Είχαν γίνει γιά μένα ζητήματα ζωής καί θανάτου. Δέν μπορούσα νά ζώ, όσο δέν ήξερα τίς άπαντήσεις. Δεν ήταν ένας θεωρητικός προβληματισμός. Δέν αναρωτιόμουν γιά τόν ρόλο τού ανθρώπου στό σύμπαν. Δέν μέ απασχολούσε γιατί δημιουργήθηκε ό άνθρωπος ή ό κόσμος, αλλά γιατί γεννήθηκα εγώ καί ποιος ήταν ό δικός μου ρόλος στή ζωή. Δέν φιλοσοφούσα μέ τόν νού ή μέ τή λογική. Όλο μου τό είναι, ή ψυχή καί τό σώμα, ολόκληρη ή ύπαρξή μου άγωνιούσε καί ποθούσε απαντήσεις στά ύπαρξιακά αύτά ερωτήματα.
Φοβόμουνα... Είχα χάσει τήν επαφή μου μέ τή ζωή και μέ τόν κόσμο που ήξερα. Ήμουν έξόριστος μέσα στό οικείο μου περιβάλλον καί αναζητούσα καταφύγιο καί μόνωση μέσα στήν καρδιά μου. Αισθανόμουν μόνος καί έγκαταλελειμμένος σέ μία άβυσσο. ’Ηταν νύκτα καί σκοτάδι και δυσκολευόμουν νά περπατήσω. Τό φεγγάρι είχε χαθεί, ό δρόμος ήταν τραχύς καί παντού παραμόνευαν έχθροί...
Είχα δοκιμάσει άπό τό δέντρο της γνώσης καί απέκτησα ξαφνικά τή γνώση τού καλού καί τού κακού. ’Έβλεπα τον ήλιο καί τό φεγγάρι, αλλά, αντί νά θαυμάζω τό μεγαλείο τους, άπελπιζόμουν πού χάνονταν καί ξέφτιζαν. Ατένιζα τόν ούρανό καί τή θάλασσα, αλλά, αντί νά άντικρύζω την ομορφιά τους, θρηνούσα γιά τή φθορά τους. Παρατηρούσα τά ζωντανά πλάσματα καί, άντί νά εντυπωσιάζομαι από τό θαύμα τής ζωής, θλιβόμουν γιά τή θνητότητά τους. «Όλα είναι μάταια... τά πάντα είναι ματαιότητα. Σε τί ωφελείται ό άνθρωπος άπ’ όλο του τόν μόχθο καί τη σκληρή του δουλειά; Ή μιά γενιά περνάει καί άλλη έρχεται, καί μόνο ή γη μένει πάντοτε ή ίδια. Ό ήλιος προβάλλει στήν ανατολή καί χάνεται στή δύση τρέχει νά βρεθεί στόν τόπο του, γιά νά φανεί καί πάλι τήν άλλη μέρα. Ό άνεμος φυσάει πρός τόν νότο, γυρίζει πρός τόν βορρά, πηγαίνει καί ξανάρχεται καί κινά καί πάλι από τήν αρχή.
Ολοι οι ποταμοί χύνονται στή θάλασσα, μά ή θάλασσα ποτέ της δέν γεμίζει- ξαναγυρίζουν τά νερά πρός τίς πηγές των ποταμών, γιά νά κυλήσουν καί πάλι. Πόσο είναι όλ’ αυτά άνιαρά! Αλλάζουν τόσο γρήγορα, πού κανείς δέν μπορεί νά τά παρακολουθήσει καί πολύ περισσότερο μέ λόγια νά τά περιγράφει. Τό μάτι δέν θά δει ποτέ αρκετά γιά νά χορτάσει ούτε τό αυτί θά άκούσει άρκετά.
Αυτό πού υπήρξε, αυτό καί θά υπάρχει- κι αυτό πού έγινε, τό ίδιο θά επαναληφτεί. Τίποτα δέν είναι καινούργιο εδώ στη γη. Άν πει κανείς γιά κάποιο πράγμα, “νά και κάτι καινούργιο!”, θά έχει κάνει λάθος. Στήν πραγματικότητα αυτό υπήρχε πολύ πριν από μάς. Αλλά κανείς δέν θυμάται όσα έχουν γίνει από παλιά, όπως καί αυτά πού πρόκειται νά γίνουν κανένας δέν θά τά θυμάται άπ’ όσους μέλλουν νά τά διαδεχθούν».
Ό Θεός έδειξε τόσο μεγάλο έλεος σέ μένα, ώστε «άνηλεώς» νά επιτρέψει νά βιώσω υπαρξιακά τήν πτώση του ανθρώπου. Τότε, στά δεκαπέντε μου χρόνια, είχα μία όντολογική εμπειρία τοϋ προπατορικού αμαρτήματος καί των συνεπειών του. «Ή γή ήταν έπικατάρατος», γεμάτη «άκάνθας και τριβόλους», καί έγώ άναγκαζόμουν νά φάω«τον χόρτον του αγρού», αλλά καί νά έργασθώ «έν ίδρώτι του προσώπου μου», γιά νά εξασφαλίσω «τον άρτον μου»,μέχρι νά «άποστρέψω εις τήν γην, έξ ής έλήφθην»· διότι «γή είμί καί εις γην άπελεύσομαι».
Είχα δείξει άνυπακοή στόν Θεό καί είχα φάει από το άπαγορευμένο δέντρο. Είχα εξοριστεί από τόν κήπο της Εδέμ καί δέν μπορούσα πιά νά πλησιάσω τό δέντρο της ζωής. Στήν εχθρική χώρα πού ήμουν εξόριστος, είχα αποκτήσει τή γνώση του καλού καί του κακού. Βρισκόμουν σε ένα σταυροδρόμι κι έπρεπε νά διαλέξω τόν δρόμο πού θα άκολουθούσα. Όμως, τό νά έπιλέξω τή σωστή κατεύθυνση δέν ήταν καθόλου μά καθόλου εύκολο...
ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΕΛΑΧΒΑΡΤΖΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΙΡΑΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