Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ. Μία παραμελημένη καὶ ζῶσα πραγματικότητα.

Βασιλείου Εὐστρ. Ναζλῆ
Ὑποστρατήγου ΕΛΑΣ ἐ.ἀ. Πτυχιούχου Νομικῆς

Ἂν πρὶν ἀπὸ 40 χρόνια ἀνέφερε κάποιος τὸν ὅρο «ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ», πολλοὶ θὰ τὸν παρατηροῦσαν μὲ ἔκπληξη, ἄλλοι μὲ ἀπορία.
Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση αὐτὴν οἱ περισσότεροι θὰ εἶχαν δίκιο, γιατί, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν κρυπτοχριστιανοὶ σὲ μία κοινωνία, ποὺ ὅλοι ἦταν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ λάτρευαν ἐλεύθερα τὴν θρησκεία τους; Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόβλημα, ὅτι ΚΑΝΕΙΣ (ἢ μᾶλλον λίγοι) ΔΕΝ ἤξερε τί σημαίνει καὶ τί ἐκπροσωποῦσε αὐτὸ στὴν Τουρκία.

Κατάγομαι ἀπὸ μία περιοχὴ ποὺ εἶχε χιλιάδες οἰκογένειες ποὺ μετανάστευσαν σὲ χῶρες τῆς Εὐρώπης, γιὰ ἐπιβίωση καὶ βελτίωση τῶν οἰκονομικῶν τους, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι τῶν συγγενῶν μου. Στὶς σύντομες διακοπές τους στὴν Πατρίδα, εἴχαμε στενὲς ἐπαφὲς μαζί τους, ὅπου μᾶς ἐξιστοροῦσαν τὴ διαβίωσή τους καὶ τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζαν τὰ πρῶτα χρόνια (μετὰ τὸ 1955), ὅπου ἐστεροῦντο καὶ βασικῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν, λόγῳ ἐλλείψεως ἱερέων καὶ ὀρθοδόξων ναῶν.

Ἐκεῖ, στὴν ξενιτειά, γνωρίσθηκαν καὶ μὲ πολλοὺς Τούρκους ἐργάτες, ποὺ δούλευαν στὸ διπλανὸ πόστο, κατοικοῦσαν στὸ πλαϊνὸ σπίτι, ψώνιζαν ἀπὸ τὰ ἴδια καταστήματα καὶ γιατί ὄχι, ἀπέκτησαν εἰλικρινεῖς φιλικὲς καὶ οἰκογενειακὲς σχέσεις, γιατί ἀποτελοῦσαν πλέον μία «κοινότητα» ἴδιων προβλημάτων καὶ ἐργασιακῶν ἐνδιαφερόντων.

Ἀπὸ ἐκείνη τὴ χρονικὴ στιγμή, ὁ μεγάλος ὄγκος τῶν Τούρκων μεταναστῶν ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ Ἕλληνες, ποὺ εἶχαν κυρίως προσφυγικὴ καταγωγή, ὅπως Μικρασιάτες καὶ Πόντιους (πρώτης καὶ δεύτερης γενιᾶς) καὶ ἔσπασαν τὰ στρεβλὰ πρότυπα, ποὺ εἶχε ὁ ἕνας λαὸς γιὰ τὸν ἄλλον, ἑξαιρουμένων τῶν ἀκραίων ἀντιλήψεων. Πάρα πολλοὶ Τοῦρκοι, καταγόμενοι κυρίως ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου, ἀντιλήφθηκαν ὅτι Ἕλληνες συνάδελφοί τους μιλοῦσαν τὴν ἴδια «παράξενη» γλώσσα, ποὺ δὲν γνώριζαν ἄλλοι Ἕλληνες καὶ Τοῦρκοι, χόρευαν τοὺς ἴδιους χορούς, τραγουδοῦσαν ἴδια καὶ παρόμοια τραγούδια καὶ εἶχαν πολλὰ ἴδια ἤθη καὶ ἔθιμα μὲ μικρὲς διαφοροποιήσεις.

