Ἡ ἀμμὰ Θεοδώρα ἔλεγε, πὼς οὔτε ἡ ἄσκηση οὔτε ἡ κακουχία οὔτε οἱ ὁποιοιδήποτε κόποι σῴζουν (τὸν ἄνθρωπο), παρὰ μόνο ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Καὶ γιὰ ἐπιβεβαίωση διηγόταν τὸ ἑξῆς:)
- Ἦταν κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες. Καὶ τοὺς ἐξέταζε, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιὸν τρόπο βγαίνουν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο). «Μὲ τὴ νηστεία;» τοὺς ρωτοῦσε. «Ἐμεῖς οὔτε τρῶμε οὔτε πίνουμε», ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι.
«Μὲ τὴν ἀγρυπνία;». «Ἐμεῖς δὲν κοιμόμαστε καθόλου», ἔλεγαν.
«Μὲ τὴν ἀναχώρηση (ἀπὸ τὸν κόσμο);». «Ἐμεῖς ζοῦμε στὶς ἐρήμους», ἀποκρίνονταν.
Ἐπειδὴ ὁ γέροντας ἐπέμενε καὶ ἔλεγε, «Μὲ ποιὸν λοιπὸν τρόπο βγαίνετε;», ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν:
«Τίποτα δὲν μᾶς νικάει, παρὰ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη».
***
Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἔλεγε, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ κάτω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν Ἀββᾶ Κρόνιο:
- Μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπεινοφροσύνη;
- Μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ὁ γέροντας.
- Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ; ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός.
- Κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶπε ὁ γέροντας, μὲ τὸ νὰ περιμαζέψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε περισπασμὸ καὶ μὲ τὸ νὰ καταβάλλει σωματικοὺς κόπους καὶ μὲ τὸ νὰ θυμᾶται, ὅσο μπορεῖ, τὴν ἔξοδο (τῆς ψυχῆς του) ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
***
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ὅποιος ἔχει ταπείνωση, ταπεινώνει τοὺς δαίμονες, καὶ ὅποιος δὲν ἔχει ταπείνωση, χλευάζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
***
Ῥώτησαν ἕνα γέροντα:
- Γιατὶ χτυπιόμαστε τόσο πολὺ ἀπὸ τοὺς δαίμονες;
- Ἐπειδὴ πετᾶμε τὰ ὅπλα μας, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἐννοῶ τὴν ἀτιμία, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ὑπομονή.
Μιὰ φορὰ ἦρθαν κάποιοι στὴ Θηβαΐδα, σ᾿ ἕνα γέροντα, καὶ τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονισμένο γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει. Καὶ ὁ γέροντας, (μολονότι ἀρχικὰ δὲν δεχόταν, θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, τελικά), ἐπειδὴ πολὺ τὸν παρακάλεσαν, λέει στὸ δαίμονα:
- Βγὲς ἀπὸ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ!
- Βγαίνω, ἀποκρίθηκε ὁ δαίμονας. Ἀλλὰ σὲ ρωτάω ἕνα πρᾶγμα καὶ ἀπάντησέ μου: Ποιοὶ εἶναι τὰ «ἐρίφια» καὶ ποιοὶ τὰ «πρόβατα» (Ματθ. 25:31-33);
- Τὰ «ἐρίφια» εἶμαι ἐγώ, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Ὅσο γιὰ τὰ «πρόβατα», ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει.
Μόλις ἄκουσε (αὐτὰ τὰ λόγια) ὁ δαίμονας, κραύγασε:
- Νά, γιὰ τὴν ταπείνωσή σου βγαίνω!
Καὶ βγῆκε (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο) τὴν ἴδια ὥρα.
http://leimwnas.blogspot.com/