(Φωτ.: Δημήτρης Χαρισιάδης)
Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου ο κόσμος βρισκόταν ήδη στις δουλειές του. Από τα χαράματα ξεκινούσαν, γιατί ήταν η εποχή που μάζευαν τις ελιές. Ήμασταν κι εμείς στον ελαιώνα και μαζεύαμε τις ελιές στο Γκριντίσι.
Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο αδερφός μου ο Χρήστος, ο οποίος δούλευε στα μεταλλεία της Γερακινής, και μας ανακοίνωσε με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο ότι οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Το είχε μάθει από το μοναδικό ραδιόφωνο που βρισκόταν στο καφενείο του Ιωσήφ. Τσουβαλιάσαμε τις ελιές, τις φορτώσαμε στα ζώα και κινήσαμε για το σπίτι. Ήταν ήδη απόγευμα. Στην αγορά (πλατεία του χωριού) μάθαμε ότι είχε φύγει η πρώτη αποστολή για το Μέτωπο.
Μόλις νύχτωσε ήρθαν κι άλλα παλικάρια που είχαν επιστρέψει από τις εργασίες τους στα χωράφια και ξεκινήσαμε για τον Πολύγυρο, τραγουδώντας.
Φτάσαμε χαράματα. Εκεί μας έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Φτάσαμε στο Πανόραμα κι εκεί μας έντυσαν και μας κατέταξαν, κι αφού σχημάτιζαν λόχους τους έστελναν στο Μέτωπο. Έμεινα εκεί δύο μέρες και μοίραζα τρόφιμα. Στη συνέχεια μας πήγαν στο 3ο Σώμα Στρατού. Τα ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν και βομβάρδιζαν τη Θεσσαλονίκη. Μία από τις βόμβες έπεσε στην Έκθεση. Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε για την Αλβανία. Το βράδυ φτάσαμε πεζοπορία στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) κι εκεί διανυχτερεύσαμε. Μέσα στη νύχτα πριν καλά-καλά ξημερώσει προχωρήσαμε για τη Βέροια. Ανήκαμε στη 17η Μεραρχία.
Ο πρώτος βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης
Μαζί με το Στέργιο Τσινά, τον Γιάννη Συρίκα και τον Πατσιούρα Χρήστο και άλλους αποτελέσαμε τη φρουρά του Στρατηγείου. Εκεί μείναμε για οκτώ ημέρες. Οι Ιταλοί χτυπούσαν στον Καλαμά. Στη Βέροια, όταν φτάσαμε, ακούσαμε τις καμπάνες που χτυπούσαν χαρμόσυνα και μας είπαν πως έπεσε η Κορυτσά. Ήταν όμως λάθος η πληροφορία. Από εκεί συνεχίσαμε πεζοί για την Αλβανία. Σ’ ένα χωριό διανυχτερεύσαμε. Την επομένη περάσαμε από τη λίμνη της Καστοριάς. Δεξιά μας αφήσαμε ένα χωριό που το έλεγαν Κολοκυθιά.
Για αρκετά μερόνυχτα συνεχίσαμε την πεζοπορία και κάποια στιγμή φτάσαμε στη Βίγλιστα που την είχε καταλάβει πριν από μερικές ημέρες ο ελληνικός στρατός. Εκεί βρήκαμε εφτά καμένα ιταλικά αυτοκίνητα.
Σ’ αυτό το χωριό κατοικούσαν και Βορειοηπειρώτες. Ένα ανδρόγυνο δασκάλων μάς φιλοξένησε. Ήμασταν μια διμοιρία. Την άλλη μέρα κατεβήκαμε μέσα στο χωριό. Συνεχίσαμε για τα ενδότερα της Αλβανίας. Φτάσαμε στην Ερσέκα. Συναντήσαμε Αρβανητάδες που μας είπαν πως είχαν δουλέψει στη Ορμύλια σαν οικοδόμοι. Εκεί μείναμε τέσσερις ημέρες.
Προχωρήσαμε στην Κορυτσά. Κατευθυνθήκαμε στη Λέσνιτσα. Δεξιά της στρατοπεδεύσαμε. Δέσαμε τα άλογα και έκατσα φρουρός. Τα βλήματα του ιταλικού πυροβολικού άρχισαν να μας χτυπούν. Τα μάχιμα τμήματα της 17ης Μεραρχίας ήταν στην πρώτη γραμμή. Ο λόχος Στρατηγείου, στον οποίο ανήκαμε, τροφοδοτούσε τα τμήματα που μάχονταν στο Πόγραδετς. Εκεί σκοτώθηκαν πολλά παιδιά. Σ’ αυτό το σημείο μείναμε αρκετό καιρό.
