Είναι στιγμές που θες να κρυφτείς στο προσωπείο που η κοινωνία σ’ έχει αναγκάσει να φοράς και στιγμές που ταπεινώνεσαι και υποκλίνεσαι στο μεγαλείο κάποιων άσημων για μας, αλλά αληθινών και μεγάλων στα μάτια του Θεού αδερφών μας.
Είχε μόλις ξεκινήσει η ακολουθία του Ακαθίστου και εγώ, ως υπεύθυνος για την επιστασία μιας εκκλησίας σε κάποια περιοχή των Χανίων, τοποθετούσα επιπλέον κεριά στο παγκάρι του ναού. Δίπλα στο μανουάλι βρισκόταν όρθιο ένα παλληκάρι 40 περίπου χρονών, που με περισσή ευλάβεια έσβηνε και απομάκρυνε τα μεσοκομμένα κεριά.
Η ιστορία του τραγική. Ποτέ δεν είχαμε μιλήσει, μονάχα είχα ακούσει γι’ αυτόν ότι είχε χάσει πρώτα τη μητέρα και έπειτα τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Ο θάνατος του πατέρα του μάλιστα ήταν αυτό που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του. Δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει. Το τελευταίο στήριγμα της ζωής του είχε μόλις φύγει και αυτός, μόνος και έρημος, κλείστηκε στον εαυτό του. Τα πάντα άλλαξαν εν μια νυκτί. Το συνετό και έξυπνο παιδί, ο αριστούχος μαθητής έγινε σκιά του εαυτού του. Η μόνη συντροφιά ήταν οι αναμνήσεις του παρελθόντος και τα πάσης φύσεως αντικαταθλιπτικά χάπια που οι γιατροί του συνταγογραφούσαν. Ο Γιώργος είχε ήδη ενδυθεί το μανδύα του τρελού.
Ένα άκακο παιδί που δεν πείραξε ούτε ένα τοσοδούλικο μυρμήγκι, είχε καταστεί ο περιθωριακός της κοινωνίας. Αυτός ο άκακος και άδολος αδελφός μας σήκωνε ένα σταυρό που ουδέποτε μπορούσα να πιστέψω, μέχρι που ένας γνωστός μου μού μίλησε γι’ αυτόν, αποκαλώντας τον ως Άγιο!
Μόλις με είδε στο παγκάρι, κατάλαβε ότι είχα την ευθύνη του χώρου και, νοιώθοντας πιθανόν άσχημα που δεν με ρώτησε για το έργο που αυτοβούλως ο ίδιος ανέλαβε, ήρθε κοντά μου για να απολογηθεί.
«Συγχωρέστε με που σβήνω τα κεριά», μου αποκρίθηκε με ένα βλέμμα γεμάτο αγαθότητα. Απέναντι σ’ αυτό το άκακο πλάσμα, δεν μπορούσα να πω κάτι λιγότερο ή περισσότερο από ένα μπράβο. «Σ’ ευχαριστώ αδερφέ. Δεν χρειάζεται να ρωτάς, εσύ είσαι το αφεντικό στα κεριά!».
Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική. «Όχι, εγώ... είμαι τρελός».
Αυτές οι τέσσερεις λέξεις έθιξαν το εγώ μου. Έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάζω αυτόν τον «τρελό», μια στάμπα που η κοινωνία, εμείς του είχαμε προσδώσει, να γυρνάει με σκυφτό το κεφάλι πίσω στο λειτούργημά του.
Δεν ήθελε συγχαρητήρια και μπράβο, γιατί απλώς δεν τα είχε ανάγκη. Ήταν ο αληθινός υπηρέτης της Παναγίας που η ίδια τον έστειλε για να κοσμήσει το σπίτι της. Και όπως σεμνά, ταπεινά και αθόρυβα ήλθε, έτσι και έφυγε μετά το πέρας των Χαιρετισμών. Χωρίς να κοιτάξει, πίσω, χωρίς να κουβεντιάσει και να δεχθεί ευχές. Μόνος και κρυμμένος από τον κόσμο ή καλύτερα κρυμμένος από την υποκρισία του κόσμου.
Αυτός ο «τρελός» υποσυνείδητα έγινε ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου. Αποτέλεσε τη μαχαιριά που χτύπησε το καλούπι του μορφωμένου και εξυπηρετικού επιστήμονα που περιχαρακωμένος στο ανικανοποίητο εγώ, προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.
Αυτός ο «τρελός» με το γαλήνιο βλέμμα αποτέλεσε την αρχή του τέλους της κενοδοξίας μου.
