Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Βουλευτές: Δεν βούλονται. Δεν βουλεύονται. Βολεύονται!





άρθρο του δασκάλου Σάββα Ηλιάδη 


Η Βουλή των Ελλήνων! Ποια είναι οι άνθρωποι που την συγκροτούν; Υπάρχουν μέσα ψυχές, έστω κάποια ελάχιστα πρόσωπα, που να έχουν συναίσθηση της κύριας και ιστορικά διαχρονικής αποστολής τους μέσα σ` αυτόν τον «ναό», όπου διαδραματίζεται και τελικά διαμορφώνεται η μοίρα του ελληνικού λαού;


Ελάχιστα, όχι πολλά. Να κάνουν την υπέρβαση. Να ορθώσουν λόγο αληθείας και, αν χρειαστεί, να επιστρέψουν την εξουσιοδότηση στο λαό, ομολογώντας την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στο έργο της αποστολής τους, για όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα;

Είναι, αλήθεια πως υπάρχουν μέλη πολλών «ταχυτήτων» στη Βουλή. Προερχόμενοι από διάφορους «χώρους». Πολλοί όμως από αυτούς είναι από την επαρχία και μάλιστα γνήσια χωριατόπαιδα. Από το αίμα μας. Σ` αυτούς θα μείνουμε. Αυτοί μας ενδιαφέρουν. Διότι είναι σάρκα από τη σάρκα μας. Προέρχονται μάλιστα από μικρά χωριά, στα οποία μεγάλωσαν και ανατράφηκαν μαζί μας. Μαζί πηγαίναμε σχολείο, μαζί τρώγαμε το κομμάτι το ξερόψωμο και την ελιά από μισή. Έζησαν τη φτώχεια μαζί με μας, τους χωριανούς τους και πιο άμεσα και πιο ζωντανά, με μας τους συνομηλίκους τους.

Πήγαμε στο γυμνάσιο και στο πανεπιστήμιο και μέναμε σε οικοτροφεία και φοιτητικές λέσχες ή σε οικοτροφεία Μητροπόλεων ή ενοριών ή και σε φιλανθρωπικά ιδρύματα με ελάχιστη οικονομική επιβάρυνση και τρώγαμε σε συσσίτια. Μεγαλώσαμε με στερήσεις. Ζήσαμε την απλή ζωή. Διδαχτήκαμε αξίες. Και κάποιοι από μας βρέθηκαν εκεί στο αξίωμα του βουλευτή, συνοδευόμενοι από εμπειρίες, μέσα από αυτό το ιστορικό της ζωής τους. Δεν έχουν καμιά σχέση με αυτούς που προέρχονται από μεγάλα τζάκια, που δεν έζησαν τη φτώχεια, την εξουδένωση, οικονομική και κοινωνική, και την αγωνία της επιβίωσης.

Έζησαν μέσα σε σπίτι καλυβάκι, δούλεψαν στο χωράφι με την τσάπα, το φτυάρι και τον κασμά. Ανέβηκαν στο βουνό με το γαϊδουράκι, να κόψουν ξύλα για το χειμώνα. Ντύθηκαν παλιόρουχα, που τους τα χάριζαν οι συμμαθητές τους ή τα φιλανθρωπικά της Εκκλησίας. Πέρασαν χειμώνες πολλούς με ένα παλτουδάκι χιλιοφορεμένο. Κυκλοφόρησαν άπλυτοι και απεριποίητοι, άφραγκοι και πεινασμένοι. Παρακολούθησαν λαθραίο καλοκαιρινό σινεμά πίσω από την οθόνη και ποδοσφαιρικό αγώνα απάνω στα ντουβάρια του γηπέδου. Κάναμε μαζί αγγαρείες για πενταροδεκάρες. Ζήσαμε μαζί τους, κυριολεκτικά με απόλυτο συγχρωτισμό. Με απλά λόγια: Σαν ένα σώμα! ( χρως-χρωτός [ο]= σώμα: συν+ χρως).

