοντας για κάποιες μέρες άσπρο ρύζι ή τηγανητές μπανάνες ή σπανιότερα μια απλή ομελέτα αν είμαι τυχερός -δεν μπορώ να φάω κρέας ζώων του δάσους- αισθάνθηκα απόγνωση.
Πώς θα φύγω από έναν τόπο απομονωμένο από την υπόλοιπη χώρα αφού δεν υπάρχει δρόμος, ενώ μεσολαβούν τρεις ποταμοί ως την πλησιέστερη πόλη, 730 χλμ μακρύτερα;
«Σεβασμιώτατε ένας δρόμος έχει χαραχθή κατά τους τελευταίους μήνες, αλλά παρέμεινε χωμάτινος, οι υπεύθυνοι της εταιρείας έλαβαν τις προκαταβολές και εξαφανίστηκαν. Απομένει να βρούμε ένα αυτοκίνητο, να δεχθεί ο ιδιοκτήτης του να μας το μισθώσει κι έτσι θα φύγουμε» πρότεινε ο π. Τιμόθεος.
Ένα αυτοκίνητο. Ήμουν τόσο σίγουρος ότι ο ιδιοκτήτης θα εκμεταλλευτεί την περίσταση και θα ζητήσει υπέρογκο ποσό. Έτσι κι έγινε.
Τα υπόλοιπα, η μηχανική κατάσταση του αυτοκινήτου, η εντιμότητα της συναλλαγής, η ποιότητα του ιδιοκτήτη-οδηγού και η προσωπική ασφάλεια αφέθηκαν στα χέρια του Θεού. Η αναχώρηση ορίσθηκε για το πρωί της επομένης.
Η νύχτα κύλησε δύσκολα, εναγώνια. Το ξημέρωμα της Τρίτης, 18 Ιουνίου, στις 05.45 το πρωί ξεκινήσαμε.
Μυστικά επαναλάμβανα το απολυτίκιο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου κι η σκέψη είχε καρφωθεί στο πάνσεπτο εικόνισμα της Παναγίας της «Τηνιακής», στην Μάνα Παναγιά του ευλογημένου νησιού μου. Η Χάρη Της διαποιμαίνει την Μητρόπολη Μπραζαβίλ και δίνει λύσεις στα προβλήματα και στις αγωνίες.
Αρχικά πυκνή αχλύ κάλυπτε την διαδρομή μέσα από την οργιώδη βλάστηση. Τα πρώτα 30 χιλιόμετρα του στενού δρόμου ήταν ασφαλτοστρωμένα.
Μετά άρχισε η διαδρομή των 700 χλμ του άκρως γλιστερού αργιλώδους δρόμου. Τρεις φορές το αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του κάνοντας εν κινήσει αρκετές περιστροφές γύρω από τον άξονα του.
Η μέρα ανέβαινε, οι Πυγμαίοι ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δάση, η διαδρομή ήταν όμορφη, εντυπωσιακή, αλλά και επικίνδυνη, γι' αυτό καμμία στάση δεν έπρεπε να γίνει. Το όνομα της Παναγίας πάντα ψιθυριστά στα χείλη και στην καρδιά ως επιστηριγμός, καταφυγή και παρηγορία.
Έπρεπε να διαπλεύσουμε δύο ποταμούς με μαούνες, ώστε το αυτοκίνητο να συνεχίσει την πορεία του προς τον πρώτο προορισμό, την πόλη Ουεσσό. Όταν έφτασα πια νηστικός στο τέλος του πρώτου μέρους της διαδρομής ήταν 16.30 το απόγευμα.
Εκεί τελείωνε ο χωματόδρομος διότι ένα τρίτο ποτάμι μεσολαβούσε και κανένα αυτοκίνητο δεν μπορούσε να περάσει στην απέναντι όχθη. Μια μεγάλη πιρόγα –ένας σκαμμένος μονοκόμματος κορμός δέντρου- ήταν το πλωτό μέσο για όσους θέλαμε να διαπλεύσουμε και τούτο το ποτάμι.
Ένα άλλο αυτοκίνητο μισθώθηκε στο Ουεσσό και στις 17.20 μμ ξεκινήσαμε για την πρωτεύουσα Μπραζαβίλ. 1.100 χλμ ευτυχώς ασφαλτοστρωμένα μας ανέμεναν.
