Ζούσε σε ένα μοναστήρι της Ρουμανίας, ένας κεχαριτωμένος ιερεύς, ο πατήρ Μηνάς, ο μετέπειτα Όσιος Μηνάς. Αυτός, μετά τη Θεία Λειτουργία, για να ξεκουραστεί, έβγαινε στο δάσος, διότι το μοναστήρι ήταν μέσα στα δάση, κι εκεί έψελνε και δοξολογούσε τον Θεό με αναστάσιμα τροπάρια και με πολλά άλλα.
Τότε μαζεύονταν τα πουλιά του δάσους γύρω του: στο κεφαλάκι του, στους ώμους του, στα χέρια του, αυτός δε τρυφερά τα χάιδευε. Τις περισσότερες φορές όταν ο πατήρ Μηνάς έψελνε, τα πουλιά βουβαίνονταν και τον άκουγαν.
Επειδή οι λειτουργίες άρχιζαν νύχτα και τελείωναν με το χάραμα, ώσπου να κάνει Κατάλυση και να ξεντυθεί, ξημέρωνε, έβγαινε ο ήλιος κι έτσι έβγαινε έξω πρωί πρωί μέσα στο δάσος και χαιρόταν τη φύση και την παρουσία των πουλιών. Κι εκεί όλου μαζί αινούσαν και δοξολογούσαν τον Θεό.
Παρατηρήθηκε, λοιπόν, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ότι, όταν είχαν πανηγυρική Θεία Λειτουργία και αργούσε να τελειώσει και μάλιστα αργούσε πολύ μετά την ανατολή του ηλίου, τα πουλιά μαζεύονταν πάνω στην εκκλησία!
Την ώρα της Μεταβολής των Τιμίων Δώρων, που ο ιερεύς έλεγε "τα Σα εκ των Σων", τότε όλα τα πουλιά πάνω στην εκκλησία βουβαίνονταν! Και στο "Εξαιρέτως της Παναγίας, Αχράντου...." στα ρουμανικά βέβαια, και ενώ η χορωδία έψαλλε το "Άξιον εστί ...", τότε πάλι τα πουλιά άρχιζαν να κελαηδούν!
Αναδημοσίευση από Ωφελήματα, από το βιβλίο : "Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία".
http://xristianoss.blogspot.com