Τότε, ἀποβάλλοντας οἱ περισσότεροι τὶς ἐθνοτικὲς παρωπίδες, ποὺ τοὺς ἐπιβλήθηκαν βίαια αἰῶνες πρίν, καὶ ἀντιλαμβανόμενοι τὸ «ὅμαιμον» καὶ τὸ «ὁμόγλωσσον» ἐνισχύθηκαν στὴν πεποίθηση, ὅτι ἀποτελοῦν ἕνα ξεχωριστὸ κομμάτι, ποὺ δένει σὲ ἁρμονία μὲ τοὺς Ἕλληνες Ποντίους καὶ ὄχι μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄρχισαν νὰ ἀναζητοῦν τὴν ἱστορική τους ταυτότητα, τὴν καταγωγή τους καὶ νὰ συστοιχοῦν καὶ ἀντιστοιχοῦν τὴν γλώσσα, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα, τὸν πολιτισμό τους μὲ τὸ «ἐχθρικό», τὸ «ξένο» ποὺ δὲν ἤξεραν!

Πολλοὶ ἀπ’  αὐτούς, μὲ ἀπόλυτη μυστικότητα, ἐκμυστηρεύτηκαν καὶ τὸ ἑφτασφράγιστο μυστικό τους «ἦταν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι». Οἱ πιὸ τολμηροί, ἀπετόλμησαν (ἐλάχιστοι βέβαια) νὰ διακηρύξουν τὴν κρυπτοχριστιανική τους ἰδιότητα καὶ νὰ λαμβάνουν μέρος στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τῶν μεταναστῶν Ἑλλήνων, στὸ ἴδιο πολλὲς φορὲς χαλαρὸ ἐπίπεδο μὲ αὐτούς.

Τὴν ἔκπληξη αὐτὴ τὴν ἐβίωναν καὶ οἱ δύο πλευρές, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀνῆκαν σὲ μειονεκτικὲς κοινότητες, ἀπὸ πλευρᾶς οἰκονομικῆς καὶ μορφωτικῆς, δὲν εἶχαν ἄλλες ἀνησυχίες γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου καὶ ἀρκέστηκαν στὸ ὅτι τοὺς ἔδινε τὸ παρόν, δηλ. γιὰ μία καλὴ σχέση καὶ ἀνταλλαγὲς σκέψεων καὶ προβληματισμῶν, χωρὶς περαιτέρω παρελθοντικὴ ἀναζήτηση, ἀναζήτηση καὶ ἑρμηνεία!

Τὸ πρόβλημα τῶν ἑλληνογενῶν μουσουλμάνων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, εἶναι πολὺ παλιὸ καὶ ἐμφανίζεται ἀπὸ τὶς πρῶτες στιγμὲς τῆς κατακτητικῆς παρουσίας τῶν μουσουλμανικῶν τουρκικῶν φύλων, στὶς παρυφές, ἀλλὰ καὶ στὴν καρδιὰ τῆς ἄλλοτε κραταιᾶς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ τοὺς βίαιους ὁμαδικοὺς ἐξισλαμισμούς, ποὺ χιλιάδες σελίδες ἔχουν γραφεῖ γι’  αὐτό.

Θὰ ἀναφερθῶ ἐπ’ ὀλίγον στοὺς «ἐθελοντικοὺς» ἐξισλαμισμούς, ποὺ ἔλαβαν χώρα μετὰ τὸ 1650 μ.Χ., μετὰ ἀπὸ σκληρώτατη καταπίεση καὶ θρησκευτικὸ φανατισμὸ Τούρκων τιμαριούχων. Αὐτοὶ ἄρχισαν, ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου, (ὅπου οἱ συνθῆκες διαβίωσης ἦταν σκληρές), πρῶτα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ὀφέως, στὴ συνέχεια στὰ Σούρμενα, Ἀργυρούπολη, Τονια καὶ ἐπεκτάθηκαν λίγο ὡς πολὺ σὲ ἄλλες περιοχές.

