Ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ ἀνέκαθεν συνδέθηκε μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανίων, τὴν ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος καὶ τὴν ἐν γένει βαπτισματικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας μὲ ὅ,τι αὐτὴ προβλέπει γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ὕδατος.
Συγκεκριμένα ὁ μεγάλος ἁγιασμὸς τελοῦνταν τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων, κατὰ τὴν παννυχίδα, μετὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, σὲ ἀνάμνηση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου.
Οἱ πιστοὶ ἔπαιρναν νερό, ἔπιναν καὶ ράντιζαν ἑαυτοὺς καὶ τὰ σπίτια τους καὶ στὴ συνέχεια στὸ ἁγιασμένο νερὸ βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος περιγράφει τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς του κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς οἱ χριστιανοὶ «ἅπαντες ὑδρευσάμενοι οἴκαδε τὰ νάματα ἀποτίθενται καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον φυλάττουσιν, ἄτε δὴ σήμερον ἁγιασθέντων τῶν ὑδάτων». Ἀργότερα, ὅταν πλέον δὲν ὑπῆρχε ἡ τάξη τῶν κατηχουμένων, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξὺ γενικεύθηκε ὁ νηπιοβαπτισμὸς (στ΄ αἰ.), ἡ πράξη τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ ὕδατος διατηρήθηκε συνδεδεμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανίων καὶ τὴ βάπτιση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἀποκτώντας σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ ἄλλη σημασία, αὐτὴ τῆς ἀνανέωσης τῆς χάριτος τοῦ βαπτίσματος ποὺ δεχθήκαμε ὁ καθένας ἀπό μᾶς.
Ὁ Π. Τρεμπέλας μὲ βάση ἐσωτερικὰ κριτήρια σύγκρισης τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων θεωρεῖ ὅτι ἡ δεύτερη εἶναι ἡ τροποποιημένη ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος Γναφεὺς (465-475), πρὸς διεκόλυνση τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ πάρουν οἱ ἴδιοι ἁγιασμὸ καὶ νὰ ραντίσουν τὰ σπίτια τους, ὅρισε νὰ τελεῖται ὁ ἁγιασμὸς καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ τὸ ἑσπέρας. Ἔτσι ξεχώρισαν δυὸ ἀκολουθίες Μεγάλου ἁγιασμοῦ. Πρῶτα ὁ ἁγιασμὸς τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων γιὰ ἁγιαστικὴ χρήση τῶν χριστιανῶν καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῆς κυριώνυμης ἡμέρας ποὺ συνδεόταν μὲ τὴ βάπτιση τῶν κατηχουμένων. Τὸν στ΄ αἰώνα, ἔξωθεν τοῦ ναοῦ, στὴ φιάλη, ποὺ βρισκόταν στοὺς μεσαύλους τῶν ναῶν, μαρτυρεῖται ἡ τέλεση ἀκολουθίας ἁγιασμοῦ.
Ο Γ. Μπεκατῶρος τὴ σχέση τῶν δυὸ ἀκολουθιῶν τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ ὁριοθετεῖ ὡς ἑξῆς: Οἱ συγγενεῖς αὐτὲς ἀκολουθίες, διαφορετικὲς κατ’ ἀρχήν, ἐπέδρασαν ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης. Ἡ κατὰ τὴν ἑσπέρα τελουμένη ἀκολουθία ἁγιασμοῦ τοῦ ὕδατος, ποὺ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκτενῆ ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος ἦταν στὴν ἀρχὴ σύντομη, σιγά-σιγὰ πλουτίστηκε μὲ πρόλογο, μὲ τὴν προσθήκη ἀποσπασμάτων ἀπὸ ἐπίκαιρες ἑορταστικὲς ὁμιλίες. Αὐτὲς οἱ προσθῆκες ἔγιναν γιὰ νὰ μὴν ὑπολείπεται τῆς ἄλλης ἀκολουθίας τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ γιὰ νὰ ἐξαρθεῖ τὸ ἑορταζόμενο γεγονὸς τῆς ἡμέρας. Ἀργότερα, λόγῳ τῆς μή ὕπαρξης τῆς τάξης τῶν κατηχουμένων καί τῆς ἐγκατάλειψης τῶν προβαπτισματικῶν τελετῶν, ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ ὕδατος γιά τό βάπτισμα, ἀφοῦ ἔχασε πλέον τή λαμπρότητά της, προσέλαβε τόν πρόλογο ἀπό τήν ἑσπερινή ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπῆλθε πλήρης ἐξομοίωση τῶν δύο αὐτῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ, τήν παραμονή καί τήν κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων61.
