Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ κάποιο διαφορετικὸ τρόπο ἀντιμετώπιζαν τὰ προβλήματα, διότι ἦσαν ἄνθρωποι πνευματικοὶ καὶ πνευματικὰ τὰ ἀντιμετώπιζαν. Γιατὶ ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος, τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων ὑπάρχουν.Οἱ σαρκικοί, οἱ ψυχικοὶ καὶ οἱ πνευματικοί.
Οἱ σαρκικοὶ καὶ οἱ ψυχικοὶ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὰ πάθη. Σὲ ἐμᾶς ἴσως νὰ μᾶς φανῆ περίεργο τὸ πῶς ἐνεργοῦν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, διότι ἐνῶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ λύσουμε τὰ προβλήματά μας μὲ τὸν ἐμπαθῆ νοῦ μας, αὐτοὶ τὰ λύνουν μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ θείου φωτισμοῦ.
Παραδείγματος χάριν ὁ Ἀββᾶς Εὐπρέπιος συμβουλεύει: «Τὰ σωματικὰ εἶναι ὕλη. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, ἀγαπᾶ προσκόμματα. Ἂν λοιπὸν συμβῆ νὰ χάσουμε τίποτε, τὸ γεγονὸς αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δεχθοῦμε μὲ χαρὰ καὶ δοξολογία, γιατὶ ἔτσι ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ φροντίδες».
Νὰ πῶς ἐνήργησε ὁ Ἀββᾶς Εὐπρέπιος, ὅταν οἱ κλέφτες πῆγαν νὰ τὸν κλέψουν: Κάποτε ἦλθαν κλέφτες καὶ ἔπαιρναν τὰ πράγματά του. Αὐτὸς τότε ἄρχισε νὰ τοὺς βοηθᾶ. Ἀφοῦ ἐκεῖνοι πῆραν ὅλα ὅσα ἦταν μέσα στὸ κελλί του, παράτησαν τὸ ραβδί του καὶ μόλις τὸ εἶδε ὁ Ἀββᾶς Εὐπρέπιος, στενοχωρήθηκε. Τὸ πῆρε λοιπὸν καὶ ἔτρεχε πίσω τους, θέλοντας νὰ τοὺς τὸ παραδώση. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν θέλησαν νὰ τὸ δεχθοῦν καὶ εἶχαν φόβο μήπως συμβῆ τίποτα τὸ δυσάρεστο γι᾽ αὐτούς. Τότε αὐτός, συναντῶντας κάποιους, ζήτησε νὰ δώσουν αὐτοὶ τὸ ραβδί, καθὼς βάδιζαν στὸν ἴδιο δρόμο μὲ τοὺς κλέφτες.
• Μὲ ἀγάπη λοιπὸν νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὸν ἀδελφὸ καὶ ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής «ἐν τούτῳ φανερὰ ἐστι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου, πᾶς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ» (Α´ Ἰωαν. γ´, 10). Δηλαδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ διακριτικὸν γνώρισμα, μὲ τὸ ὁποῖον γίνονται εἰς ὅλους φανερὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου. Καθένας δηλαδή, ποὺ δὲν ἀσκεῖ στὸν βίο του κάθε ἀρετή, αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἔχει πατέρα τὸν Θεόν. Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
• Ἐπίσης ἕνα ὡραῖο παράδειγμα βλέπουμε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος.