Βέβαια, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀναγκαστικοὺς ἐξισλαμισμοὺς εἶχαν μόνο ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, δηλ. ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἔφεραν δημόσια μουσουλμανικὴ ἀμφίεση καὶ ἐμφανιζόταν στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ πρακτικὴ ὡς γνήσιοι μουσουλμάνοι. Μέσα στὰ σπίτια τους ἀκολουθοῦσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ λατρεία καὶ σὲ πολλὲς περιοχὲς ὑπῆρχαν κρυφοὶ ἱερεῖς ποὺ τελοῦσαν μὲ ἀπόλυτη μυστικότητα τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν ἐπιμειξίες μὲ γνήσιους μουσουλμάνους καὶ δὲν εἶχαν κοινωνικὲς σχέσεις, ἐκτὸς τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων. 

Κατὰ καιρούς, κατόπιν ἐξωτερικῶν πιέσεων, ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία παραχωροῦσε κάποιες θρησκευτικὲς ἐλευθερίες στοὺς ὑπηκόους της, ποὺ ἀποτελοῦσαν ἕνα μωσαϊκὸ φυλῶν καὶ θρησκευτικῶν δογμάτων καὶ δοξασιῶν.

Πολλὰ ὀθωμανικὰ διατάγματα ὑπεγράφησαν, γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, μὲ κύριο τὸ   «Χάτι Χουμαγιοῦν»   ποὺ ἐπέτρεξε τὸν ἐλεύθερο θρησκευτικὸ προσανατολισμὸ τῶν Ὀθωμανῶν ὑπηκόων, χωρὶς νὰ κινδυνεύει ἡ ζωὴ ἢ ἡ περιουσία τους. Πολλὲς περιπτώσεις ἔχουν καταγραφεῖ καὶ διασωθεῖ ἱστορικά, μὲ κύρια τὸν Μάιο τοῦ 1856, ποὺ ἐπέστρεψε στὴν Ὀρθοδοξία, ὁ φύλακας τοῦ Ἰταλικοῦ Προξενείου στὴν Τραπεζούντα Πεχλὶλ Τεκίογλου. Τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν πάρα πολλοὶ τὸ 1910, ὅποτε τὰ πράγματα ἄλλαξαν πρὸς τὸ χειρότερο μὲ τοὺς Νεοτούρκους στὴν ἐξουσία. Τὴν περίοδο ἐκείνη τὸ πρόβλημα ἔγινε γνωστό, (τῶν κρυπτοχριστιανῶν τοῦ Πόντου), μὲ τὴν ὁμαδικὴ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία ὁλόκληρων χωριῶν. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε πολύ!

Μὲ τὴ γενοκτονία τῶν Ποντίων καὶ τὸν διωγμὸ τῶν ὑπολοίπων Μικρασιατῶν Ἑλλήνων, ὅσοι Πόντιοι παρέμειναν στὴν Τουρκία, διατήρησαν μόνο τὴν ποντιακή τους διάλεκτο καὶ τὶς παραδόσεις τους, ἀπομακρυσμένοι καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ κάθε τι ἑλληνικό, ἐκτὸς ἀπ  ὅσους κατέφυγαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου δημιούργησαν ἀμιγεῖς κοινότητες.

Ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1970, παρόλες τὶς διώξεις καὶ τὴν ἐπιτυχία, κρατικὴ πρακτικὴ γιὰ βίαιη ἐνσωμάτωση στὴν τουρκικὴ κοινωνία, δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἀφομοιωθοῦν πλήρως, γιατί οἱ ἀντιστάσεις τους ἦταν σθεναρὲς καὶ πολλὰ βίαια κατασταλτικὰ μέτρα κατεγράφησαν στὰ τουρκικὰ Μ.Μ.Ε. ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ (ὅπως π.χ. οἱ βίαιες διακοπὲς συγκεντρώσεων στὰ Παρχάρια καὶ ἄλλων ἑορτῶν). Σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε ἂν ὑπάρχουν ἢ δὲν ὑπάρχουν κρυπτοχριστιανοὶ στὴν Τουρκία, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ βιώνουμε τὴν πίστη μας στὴν Ἑλλάδα, ὅπου γύρω μας ὅλοι (ἢ μᾶλλον τὸ 98%) βιώνουν τὴν Ὀρθοδοξία, ἔστω καὶ χαλαρά, οὔτε νὰ προσδιορίσουμε ἕναν ἀριθμό, γιατί ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν αὐθαίρετος καὶ ἴσως ἐκτὸς πραγματικότητας.

