Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Οἱ ἁπλοί χωριάτες πού ἔβλεπαν τό ἄκτιστο φῶς



τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου

Ἔλεγα λοιπὸν 5 πράγματα, ἔβλεπα ὅτι ὁ κόσμος ἔ, ἄκουγε ὅ,τι ἄκουγε, γύρναγε ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ ἐντάξει συνέχιζε κανονικὰ τὴ ζωή του, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα.



Ἡ μοναξιὰ αὐτὴ ἤτανε βαρὺ αἴσθημα, ἔλεγα μὰ τί κάνω ἐγὼ σὰν παπὰς αὐτὴ τὴ στιγμή, τί νόημα ἔχει νὰ ξαναπάω τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ ξαναμιλήσω στὸ τάδε χωριὸ, ἀφοῦ πάλι… ναί, δὲν μποροῦσα, δὲν λέω ὅτι εἶναι εὔκολο ἀλλά, σήμερα σᾶς εἶπα διάλεξα νὰ μιλήσω δύσκολα, θέλω νὰ πῶ πιστεύω ὅτι τὸ ἀκροατήριο ἔχει τέτοιες δυνατότητες, ἀλλὰ ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ τότε, πάντως εἶχα μεγάλη δυσκολία.


Λοιπὸν κάποια στιγμή μοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς σὰν νὰ μοῦ ἔμαθε πολλὰ πράγματα.

Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς Κυριακές, τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, μοῦ λέει ὁ παπάς, ἕνας ἁπλὸς παπὰς καὶ δύο ἁπλοὶ-ἁπλούστατοι ἐπίτροποι, ἀγράμματοι ἄνθρωποι, πᾶμε νὰ πιοῦμε, πάτερ, ἕναν καφέ, προτοῦ φύγεις. Μὴν φύγεις ἔτσι, ἐντάξει.

Τελειώνει ἡ Λειτουργία, ἐγὼ πάντα θλιμμένα πολὺ μέσα στὴ μοναξιὰ κ.λ.π. κ.λ.π. κ.λ.π. Καὶ πᾶμε νὰ πιοῦμε τὸν καφὲ στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ.

Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ πίναμε τὸν καφέ, ξαφνικὰ γυρίζει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει:

– Λοιπὸν, πάτερ, (-μοῦ λέει) ἐγὼ μὲ τὸν κὺρ Γιάννη ἀπὸ ἐδῶ (-κὺρ Γιάννης ἦταν ὁ ἄλλος ὁ ἐπίτροπος) εἴχαμε μία ἀπορία.

Ὁ ναός μας ἐδῶ δὲν ἦταν καθαγιασμένος – δὲν εἶχαν γίνει ἐγκαίνια, ναὶ- ναί καὶ εἴχαμε τὴν ἀπορία, μὴ ὄντας καθαγιασμένος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, τὰ μυστήρια καὶ ἡ Θεία Λειτουργία δὲν ἦταν κανονικά;


Λέω ὤχ, ὢχ τί γίνεται ἐδῶ! τέτοια ἀπορία, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.

Καὶ λέει:

– Ξέρεις τί κάναμε, εἴπαμε νὰ κάνουμε τρεῖς ἑβδομάδες νηστεία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καὶ κάναμε, καὶ πραγματικὰ μία Κυριακὴ προτοῦ ἔλθει ὁ Δεσπότης νὰ κάνει τὰ αὐτά, εἴδαμε τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ξανὰ αὐτὸ τὸ φῶς.

Ἐγὼ ἄρχισα νὰ θορυβοῦμαι:

– Ποιὸ φῶς, τί φῶς;

– Ἐκεῖνο τὸ φῶς, τὸ ἀείφωτο, βλέπεις μετὰ τὸν ἥλιο καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σκοτάδι, ἕνα φῶς τὸ ὁποῖο κατεβαίνει καὶ βλέπεις πράγματα, πολλὰ πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, τὸ μέλλον ἐκεῖ μέσα κ.λ.π.

Ἄρχισα νὰ συγκλονίζομαι, εἶχα νὰ κάνω μὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου καὶ βέβαια καὶ ὁ ἄλλος εὐλογοῦσε ἐκεῖ καὶ ὁ ἁπλὸς ὁ παπὰς ἔλεγε κι αὐτὸς ναί, ναί, ἤτανε ὅλοι σάν…

Ἦταν συγκλονιστικὴ ἡ ἐμπειρία αὐτὴ γιὰ μένα, βέβαια δὲν σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλὰ ἄρχισα νὰ τὸν ψάχνω αὐτὸν τὸν ἐπίτροπο, αὐτὸν τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο.

– Πῶς ζεῖς ἐσύ, (ἀφοῦ ἔπαθα τὸ σὸκ τὸ ὁποῖο μὲ συνόδευε γιὰ χρόνια μετά). Πῶς ζεῖς ἐσύ;


– Ἒ πῶς ζῶ ἐγώ, φτωχά.


– Τί κάνεις, πῶς ἀκριβῶς περνᾶς τὴ μέρα σου, τί ἀκριβῶς κάνεις στὴ διάρκεια τῆς μέρας;


– Δὲν κάνω (-λέει) ἀπολύτως τίποτα, δὲν ἔχω (-λέει) κάποια ἰδιαίτερη αὐτή, ἀγαπῶ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ λίγη ὑπομονὴ κάνω. Λίγη ὑπομονὴ κάνω.


Εἶχε ὑπομονὴ αὐτός, ξέρεις τί θὰ πεῖ ὑπομονή; Ὑπομονὴ σημαίνει αὐτὸς ὁ σταυρὸς τῆς ἐλευθερίας νὰ ἀγκαλιάζει τοὺς ἄλλους.

Ἐκεῖ μέσα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.

Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλειῶδες δίδαγμα, ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι βιωμένη φυσιολογία, μὴ νομίζετε ὅτι ὁ ἡσυχασμός, ἐσεῖς οἱ θεολόγοι, εἶναι ἀτομικὴ ἐπίδοση ὅπως κάνουν οἱ ἰνδουιστὲς ἢ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι καταργοῦνε τὸ θέλημα γιὰ νὰ δοῦνε τὰ θεάματα.

Εἶναι αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα στὴν κοινωνία, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνονται μεγάλες ἀποκαλύψεις τὶς ὁποῖες ἐγὼ φυσικά, ὡς ὑποψήφιος διδάκτωρ καὶ μετέπειτα δὲν ἀξιώθηκα, οὔτε ἀξιώθηκα ἔκτοτε.

Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σας.

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Ἐν Ἐσόπτρῳ
Τριμηνιαία ἔκδοση Ἱ. Μ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
Ἰανουάριος-Φεβρουάριος -Μάρτιος 2011 – τεῦχος 29

Εἰκόνα ἀπὸ: flickriver

τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»