Ὁ Ἅγιος μετὰ τὴν Ἀντιόχεια γύρισε πάλι στὴν Πατρίδα του, τὴν Κύπρο. Ἐκεῖ εἶχε ἀρκετὰ ζῶα. Χαιρόταν τὴν ἁγνότητα τῶν ἀρνιῶν του. Σκεφτόταν πολλὲς φορὲς πόσο ἀθῶα καὶ ἄκακα ἦταν τὰ ζῶα αὐτὰ καὶ ἔφερνε στὸ μυαλό του τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἡσαΐα καὶ τοῦ Κυρίου ποὺ ὀνόμαζαν τὸν Χριστὸ «Ἀμνὸν» καὶ «Πρόβατον»…
Μιὰ μέρα τὸν ἐπισκέφθηκε στὸ σπίτι του ἕνας ἔμπορος ζώων. Τοῦ ζήτησε ν᾽ ἀγοράση μερικὲς γίδες. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ συμφώνησαν τὴν τιμὴ τῆς κάθε γίδας, τοῦ εἶπε:
«Βάλε ἐκεῖ ἐπάνω στὸ πεζούλι χρήματα, γιὰ ὅσα κεφάλια ζῶα θέλεις, καὶ ἔλα νὰ μποῦμε στὸ μαντρὶ νὰ τὰ πάρης».
Ὁ ἔμπορας ὅμως, μόλις ἄκουσε αὐτό, σκέφθηκε πονηρά.
«Εὐκαιρία εἶναι, νὰ βγάλω καὶ ἐγὼ κάτι παραπάνω. Ἂς ἀφήσω λοιπόν, λιγώτερα χρήματα».
Καὶ πράγματι ἄφησε στὸ πεζούλι λιγώτερα. Μ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἔπαιρνε καὶ μιὰ γίδα παραπάνω, χωρὶς νὰ δώση γι᾽ αὐτὴν χρήματα.
Μετὰ μπῆκαν στὸ μαντρὶ καὶ ὁ Ἅγιος καὶ ὁ ἔμπορος. Ὁ ζωέμπορος διάλεξε τὰ ζῶα, ποὺ ἔκαναν γιὰ τὴν δουλειά του, καὶ πῆρε καὶ ἕνα παραπάνω.
Ἡ παραπανίσια ὅμως αὐτὴ γίδα, ξέφυγε ἀπὸ τὸν ἔμπορο καὶ ἔτρεξε γιὰ τὴν μάνδρα. Ἐκεῖνος γύρισε καὶ τὴν πῆρε ἀμέσως. Ὅταν ὅμως προχώρησε καὶ πάλι λίγο, μὲ ὅλες του τὶς γίδες, ἐκείνη ξεκόπηκε ἀπὸ τὸ κοπάδι καὶ γρήγορα ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Μπῆκε στὴν μάνδρα του.
Ἀπὸ πίσω της κυνηγώντας την ἔφθασε ἱδρωμένος καὶ ὁ ἀγοραστής. Τὴν ξαναπῆρε καὶ τὴν ἔβαλε στὸν ὦμο του. Αὐτὴ ὅμως ἀντιδροῦσε. Τὸν κτυποῦσε μὲ τὰ κέρατα καὶ κτυποῦσε μὲ ὁρμὴ τὰ πόδια της, γιὰ νὰ ξεφύγη.
Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων δὲν εἶχε ἀκόμη μετρήσει τὰ λεφτά, ἀλλὰ ἤξερε τί εἶχε κάνει ὁ ἔμπορος, διότι εἶχε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα νὰ γνωρίζη, προτοῦ ἰδῆ, σκέψεις καὶ πράξεις. Κοίταξε λοιπὸν ὁ Ἅγιος κατάματα τὸν ἔμπορο καὶ τοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, μήπως ξέχασες νὰ τὴν πληρώσης καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν ἔρχεται»;
Τὰ ἔχασε ὁ ἀγοραστής. Ἔμεινε γιὰ λίγο ξερός. Ἔπειτα ὁμολόγησε τὴν ἀλήθεια καὶ ζήτησε συγχώρηση. Ἔβγαλε κατόπιν χρήματα ἀπὸ τὸ πορτοφόλι του καὶ τὴν πλήρωσε. Καὶ τότε ἡ γίδα δὲν χώθηκε στὴν μάνδρα, γιὰ νὰ κρυφτῆ, ἀλλὰ τὸν ἀκολούθησε.
Ορθόδοξος Τύπος τ. 2113