Τὸ τουρκικὸ περιοδικὸ AKTUEL (1992) ἔγραψε «τὰ ἴχνη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς παράδοσης εἶναι ὁλοφάνερα καὶ ἐδῶ, ὅλοι μιλοῦν ποντιακά. Τὸ Ρωμαίικο καὶ τὸ Ὀρθόδοξο εἶναι φανερό!».

Μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀνέφερα περιληπτικὰ καὶ ὅσα ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται δειλὰ-δειλὰ στὴν Τουρκία ἀπὸ εὐσυνείδητους Πανεπιστημιακοὺς καὶ ἀνθρώπους τοῦ Πνεύματος, ἀναδεικνύεται ἡ ὕπαρξη τοῦ προβλήματος ποὺ εἶναι φυλετικό, ἀλλὰ συγχρόνως κατὰ τὴν γνώμη μου καὶ θρησκευτικό. Κατὰ καιροὺς δημοσιεύονται σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, ἀλλὰ ἐκδίδονται καὶ βιβλία μὲ θέμα τῶν ἱστορικῶν αὐτῶν κοινοτήτων. Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια δημοσιεύθηκε στὴν Τουρκία ὅτι ἔχουν ἐκδοθεῖ στὰ Τούρκικα κατ’  ἄλλους 8.000.000 ἀντίτυπα, κατ’  ἄλλους 15.000.000 τῆς ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Ἂν ἀληθεύουν οἱ ἀριθμοὶ αὐτοί, ἀπὸ τὸν μικρότερο ἕως τὸν μεγαλύτερο, τότε ὑπάρχει μία ζῶσα πραγματικότητα στὴν τουρκικὴ κοινωνία, ποὺ ἀναζητᾶ τὴ χαμένη θρησκευτικότητά της, τὴ χαμένη πίστη της!

Ἐπαφίεται στὴ χώρα μας, στὴν Ὀρθοδοξία, νὰ ἀναζητήσει, νὰ καταγράφει καὶ νὰ προβάλλει τὴν ὕπαρξη αὐτὴ τῶν Ἑλληνογενῶν Ποντίων, ποὺ αἰῶνες τώρα ἀγωνίζονται νὰ διατηρήσουν ἀλώβητη τὴν καταγωγή τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναζητήσουν τὴ χαμένη θρησκευτικότητά τους.

Γιὰ τὴν πραγματικότητα αὐτὴ θὰ σᾶς καταγράψω μερικὰ περιστατικά, ποὺ ἐβίωσα κατὰ τὴν ὑπηρεσιακή μου διαδρομὴ στὴ Θράκη, στὸν Ἔβρο.

* Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1973 ὑπηρετοῦσα ὡς Ἐνωμοτάρχης στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ξανθῆς, στὸ Ὡραῖον, ὅπου κατοικοῦσαν περίπου 2.500 Πομάκοι μουσουλμάνοι τὸ θρήσκευμα. Τὴν περιοχὴ ἐπισκέφθηκε ὁ καθηγητὴς Ἀρχαιολογίας τοῦ Α.Π.Θεσσ/νίκης κ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Νικόλαος μὲ συνεργάτες του, γιὰ νὰ ἀναζητήσουν καὶ μελετήσουν βυζαντινὰ παρεκκλήσια καὶ Ἐκκλησίες, ποὺ ὑπῆρχαν στὸν ὀρεινὸ ὄγκο τῆς Ροδόπης, ποὺ σίγουρα ἦταν ἐρείπια. Ζήτησε τὴ βοήθειά μου καὶ τὸν συνέστησα τὸν Ἀγροφύλακα, ποὺ ἦταν Πομάκος καὶ γνώριζε καλὰ τὴν περιοχή. Στὸ καφενεῖο ποὺ καθήσαμε, γνωστοποίησε τὸν λόγο τῆς ἐπισκέψεώς του καὶ ζητοῦσε πληροφορίες ἀπὸ ἡλικιωμένους Πομάκους. Μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸ καφενεῖο τὸν πλησίασε ἐπιφυλακτικὰ ἕνας ἡλικιωμένος καὶ προσφέρθηκε νὰ τὸν συνοδεύσει καὶ νὰ τὸν ὑποδείξει ἀντίστοιχες τοποθεσίες. Πράγματι, μὲ τὸν Ἀγροφύλακα καὶ τὸν ἐθελοντὴ ὁ κ. καθηγητὴς κινήθηκε σὲ δύσβατα μονοπάτια καὶ τοποθεσίες ἐπὶ πέντε ἡμέρες καὶ συγκέντρωσε πλούσιο καὶ ἐπεξεργάσιμο ἐπιστημονικὰ ὑλικό. Μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους, ὁ ἐθελοντὴς μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅτι τὸν πῆγε σὲ  ἕναν δύσβατο τόπο, ὅπου ὑπῆρχαν τὰ ἐρείπια μικρῆς ἐκκλησίας καὶ ὅπου τὸν πήγαινε ἡ γιαγιά του, ὅταν ἦταν μικρὸς καὶ ἐκεῖ προσκυνοῦσε καὶ ἔλεγε κάτι ποὺ δὲν καταλάβαινε. Μία φορὰ ποὺ ἐπέστρεφαν, τοὺς ἐπίασε μεγάλη καταιγίδα καὶ ἡ γιαγιά του γονάτισε καὶ προσευχόταν καὶ ἐπίανε τὴ φορεσιά της (βράκα) στὸ κάτω δεξὶ μέρος καὶ συγχρόνως τοῦ τὴν ἀκουμποῦσε στὸ μέτωπο. Δὲν καταλάβαινε τότε τί ἔκανε ἡ γιαγιά του καὶ τί εἶχε στὴ φορεσιά της. Ὅταν μεγάλωσε, τὸν εἶπε ὅτι εἶχε ραμμένα ἐσωτερικὰ δύο σκαλιστὰ ξυλάκια σὲ σχῆμα σταυροῦ. Παρατήρησε ἐπίσης ὅτι τὸ σπίτι τους στὸ χαγιάτι εἶχε στὸ ταβάνι ἕνα μεγάλο ξύλινο στήριγμα σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ σὲ δύσκολες καιρικὲς συνθῆκες, ἡ γιαγιά του σταύρωνε τὰ χέρια στὸ στῆθος καὶ σὲ ἀκίνητη στάση στρεφόταν στὸν σταυρό.