Αυτός ο «τρελός» είχε κερδίσει τον απόλυτο σεβασμό μου…
Νεκτάριος Νικολακάκης
Είχε μόλις ξεκινήσει η ακολουθία του Ακαθίστου και εγώ, ως υπεύθυνος για την επιστασία μιας εκκλησίας σε κάποια περιοχή των Χανίων, τοποθετούσα επιπλέον κεριά στο παγκάρι του ναού. Δίπλα στο μανουάλι βρισκόταν όρθιο ένα παλληκάρι 40 περίπου χρονών, που με περισσή ευλάβεια έσβηνε και απομάκρυνε τα μεσοκομμένα κεριά.
Η ιστορία του τραγική. Ποτέ δεν είχαμε μιλήσει, μονάχα είχα ακούσει γι’ αυτόν ότι είχε χάσει πρώτα τη μητέρα και έπειτα τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Ο θάνατος του πατέρα του μάλιστα ήταν αυτό που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του. Δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει. Το τελευταίο στήριγμα της ζωής του είχε μόλις φύγει και αυτός, μόνος και έρημος, κλείστηκε στον εαυτό του. Τα πάντα άλλαξαν εν μια νυκτί. Το συνετό και έξυπνο παιδί, ο αριστούχος μαθητής έγινε σκιά του εαυτού του. Η μόνη συντροφιά ήταν οι αναμνήσεις του παρελθόντος και τα πάσης φύσεως αντικαταθλιπτικά χάπια που οι γιατροί του συνταγογραφούσαν. Ο Γιώργος είχε ήδη ενδυθεί το μανδύα του τρελού.
Ένα άκακο παιδί που δεν πείραξε ούτε ένα τοσοδούλικο μυρμήγκι, είχε καταστεί ο περιθωριακός της κοινωνίας. Αυτός ο άκακος και άδολος αδελφός μας σήκωνε ένα σταυρό που ουδέποτε μπορούσα να πιστέψω, μέχρι που ένας γνωστός μου μού μίλησε γι’ αυτόν, αποκαλώντας τον ως Άγιο!
Μόλις με είδε στο παγκάρι, κατάλαβε ότι είχα την ευθύνη του χώρου και, νοιώθοντας πιθανόν άσχημα που δεν με ρώτησε για το έργο που αυτοβούλως ο ίδιος ανέλαβε, ήρθε κοντά μου για να απολογηθεί.
«Συγχωρέστε με που σβήνω τα κεριά», μου αποκρίθηκε με ένα βλέμμα γεμάτο αγαθότητα. Απέναντι σ’ αυτό το άκακο πλάσμα, δεν μπορούσα να πω κάτι λιγότερο ή περισσότερο από ένα μπράβο. «Σ’ ευχαριστώ αδερφέ. Δεν χρειάζεται να ρωτάς, εσύ είσαι το αφεντικό στα κεριά!».
Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική. «Όχι, εγώ... είμαι τρελός».
Αυτές οι τέσσερεις λέξεις έθιξαν το εγώ μου. Έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάζω αυτόν τον «τρελό», μια στάμπα που η κοινωνία, εμείς του είχαμε προσδώσει, να γυρνάει με σκυφτό το κεφάλι πίσω στο λειτούργημά του.
Δεν ήθελε συγχαρητήρια και μπράβο, γιατί απλώς δεν τα είχε ανάγκη. Ήταν ο αληθινός υπηρέτης της Παναγίας που η ίδια τον έστειλε για να κοσμήσει το σπίτι της. Και όπως σεμνά, ταπεινά και αθόρυβα ήλθε, έτσι και έφυγε μετά το πέρας των Χαιρετισμών. Χωρίς να κοιτάξει, πίσω, χωρίς να κουβεντιάσει και να δεχθεί ευχές. Μόνος και κρυμμένος από τον κόσμο ή καλύτερα κρυμμένος από την υποκρισία του κόσμου.
Αυτός ο «τρελός» υποσυνείδητα έγινε ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου. Αποτέλεσε τη μαχαιριά που χτύπησε το καλούπι του μορφωμένου και εξυπηρετικού επιστήμονα που περιχαρακωμένος στο ανικανοποίητο εγώ, προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.
Αυτός ο «τρελός» με το γαλήνιο βλέμμα αποτέλεσε την αρχή του τέλους της κενοδοξίας μου.
Αυτός ο «τρελός» είχε κερδίσει τον απόλυτο σεβασμό μου…
Νεκτάριος Νικολακάκης