Αφού έφαγαν χώμα, για να μεγαλώσουν και να ορθοποδήσουν και πήραν το δρόμο της πολιτικής, (πολλούς τους προέκυψε) πήγαν και κόλλησαν κοντά σ` αυτούς τους επιτήδειους του επικρατούντος συστήματος, που, έτσι κι αλλιώς τους έχουν και θα τους χρησιμοποιούν για νεροκουβαλητές στα σχέδιά τους. Βολεύτηκαν, αφού εξασφάλισαν τα παρόντα και ξέχασαν, λησμόνησαν, διέγραψαν τα πάντα από τη μνήμη και τη συνείδησή τους. Στο όνομα της βολής. Πρόδωσαν τους συμμαθητές τους, τους φίλους, τους συγχωριανούς τους, τους προγόνους τους, την πίστη τους, την παράδοσή τους. Εκτός κι αν δεν την είχαν πιστέψει ποτέ! Όλοι; Δεν μπορεί!

Μένουν άπραγοι, παροπλισμένοι, εργαλεία χρήσιμα μόνο για τα αφεντικά τους. Μένουν στο κόμμα και στην «ιδεολογία», ενώ βλέπουν – δεν μπορεί να μην βλέπουν – τους χωριανούς, τους συγγενείς, τους συμμαθητές και τους φίλους να αγωνιούν, να κλαίνε για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, που έχουν μπει στο στόχαστρο μιας φριχτής, ανώμαλης πραγματικότητας. Και δεν ξεσηκώνονται. Και ανέχονται. Και σιωπούν.

Παράξενο! Φοβερά παράξενο! Δεν τους ελέγχει η κατάσταση αυτή; Κι αν αυτοί δεν νοιάζονται για το κακό που συμβαίνει, δεν τους συγκινεί ο πόνος και η αγωνία των δικών τους ανθρώπων; Και καλά τώρα που είναι παραζαλισμένοι από τα φώτα της δόξας της δημοσιότητας και της εξουσίας. Πώς θα δούνε κατάματα τον εαυτό τους, όταν μια μέρα θα σβήσουν όλα; Διότι, δεν μπορεί, θα έρθει η ώρα εκείνη και θα είναι πολύ οδυνηρή, θα είναι η κόλασή τους. «Ό,τι κάνεις κι ό,τι πεις, τα στερνά να στοχαστείς», λέει ο λαός.

Η πατρίδα μας δέχεται ανοιχτή επίθεση από ανεμοστρόβιλο και κατακλύζεται από ανώμαλες, πρωτόγνωρες πρακτικές, αισχίστου βαθμού, με στόχο τα ανυπεράσπιστα παιδιά κι αυτοί σιωπούν εγκληματικά! Πώς αντέχουν τις τύψεις των συνειδήσεών τους; Διότι έχουν τύψεις κι ας μην θέλουν να το ομολογήσουν. Είναι δυνατόν να μην τους έχει μείνει τσίπα! Τους αποδυνάμωσαν τόσο; Μα γίνεται τόσο άγριο «ξεδόντιασμα»; Είναι πραγματικά ένα τρομερό ερώτημα.

Όχι! Μην τους απαξιώνουμε. Έχουν συνείδηση! Πήραν δυνατά βιώματα και ξέρουν πως έχουν να ξοφλήσουν μεγάλες «επιταγές» του παρελθόντος. Χρωστούν και πρέπει να ανταποδώσουν. «Η χάρη θέλει αντίχαρη», λέει πάλι ο λαός και περιμένει. Περιμένει, διότι πιστεύει ακόμη πως είναι δικοί τους άνθρωποι. Όχι τόσο από τους μικρούς στην ηλικία, αλλά από «τις παλιές καραβάνες». Δεν θα αναφέρω ονόματα. Εξάλλου, δε χρειάζεται, διότι όλοι μας, διαβάζοντας το κείμενο, φέρνουμε κάποιον ή κάποιους στο νου.

Πώς αντέχουν το μαρτύριο της συνειδήσεως; ΠΩΣ; Να περιμένουμε; Ή εις μάτην;

Σάββας Ηλιάδης

Δάσκαλος Κιλκίς, 13-3-2017


https://oikohouse.wordpress.com