* Τὸ 1985 ὑπηρετώντας στὸ Ἀστυν. Τμῆμα Ἀλεξανδρούπολης, μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ Ἀστυνόμου Β’  (Μοιράρχου), ἀσχολήθηκα μὲ τὴν περίπτωση ἑνὸς Τούρκου «λαθρομετανάστη» ποὺ μέσῳ τοῦ ποταμοῦ Ἔβρου εἰσῆλθε λαθραία στὴ χώρα μας μὲ προορισμὸ τὴ Γερμανία. Κατὰ τὴν ἐξέτασή του μοῦ μίλησε στὰ Ποντιακά, μὲ τὰ ὁποῖα ἤμουν ἐξοικιωμένος καὶ σὲ στιγμὲς ἐμπιστοσύνης μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅτι ἦταν κρυπτοχριστιανὸς τοῦ Πόντου. Τοῦ ἔδειξα ὅτι δὲν τὸν πιστεύω, καὶ τότε ἔβγαλε τὸ πουκάμισό του καὶ μοῦ ἔδειξε τὶς μασχάλες του. Μὲ ἔκπληξη εἶδα ὅτι καὶ στὶς δύο μασχάλες ἔφερε χαραγμένο σταυρὸ μὲ τατουάζ. Μοῦ ἀνέφερε ὅτι ἦταν βαπτισμένος καὶ ἔφερε τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος, γεννημένος τὸ 1956 στὸ χωριὸ Πανωχώρι (περιοχὴ Τσαΐκαρα) ὅπου «εἴμεθα τρεῖς χιλιάδαι ψυχαί». Ὁ πατέρας του, ὅταν ἦταν δύο χρονῶν, τὸν πῆρε μὲ τὸ μουλάρι καὶ τὸν πῆγε σὲ  ἕνα χωριὸ τοῦ Πόντου μία ἡμέρα μακριὰ ὅπου ὑπῆρχε Χότζας-παπὰς καὶ τὸν βάπτισε. Εἶχε δύο ἀδελφοὺς μεγαλύτερους, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν πολλὰ χρόνια πρὶν στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἤθελε νὰ πάει νὰ τοὺς συναντήσει μέσῳ Γερμανίας, ὅπου εἶχε συγγενεῖς καὶ ἦταν εὐκολότερη ἡ μετανάστευση. «Κίνησα» τὸν μηχανισμὸ καὶ διευκολύναμε τὴν ἀναχώρησή του. Μετὰ ἀπὸ 6 μῆνες μοῦ ἔστειλε ἀπὸ τὸν Καναδὰ μία κάρτα μὲ εὐχές του καὶ εὐχὲς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του Εὐάγγελο καὶ Ἡρακλῆ, γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔδειξα. Ἡ κάρτα ἦταν μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες, ἀλλὰ στὴν Ποντιακὴ διάλεκτο.

* Τὸ 1994 ὑπηρετοῦσα ὡς Διοικητὴς στὸ Τμῆμα Ἐλέγχου Διαβατηρίων Κήπων-Ἔβρου, ἀπ’  ὅπου γίνεται ἡ μεγαλύτερη διακίνηση ταξιδιωτῶν ἀπὸ καὶ πρὸς τὴν Τουρκία καὶ κυρίως Τούρκων μεταναστῶν στὴν Εὐρώπη. Μία ἡμέρα διήρχετο τοῦ μεθοριακοῦ σημείου Κήπων, πρὸς Τουρκία, μὲ τὸ Ι.Χ. αὐτοκίνητό του ἕνας νεαρὸς ἀλλοδαπός, ἐργαζόμενος στὴ Γερμανία. Κατὰ τὸν ἔλεγχο μίλησε στὰ Ποντιακά. Τὸν πλησίασα καὶ πιάσαμε κουβέντα· μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν Πόντιος ἀπὸ ἕνα ὀρεινὸ καὶ ἀπόμακρο χωριὸ τῆς περιοχῆς Τόνιας, ὅπου ὅλοι στὰ γύρω χωριὰ ἦταν Πόντιοι. Τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ πεῖ ἂν ἡ περιοχὴ εἶχε Χριστιανοὺς καὶ ἂν ἦταν ὁ ἴδιος. Γέλασε συγκαταβατικά, κοίταξε γύρω μήπως ὑπῆρχε κανεὶς περίεργος ὠτακουστὴς καὶ μοῦ εἶπε «ναί, καὶ πολλοὶ εἴμεθα, θὰ τὰ ποῦμε ἄλλη φορά». Μπῆκε στὸ ὄχημά του καὶ ἀνεχώρησε γιὰ Τουρκία.