Ὁ Π. Τρεμπέλας, σὲ σχέση πάντα μὲ τὶς δυὸ ὡς ἄνω ἀκολουθίες Μεγάλου ἁγιασμοῦ καὶ ἐπὶ τὴ βάσει τῆς μελέτης τῆς χειρόγραφης παράδοσης, συμπερασματικῶς καταλήγει: «κατὰ ταῦτα ἐξηγεῖται πληρέστατα ἡ ἐν τοῖς παλαιοῖς χειρογράφοις διάκρισις δύο ἀκολουθιῶν, τῶν ὁποίων ἡ μία μὲν προσομοιάζουσα μᾶλλον πρὸς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ βαπτίσματος ὁρίζεται νὰ τελεῖται «ἔσω ἐν τῷ ναῷ», ἡ ἑτέρα δὲ ἐν τῇ φιάλῃ τοῦ μεσαύλου. Ἔσω ἐν τῷ ναῷ τὸ κατ’ ἀρχὰς ἤδη, ἐν τῷ προσηρτημένῳ ἐν τῷ ναῷ βαπτιστηρίῳ, καθηγιάζετο τὸ διὰ τὸ βάπτισμα τῶν κατηχουμένων ὕδωρ. Ὅταν δὲ ἐκλιπόντων τῶν κατηχουμένων, ὁ διὰ τὸ βάπτισμα τούτων καθαγιασμὸς συνεκράθη πρὸς τὸν ἁγιασμὸν τοῦ ὕδατος τῶν Θεοφανίων, ἐξηκολούθησεν ἡ ἐκ τοῦ βαπτίσματος προελθοῦσα ἀκολουθία (ἁγιασμοῦ) τοῦ ὕδατος τῶν Θεοφανίων νὰ γίνηται ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ὡς ὁρίζεται ἐν τοῖς παλαιοτέροις χειρογράφοις. ὁ πρότερον δὲ πρὸς ὕδρευσιν γενικὴν τῶν πιστῶν γινόμενος ἐν τῇ φιάλῃ τοῦ μεσαύλου κατὰ τὴν ἑτέραν ἀκολουθίαν ἁγιασμοῦ τοῦ ὕδατος μετὰ τὴν ὡς ἄνω σύγκρασιν παρεμερίσθη καὶ βαθμηδὸν μετέπεσεν εἰς ἀχρηστίαν, ἀνικατασταθείς πλήρως ὑπὸ τοῦ κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ βαπτίσματος διαμορφωθέντος καθαγιασμοῦ τοῦ ὕδατος, ὅπως κατὰ πράξιν ὑπὸ τῶν νεωτέρων κωδίκων μαρτυρουμένην ἐκράτησε νὰ τελῆται ἐν τῇ φιάλῃ». Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τὸ 570 μ.Χ ὁ δυτικὸς προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων Ἀντωνῖνος περιγράφει τὸ πῶς γινόταν ὁ ἁγιασμὸς τοῦ ὕδατος στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανίων, ἡ λήψη τοῦ ἁγιασμένου ὕδατος ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ἰδίων καὶ τῶν οἴκων τους καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ βάπτιση τῶν κατηχουμένων.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ ὁπωσδήποτε ἔχει ἱεροσολυμιτική καταγωγή, ὅπου διασώζεται ἰσχυρὴ ἡ ἀνάμνηση τῆς βάπτισης τοῦ Κυρίου ὑπὸ τοῦ Προδρόμου στὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἡ ἀκολουθία αὐτὴ διαδόθηκε στὴν Ἀντιόχεια, κατόπιν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Αὐτὸ ἑρμηνεύει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σημερινὴ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ παραδοσιακὰ ἀποδίδεται στὸ Σωφρόνιο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων (+638)64.