Γύρω στον Δεκέμβρη οπισθοχώρησε η 17η Μεραρχία για ξεκούραση και μας αντικατέστησε άλλη. Στο Ζιμλιάκ που οπισθοχωρήσαμε συναντήσαμε τους συγχωριανούς μας Παυλούδη Νικόλαο και Συκιώτη Ζαφείριο. Εκεί μάθαμε ότι ο Καρπέτης Δημήτριος είχε σκοτωθεί στο Τραπεζοειδές. Νωρίτερα είχε σκοτωθεί ο Γιάννης Παπαβασιλείου της Παγώνας κι ο Αλετράς Γεώργιος που ήταν στο ιππικό. Η διαδρομή Λέσνιτσα-Ζιμλιάκ ήταν αρκετά δύσκολη λόγω παγετού και χιονιών. Κάποια στιγμή ξεμείναμε κι από φαγητό. Μετά από οκτώ μέρες μας έδωσαν ένα όγδοο κουραμάνας. Σε κάτι σπίτια που φαίνονταν πλούσια βρήκαμε καλαμπόκι.
Έναν σκύλο που προσπάθησε να μας εμποδίσει, τον πυροβολήσαμε και τον σκοτώσαμε. Όταν άνοιξε ο καιρός μας έφεραν λίγα τρόφιμα.
Μετά ξεκινήσαμε για να πάμε στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας. Για δυο μερόνυχτα βαδίζαμε και φτάσαμε σε κάποιον ανεφοδιασμό. Δίπλα υπήρχε ένα λαγκάδι και ήπιαμε νερό. Την άλλη μέρα με το φως είδαμε πως το λαγκάδι ήταν γεμάτο από σκοτωμένα άλογα. Δεν μας πείραξε καθόλου όμως το νερό που ήπιαμε.
Μείναμε στο χωριό Κοσίνα για αρκετές ημέρες. Το χάνι Μπαλαμπάνι ήταν επισημασμένο και το βομβάρδιζαν οι Ιταλοί κάθε πέντε λεπτά. Εκεί είχε ανεφοδιασμό κι αναγκάστηκαν οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί να το εγκαταλείψουν και να μεταφερθούν στον δικό μας ανεφοδιασμό.
Τριάντα άλογα με τους ιππείς ξεκινούσαν κάθε μέρα και παρακολουθούσαν τα ιταλικά στρατεύματα με τα κιάλια. Σ’ αυτές τις αποστολές σκοτώθηκε κι ο Συρίκας Απόστολος. Ένα βράδυ μας ανακάλυψε το ιταλικό τρίκανο πυροβολικό κι άρχισε να μας βάλλει. Μια οβίδα έπεσε στο μαγκάλι της αποθήκης που ήταν οι κουραμάνες και τα τσιγάρα. Ο αποθηκάριος που καθόταν δίπλα στο μαγκάλι και ζεσταινόταν δεν έπαθε τίποτα. Διέλυσε όμως τον ημιονηγό που στεκόταν όρθιος δίπλα του. Την άλλη μέρα οι οβίδες που έφταναν στον ανεφοδιασμό έσκαγαν στον αέρα και το διασκεδάζαμε.
(Φωτ.: Αρχείο εφ. Καθημερινή)
Ο λοχαγός διέταξε εμένα και τον Στέργιο Τσινά να φτιάξουμε ένα αμπρί. Το αμπρί ήταν μια μεγάλη γούρνα σκεπασμένη από το πάνω μέρος με κλαδιά και χωρούσε τραπέζι για να εργάζεται ο λοχαγός που τον έλεγαν Αϊβαλιώτη. Πήγαμε με τον Στέργιο για να κόψουμε ξύλα από ένα πλατάνι. Πήρα στην πλάτη μου τρία μεγάλα ξύλα και ξεκίνησα. Ο Στέργιος κάθισε να ψειριστεί. Σ’ ένα σημείο λίγο πιο πέρα κάθισα κι εγώ να ξεκουραστώ. Απέναντι υπήρχε μια ελληνική πυροβολαρχία που μονομαχούσε με μια ιταλική. Στα τρία μέτρα πέφτει μια οβίδα κι όταν είδα να έρχονται κι άλλες έπεσα μέσα στη γούρνα που έσκαψε η πρώτη. Αμέσως βρήκα ένα άλλο καταφύγιο και κρύφτηκα εκεί. Έμεινα εκεί μέχρι που σταμάτησε η μάχη.