* Σὲ λεωφορεῖο τοῦ Ο.Σ.Ε., ποὺ ἐκτελοῦσε τὸ δρομολόγιο Ἀθήνα-Κωνσταντινούπολη, ἐπέβαινε ἕνας ἡλικιωμένος Τοῦρκος (γενν. τὸ 1920) μὲ παραδοσιακὴ ἐνδυμασία (ποτούρια), ποὺ παραβίασε τὴ βίζα εἰσόδου καὶ ἔπρεπε νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ κάποιο πρόστιμο. Συζητώντας μαζί του, γιὰ τοὺς λόγους παραβίασης τῆς βίζας, μοῦ εἶπε ὅτι ἐπισκέφθηκε τοὺς γυιούς του ποὺ ἔμεναν στὴν Ἀθήνα. Θεώρησα ὅτι παρουσίαζε ἐνδιαφέρον ἡ περίπτωσή του καὶ τὸν πῆρα στὸ γραφεῖο μου, ὅπου μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε δύο γυιοὺς ποὺ ἐργάζονταν στὴν Ἀθήνα. Ὁ ἕνας γεννήθηκε τὸ 1945 καὶ ὁ ἄλλος τὸ 1960 ἀπὸ τὴ δεύτερη γυναίκα του. Ὁ ἴδιος ἦταν γεννημένος τὸ 1920 ἀπὸ Ἕλληνες γονεῖς καὶ ὁ πατέρας του κατετάγη στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ κατὰ τὸν Μικρασιατικὸ πόλεμο. Τὸ χωριό τους ἦταν 200 χιλ. μακριὰ ἀπὸ τὴν Προύσσα, στὴν ἐνδοχώρα. Μετὰ τὴ λήξη τοῦ πολέμου καὶ τὴ φυγὴ τῶν συγχωριανῶν του γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ὁ πατέρας του δὲν ἐπέστρεψε καὶ ἡ μητέρα του, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἄλλους συγγενεῖς ἀποφάσισε νὰ περιμένει τὴν ἐπιστροφή του, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἐπέστρεψε καὶ μᾶλλον σκοτώθηκε. Στὸ διάστημα αὐτό, τοὺς προστάτευσε ἕνας γείτονας Τοῦρκος, ποὺ ἦταν οἰκογενειακὸς φίλος. Μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν ἡ μητέρα του, μὴ ξέροντας ποὺ νὰ πάει, παρέμεινε στὸ σπίτι της καὶ φρόντιζε τὰ λιγοστὰ χωράφια τους, πάντα μὲ τὴν προστασία τοῦ Τούρκου. Τὸ 1926 πέθανε ἡ γυναίκα τοῦ Τούρκου, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς δύο παιδιὰ καὶ πρότεινε στὴν μητέρα του νὰ τὸν νυμφευθεῖ. Ἡ μητέρα του δέχθηκε ἐξ ἀνάγκης, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἦταν πράγματι καλὸς ἄνθρωπος καὶ ἔτσι ἔγιναν μουσουλμάνοι. Μέσα στὸ σπίτι εἶχε πάντοτε εἰκονίσματα στὸ σεντούκι καὶ προσευχόταν σ’  αὐτά. Δὲν ἔκαναν παιδιὰ μαζί. Μεγάλωσε καὶ νυμφεύθηκε μία Τουρκάλα. Ἡ μάνα του, μόλις γέννησε τὸ πρῶτο του ἀγόρι, τοῦ ἔδωσε εὐχὴ καὶ κατάρα νὰ βαπτίσει τὸ παιδὶ Χριστιανό. Ἀνακάλυψε σ  ἕνα χωριό, ἀρκετὰ μακριά, ἕνα Χότζα ποὺ ἦταν καὶ παπὰς καὶ πῆγε τὸ παιδὶ τὸ 1950 καὶ τὸ βάπτισε στὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος, ἐνῷ στὰ μουσουλμανικὰ τὸν φώναζαν Καδήρ. Ἡ μάνα του στὶς ἰδιαίτερες στιγμὲς μὲ τὸ γυιό της, τὸν φιλοῦσε καὶ τὸν σταύρωνε συνέχεια, γιὰ νὰ φύγουν ὅλα τὰ κακά. Ἡ μάνα του ἀπὸ τὶς πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ τὰ βάσανα πέθανε τὸ 1955. Τὸ 1959 πέθανε ἡ πρώτη του γυναίκα καὶ νυμφεύθηκε δεύτερη μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τὸ 1960 ἕνα γυιὸ πάλι. Θυμόταν πάλι τὰ λόγια τῆς μητέρας του, ὅτι ἔπρεπε νὰ βαπτίσει τὰ παιδιά του, ἀλλὰ ὁ Χότζας-παπὰς ποὺ ἤξερε εἶχε πεθάνει. Τὸ 1963 βρῆκε τὴν λύση. Εἶπε στὸ χωριὸ ὅτι τὸ παιδὶ εἶχε μία σπάνια ἀρρώστια καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ γιατρό. Ἐκεῖ μὲ χίλιες προφυλάξεις πέτυχε νὰ βαπτίσει τὸν γυιό του, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ χριστιανικὸ ὄνομα Χρῆστος, ἐνῷ στὸ χωριὸ τὸν φώναζαν Χαλήλ. Μοῦ ἀνέφερε ὅτι τὰ παιδιά του εἶχαν καλὲς δουλειὲς στὴν Ἀθήνα. Ὁ μὲν Κωνσταντῖνος εἶχε κατάστημα ψιλικῶν, ἦταν νυμφευμένος μὲ Ἑλληνίδα Χριστιανὴ καὶ εἶχε δύο παιδιά, τὸν Γιάννη, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα τὸ δικό του προτοῦ γίνει μουσουλμάνος καὶ τὴν Μαρία, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του. Ὁ Χρῆστος ἦταν ἐλεύθερος καὶ ἐργαζόταν σὲ μεγάλο ξενοδοχεῖο τῆς Ἀθήνας, ὡς μάγειρας. Τὸν ρώτησα ἂν θέλει νὰ μείνει στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ μοῦ εἶπε: «ἐγὼ γεννήθηκα, μεγάλωσα στὴν Τουρκία, ἐκεῖ εἶναι θαμμένοι καὶ οἱ γονεῖς μου, ἐκεῖ θέλω νὰ πεθάνω καὶ ἐγώ. Τὸ καθῆκον μου τὸ ἔκανα, τὰ παιδιά μου τώρα εἶναι Ἕλληνες καὶ ἐπίσημα καὶ Χριστιανοί. Ἐγὼ δὲν μπορῶ ν’  ἀλλάξω πίστη».