Ο Π. Τρεμπέλας συμφωνώντας μὲ τὸν Conybear, δὲ δέχεται τὸ Σωφρόνιο ὡς συντάκτη τῆς εὐχῆς «Μέγας εἶ Κύριε…». Δέχεται ὅτι ὁ Σωφρόνιος εἶναι ὁ συντάκτης τῶν ἐναρκτήριων τροπαρίων ἰδιόμελων τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ καὶ ἔπαιξε ἕνα ρόλο ρυθμιστὴ τῆς τάξης καὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία καὶ αὐτὸς ὑποστηρίζει ὅτι διαμορφώθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος σχετικὰ ἀναφέρει ὅτι ὁ Σωφρόνιος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ: «διακοσμητὴς τῆς ἀκολουθίας, προσθέσας ἐν ἀρχῇ αὐτῆς τὰ εἰσαγωγικὰ τροπάρια, ἐξ ὧν τὸ ὄνομά του ἐκπεσὸν ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν εὐχῶν ἐξ ἀβλεψίας ἀντιγραφῆς». Ἀκόμη μία ἀπόδειξη τῆς ἀρχαιότητας τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ συναντᾶται σὲ διάφορες ἐκδοχὲς παρόμοιες μεταξὺ τους στοὺς λειτουργικοὺς τύπους τῶν ἀρχαίων ἀνατολικῶν ἐκκλησιῶν (προχαλκηδονίων) καὶ ἐπηρέασε κατὰ μέγα μέρος ἀκόμη καὶ τὸν ἀνάλογο ρωμαιοκαθολικὸ τύπο. Βέβαια, πέραν τῶν προβληματισμῶν γιά τήν καταγωγή τῆς καθαγιαστικῆς εὐχῆς τοῦ Μεγάλου ἁγιασμοῦ καί τόν ἀκριβῆ προσδιορισμό τοῦ συντάκτου της, θά συμφωνήσουμε ἀσφαλῶς μέ τόν Ene Branisţe ὅτι ἡ εὐχή αὐτή εἶναι μία ἀπό τίς ἀνεπανάληπτες ὀρθόδοξες εὐχολογικές δημιουργίες, τόσο γιά τό βαθύ θεολογικό της νόημα, ὅσο καί γιά τή μορφή καί τόν τόνο της πού θυμίζει τούς πανηγυρικούς λόγους στίς δεσποτικές καί θεομητορικές ἑορτές τῆς σχετικῆς Πατερικῆς Γραμματείας. Γι’ αὐτό καί δίκαια ὀνομάστηκε «ὁ ὕμνος τῶν Θεοφανίων» (γιά τό χαρακτηρισμό αὐτό παραπέμπει στό P.de Puniet, La fête de l’Epiphanie et l’hymne du Batême au rit grec, στό περιοδ. «Rassegna Gregoriana», τεῦχ. 5, 1906, σ. 497-514).
Ὡς δομή ἔχει καθαρή ἀναλογία μέ τήν εὐχή τῆς μεγάλης ἀναφορᾶς τῆς θείας λειτουργίας μέ τά ἴδια εὐχολογικά μέρη καί τήν ἴδια ἀλληλουχία ἰδεῶν τῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς (πρόλογος ἤ εὐχαριστία μέ δοξολογικό χαρακτήρα, ἀνακεφαλαίωση ἤ ἀνάμνηση, ἐπίκληση καί δίπτυχα ἤ εὐχές μεσιτείας γιά τήν ἔλευση τῶν εὐεργετικῶν ἀγαθῶν τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ ὕδατος πάνω σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία).
*(Απόσπασμα από σχετικό άρθρο του π.Κων/νου Καραϊσαρίδη,καθηγητού Α.Π.Θ)
πηγή:https://simeiakairwn.wordpress.com