Τις επόμενες μέρες φύγαμε για την Κλεισούρα για να πάρουμε λάφυρα. Καθώς πηγαίναμε κατά το Τεπελένι, φτάσαμε σ’ έναν μικρό παραπόταμο του Αώου. Σ’ αυτό το ποτάμι υπήρχε ένα γεφύρι που το χτυπούσε κάθε τόσο το ιταλικό πυροβολικό. Βιαστικά περάσαμε τη γέφυρα απ’ όπου συνέχιζε ο δρόμος για το Τεπελένι. Δεξιά μας ήταν οι ιταλικές κρυψώνες απ’ όπου, πριν από λίγες μέρες, τους είχαν βγάλει οι Έλληνες με τις ξιφολόγχες. Προχωρήσαμε για να πάρουμε τα λάφυρα. Τα φορτώσαμε πάνω στα άλογα. Εκεί βρήκα τον Νικόλαο Μπούιντα που ερχόταν μόνος του από την πρώτη γραμμή τραυματισμένος στο πόδι. Φορτώσαμε τα κυριότερα πολυβόλα και πολεμοφόδια. Σε λίγο εμφανίστηκαν στον ουρανό γύρω στα διακόσια αεροπλάνα που φοβήθηκαν να κατέβουν πιο κάτω κι έριξαν τις βόμβες απ’ αυτό το ύψος, χωρίς όμως να δημιουργήσουν κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια επιστρέψαμε στη γέφυρα που ήταν το μηχανικό και προσεκτικά την περάσαμε. Σε λίγο άρχισαν πάλι να πέφτουν οι οβίδες. Αμέσως μετά έφτασαν κάποιοι στρατιώτες που κρατούσαν Ιταλούς αιχμάλωτους. Το βράδυ φτάσαμε στον ανεφοδιασμό.
Μια βραδιά έφεραν στην έδρα του τάγματος ένα ολόκληρο ιταλικό τάγμα. Εκεί ο Ιταλός ταγματάρχης παραδέχτηκε πως ήταν λάθος που πολεμούσε για τον Μουσολίνι.
Το ιταλικό τάγμα αιχμαλωτίστηκε ως εξής: Στο Τραπεζοειδές ύψωμα ο ταγματάρχης Κώνστας έκανε έφοδο με μια διμοιρία στρατιωτών και το κατέλαβε. Παρέμειναν κρυμμένοι και την άλλη μέρα κατέφτασε ανύποπτο το ιταλικό τάγμα. Ο Κώνστας είχε δώσει εντολή στους στρατιώτες να κατουρήσουν τα όπλα τους για να είναι ζεστά, για να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, αν χρειαζόταν. Το τάγμα των Ιταλών κατέφτασε και βρέθηκε έκπληκτο μπροστά στον όρθιο Κώνστα, ο οποίος τους προειδοποίησε πως είναι περικυκλωμένοι από τρεις χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες και ζήτησε να παραδοθούν, όπως κι έγινε.
Μετά την επιστροφή από τα λάφυρα καθίσαμε για αρκετό διάστημα χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο.
Οι αξιωματικοί που έμεναν σ’ ένα αντίσκηνο συζητούσαν για την επικείμενη γερμανική εισβολή. Κρυφακούγαμε κι έτσι μαθαίναμε τα νέα. Μια μέρα ο λοχαγός μου ζήτησε να τον συνοδέψω μέχρι το Ροντέν. Οι οβίδες άρχισαν να σφυρίζουν και ανησύχησα. «Μην ανησυχείς», μου είπε. «Επικίνδυνες είναι αυτές που κοχλάζουν».
Ένα δρομάκι, απ’ όπου θα περνούσαμε, το είχε επισημάνει το ιταλικό πυροβολικό και το χτυπούσε. Περάσαμε προσεκτικά και φτάσαμε στο Ροντέν και ζητήσαμε τρία άλογα. Την άλλη μέρα φέραμε τα πράγματά μας. Ο δάσκαλος Παπασαραφιανός, που ήταν λοχαγός και ταμίας της 17ης Μεραρχίας, μας είπε να φορτώσουμε ολονών τα πράγματα και το χρηματοκιβώτιο στα άλογα. Τα φορτώσαμε μαζί με τον Στέργιο Τσινά. Ήταν η στιγμή που άρχιζε η οπισθοχώρηση (23/4/1941).
Ιωάννης Λελεγιάννης (1916-1998)
πηγή: pontos-news.gr
https://simeiakairwn.wordpress.com