Τὰ περιστατικὰ ποὺ σᾶς περιέγραψα πιὸ πάνω εἶναι ἕνα ἐλάχιστο δεῖγμα ἐνδεικτικό, γιατί τὸ κείμενο θὰ ἦταν μεγάλο. Ἡ περιγραφή τους ἀκολουθεῖ τὸ σκεπτικὸ καὶ τὸν τρόπο ἔκφρασης τῶν πρωταγωνιστῶν.

Μὲ ὅσα σὲ συντομία ἀνεφέρθησαν, συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ πρόβλημα-φαινόμενο τῶν κρυπτοχριστιανῶν στὴν Τουρκία, εἶναι πλέον ἀναγνωρίσιμο καὶ ἀπὸ μερίδα τῆς τουρκικῆς κοινωνίας καὶ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸ ἐπίσημο τουρκικὸ κράτος. Ἐναπόκειται στὴ θέληση τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας, τῶν θεσμοθετημένων ὀργάνων τῆς Ὀρθοδοξίας, νὰ βρεῖ τὸν ἀνάλογο βηματισμὸ καὶ νὰ «ἐπέμβει» πέραν ἀπὸ πολιτικὲς ἢ ἐθνικὲς σκοπιμότητες, γιὰ τὸ συμφέρον πρῶτα ἀπ’  ὅλα τῶν κοινοτήτων αὐτῶν, ποὺ βιώνουν μία «ἰδιαιτερότητα» σ’ ἕνα περιβάλλον ἂν ὄχι ἐχθρικό, τουλάχιστον μὴ φιλικό.  



ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΑ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012