Στις 20.06 ακριβώς περάσαμε τον ισημερινό! Η πόλη Μάκουα είναι το σημείο που ο ισημερινός τέμνει νοητά τη γη χωρίζοντάς την σε δύο ημισφαίρια.
Στις 21.15 μπήκαμε στην πόλη Ουαντό. Στάση για 20 λεπτά στην μοναδική Ελληνίδα του βορείου Κονγκό, καταγόμενη από την Αρεόπολη της Μάνης.
Πόση παρηγοριά η παρουσία της, πόση χαρά να μπορείς να ανταλλάξεις λίγες λέξεις στην γλώσσα σου! Πέντε είμαστε άλλωστε όλοι οι Έλληνες στο Κονγκό-Μπραζαβίλ.
Παίρνοντας από ένα σάντουιτς στο χέρι κι ένα μπουκάλι νερό, γεμίζοντας το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με καύσιμα αγνώστους προελεύσεως και ποιότητος από πλανόδιους πωλητές ξεκινήσαμε με τον π. Τιμόθεο, παρά τις επίμονες εκκλήσεις της ευγενεστάτης κας Ελευθερίας να διανυκτερεύσουμε εκεί. Ξεκινήσαμε και πάλι κάτω από το φεγγάρι.
Ο πειρασμός δεν μπορούσε να μείνει ανενεργός, δύο φορές πρόλαβα να αρπάξω το τιμόνι από τα χέρια του οδηγού που προς στιγμήν αποκοιμήθηκε.
Πήρα το αυτοκίνητο ο ίδιος αφήνοντας τον να ξεκουραστεί κάπως στην θέση του συνοδηγού. Ο Τιμόθεος είχε ήδη αποκοιμηθεί στο πίσω κάθισμα.
Με ανοικτό το παράθυρο για να με κτυπά ο αέρας και να μένω ξάγρυπνος, οδηγούσα μέσα στη σιγή της νύχτας. Τούτη η σιγή γέννησε άλλες σκέψεις.
«Πώς κατάφεραν οι άγιοι Απόστολοι να διατρέξουν τον τότε γνωστό κόσμο με τα πόδια;
Πώς ξεπέρασαν ληστές, θηρία, εξωτερικές απειλές, εσωτερικούς φόβους και συγκρούσεις, κακουχίες και φυλακίσεις;
Τι πίστη διέθεταν, τι τους οφείλουμε τελικά!!»
Η αρχική απόγνωση που έφερε στα χείλη μου το ασύνετο παράπονο «γιατί Θεέ μου», μετατράπηκε τώρα σε ευγνωμοσύνη, δοξολογία, μυστική χαρά!
Για σένα Χριστέ μου όλα! Ποιος από μας τους ανάξιους θα μπορούσε να υπομείνει αυτά που Εκείνοι υπέφεραν για την αγάπη Σου;
Στις 05.00 το πρωί αλλάξαμε και πάλι θέσεις με τον οδηγό.
Στις 05.50, βρώμικοι και πεινασμένοι, φτάσαμε επιτέλους στα διόδια της πρωτεύουσας Μπραζαβίλ.
Συνειδητοποίησα ότι το ταξίδι διήρκησε 24 ώρες με μία εικοσάλεπτη στάση.
Στις 08.00 ήμουν στο αεροδρόμιο για να πετάξω προς Pointe Noire, όπου η έδρα της Μητρόπολης.
Δοξασμένο το Όνομα του Θεού που επέτρεψε να φτάσουμε ασφαλείς, να γεμίσει η ψυχή με όμορφες εικόνες, να διατρέξει κατά μήκος ολόκληρη την δικαιοδοσία της Μητροπόλεως στο Κονγκό-Μπραζαβίλ, να αισθανθεί ταπείνωση και ευγνωμοσύνη έναντι του μεγαλειώδους έργου των Αποστόλων εξ αφορμής του εορτασμού της Πεντηκοστής.
Η περιπέτεια της ιεραποστολής είναι μια ευλογημένη περιπέτεια! Αν αποφάσισα να μοιραστώ αυτήν την εμπειρία μαζί σας, το έκανα μόνον για να σας παρακινήσω σε παρόμοιες σκέψεις και αισθήματα δοξολογικά για την αληθινή πίστη που οι πρώτοι Θεοφόροι σκαπανείς του Ευαγγελίου μας κατέλιπαν, μια πίστη ζώσα, ικανή «ὥστε ὄρη μεθιστάνειν»!
Γένοιτο!
https://www.romfea.gr/